[mon semblable — mon frère]





Ακούω σαν υπνωτισμένος την τριβή του άνω χείλους και του κάτω χείλους, δεν φτάνουν σ' εμένα φράσεις, λέξεις, συλλαβές, φωνήεντα, παρακολουθώ το άσπρο κέλυφος αυτής της εκτεθειμένης σάρκας να κινείται πίσω από το παγωμένο ημίφως, που είναι ένα μήκος, πίσω από τον παγωμένο αέρα, που είναι ακόμη περισσότερο μήκος, πίσω από την παγωμένη νύχτα, πίσω από τον παγωμένο χρόνο, πίσω από το παγωμένο σώμα, κι όλα αυτά είναι μήκος πίσω από μήκος, διαδοχικά μήκη που στιγμή με τη στιγμή σπρώχνουν αυτόν τον άνθρωπο όλο και πιο μακριά μου, κι όμως θέλω ν' ακούσω τι λέει, εύχομαι να μπορούσα ν' ακούσω τι λέει, σκέφτομαι πως αυτή η συνομιλία δεν έχει κανένα νόημα, σκέφτομαι πως αυτοί οι εναλλασσόμενοι μονόλογοι που ονομάζονται συνομιλία, παντού και πάντα ή εδώ και τώρα, δεν έχουν κανένα νόημα, σκέφτομαι όλα αυτά που ήθελα να παύσουν κι εκείνα συνέχιζαν, όλα αυτά που ήθελα να συνεχίσουν κι εκείνα έπαυαν, σκέφτομαι καθεμία συνομιλία, αναρωτιέμαι αν άκουσα ποτέ μου τίποτα, αν είπε ποτέ του τίποτα, αν άκουσε ποτέ του τίποτα, αν είπα ποτέ μου τίποτα. 

Δεν προκαλώ κανένα συναίσθημα κι αυτό δεν είναι καθόλου ευχάριστο. Προκαλώ ένα συναίσθημα στον εαυτό μου λοιπόν, σαν το ποντίκι στη φάκα. Σαν το ποντίκι στη φάκα, όλη την ώρα, αυτό είναι το μόνο πράγμα που σκέφτομαι. Όλη την ώρα. Αν μπορούσα να προκαλέσω την ανυπόφορη αγάπη ή αν μπορούσα να προκαλέσω τον ανυπόφορο πόνο, πόσο ευτυχισμένος θα ήμουν. Αυτή η πραότητα με αρρωσταίνει, αυτή η συμφωνία με αρρωσταίνει, αυτή η συγκατάβαση με αρρωσταίνει, αυτή η ειρήνη με αρρωσταίνει. Όλα πάνω του μιλάνε, φωνάζουν, ουρλιάζουν μία φράση: Δέχομαι. Δηλαδή, δέχομαι τα πάντα, δέχομαι αυτό, δέχομαι κι αυτό, δέχομαι κι εκείνο. Ό,τι πεις, ό,τι κάνεις, ό,τι θελήσεις, ό,τι σκεφτείς. Δεν θα σ' αγαπήσω μήτε θα σε μισήσω, τα δέχομαι όλα όπως δέχομαι τα πνευμόνια μου που δεν κάθονται ακίνητα μια στιγμή και τον ήλιο που πάει κι έρχεται. Τόσο καταδεκτικός, τόσο πράος, τόσο ειρηνικός. Τόσο ειρηνικός όσο ένας νεκρός, ένας νεκρός απέναντί μου, στον δικό μου χρόνο, στον δικό μου κόσμο.

Είσαι νεκρός λοιπόν, ούτε θέλοντας ούτε μη θέλοντας, απλά νεκρός στον δικό μου κόσμο. Αναρωτιέμαι αν ακούς ό,τι λέω, αναρωτιέμαι αν με προσέχεις όταν μιλάω, αναρωτιέμαι αν προσέχεις ότι μιλάω. Ας υπάρχει μια απάντηση, ας προσέχεις ή ας μην προσέχεις, ας υπάρχει όμως μια απάντηση. Δεν πήρα ποτέ καμία απάντηση, κι αν αυτή είναι η εκδίκησή σου επειδή σου έδωσα από μόνος μου όλες τις απαντήσεις, ας είναι. Θα το δεχτώ κι αυτό, υποθέτω ότι θα το δεχτώ κι αυτό, υποθέτω ότι μπορώ να δεχτώ τα πάντα και ότι θα δεχτώ τα πάντα. Μην δίνεις καμία απάντηση λοιπόν, κοίτα πού οδηγεί όλο αυτό, μην δίνεις καμία απάντηση και έτσι θα έχω την απάντηση. Και θα τη δεχτώ, και πόσο θα ησυχάσω όταν θα τη δεχτώ, και πόσο θα ειρηνεύσω, σαν νεκρός μέσα στον κόσμο, σαν νεκρός μέσα στον κόσμο σου, σαν νεκρός μέσα στον κόσμο μου, σαν νεκρός.

Αισθάνομαι το στέρνο μου να πηγαίνει μπρος, να πηγαίνει πίσω, και πάλι μπρος, και πάλι πίσω, αναπνέω, με υπνωτίζει να αισθάνομαι την αναπνοή μου, στέκομαι μέσα στην παγωνιά, η παγωνιά, ναι, ανοίγω το στόμα μου και βλέπω την ανάσα να βγαίνει από μέσα μου σαν καπνός, δεν θυμήθηκα να ανοίξω το στόμα μου για να δω την ανάσα μου πριν από λίγο όταν εκείνος ήταν εδώ, δεν θυμάμαι αν πρόσεξα τη δική του ανάσα να σχηματίζεται ενόσω μιλούσε, δεν θυμάμαι αν πρόσεξα ότι μιλούσε, κάτι έλεγε το δίχως άλλο αλλά δεν ξέρω τι, ίσως να μιλούσε όπως μιλά όλη την ώρα, ίσως να μιλούσε γι' αυτά που μιλά όλη την ώρα. Αυτή η φράση κολλά στο μυαλό μου: Όλη την ώρα. Τα συμβάντα που συμβαίνουν όλη την ώρα, τα λεγόμενα που λέγονται όλη την ώρα. Κάνω έναν περίπατο μόνος μέσα σ' αυτήν τη νύχτα για να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη, ως είθισται σε αυτές τις περιπτώσεις, προσπαθώ να αναγκάσω τον εαυτό μου να επινοήσει εκ νέου έναν πόνο, μια δυσαρέσκεια έστω, μα είμαι άδειος. Δεν με ακούει και δεν του μιλάω. Όχι. Δηλαδή όχι ακριβώς. Του μιλάω μες στο κεφάλι μου και γνωρίζω ότι δεν γνωρίζει, δεν υποψιάζεται, δεν φαντάζεται ότι το κάνω αυτό. Αν το φανταζόταν θα ήταν σαν να με άκουγε, θα ήταν σαν να του μιλούσα. Αλλά του μιλάω μες στο κεφάλι μου, δηλαδή δεν του μιλάω. Μες στο κεφάλι μου του έχω πει τα πάντα, όσα θα ήθελα να πω κι όσα δεν θα ήθελα να πω, όσα έχουν νόημα κι όσα δεν έχουν νόημα, έχω μιλήσει τη γλώσσα της λογικής κι έχω μιλήσει τη γλώσσα του παραλογισμού και δεν ξέρω αν αγαπώ ή αν μισώ όποιον ακούει, όποιον δύναται να ακούει, όποιον δεν ακούει, όποιον δεν δύναται να ακούσει. Παραιτούμαι. Παραιτούμαι από την ιδέα ότι θα ακούσει οποιοσδήποτε και ότι θα ακούσω οποιονδήποτε, δεν πιστεύω πια ότι μιλάω στ' αλήθεια, δεν πιστεύω πια ότι υπήρξε κανείς που μου μίλησε στ' αλήθεια ποτέ. Παραιτούμαι, παραιτούμαι απ' αυτό, παραιτούμαι απ' όλα. Πρόσκειμαι στις τρεις διαστάσεις με το μήκος της σιωπής.