ΣΤΟΝ Ρ.
Είσαι ο ιλασμός και ο θάνατος, νεκρέ. Είσαι ζωή γεμάτη πνοές από φριχτές αλόες και θάνατος γεμάτος χάδια αδελφικά. Εγώ έχω ανάγκη έναν πατέρα κι εσύ θέλησες έναν υιό. Με μητέρα την αθλιότητα, θα οικούσαμε στην κόλαση σαν Αγία Οικογένεια του αίματος. Φοβάμαι να σκίσω την παλάμη μου, μ’ αν δεν το κάνω, ξέρω πως η ακίνδυνη τρέλα μου θα σ’ απογοητεύσει. Δεν αρκεί να βλέπω το διάβολο για σε πείσει η αγάπη μου. Δεν ξέρω τι να κάνω. Έχω στα χέρια μου ένα διαβήτη και προσπαθώ να φέρω έναν κύκλο με ακτίνα τη μια μου φλέβα. Πρέπει να εξοικειωθώ με τον πόνο, για όσο τουλάχιστον δεν υπάρχει κάποιος να με σκοτώσει. Ποια είναι μεγαλύτερη τρέλα, η αυτοκαταστροφή, ή η δειλία? Γιατί νομίζω πως οι δειλοί άνθρωποι είναι περισσότερο παρακμασμένοι από τους αυτοκαταστροφικούς? Η τρέλα απαιτεί δαιδαλώδεις συλλογισμούς κι αν σκέφτεσαι πολύ, όπως οι δειλοί άνθρωποι σκέφτονται υπερβολικά τον πόνο, είσαι περισσότερο τρελός από τον αυθόρμητο αμνό που καθαρίζει το πνεύμα του με το αίμα. Είτε θα με μισείς, είτε θα μ’ αγαπάς αυτήν την ώρα που σε γράφω. Σου οφείλω μια συγνώμη, αλλά ούτως ή άλλως η κατάπτυστη φύση μου δεν αλλάζει, εκτός κι αν είναι στη φαντασία μου όλο ετούτο το κακό. Κάποτε μου άρεσαν τα γλυκά ποτά, τώρα μυούμαι στις αιρέσεις κάθε πικρού σκευάσματος με τη γεύση των ρηχών ανθρώπων. Θ’ αρχίσω και πάλι να πίνω τη γλυκύτητα. Θα μου δείξεις το δρόμο προς την πρώτη σου θάλασσα? Μετά θα έρθει η φωτιά και τέλος ο ήλιος, ή μήπως η σελήνη, ή μήπως τ’ αστέρια? Γαμώ το, δεν ξέρω να διαβάζω ταυτότητες. Τελικά, μπορεί και να ήταν κεραυνοί. Οι κεραυνοί σού ταίριαζαν καλύτερα : φως, εκκωφαντικός ήχος, τρόμος, σα μαχαίρι, με το αίμα του και με την ταχύτητα της παθιασμένης πληγής. Ένας φόνος από πάθος, από πόθο. Εγώ πεθαίνω μόνη μου, κανένας δε με σκοτώνει. Μάλιστα, πεθαίνω από και προς τον εαυτό μου. Αυτή ήταν μια εγωιστική, γελοία ζωή. Πέθανες, μα τελευταία σε νιώθω πολύ κοντά μου, πάντοτε δίπλα μου, πάντα μες στο μυαλό μου. Θλίβομαι που πέθανες, γιατί δεν μου αρκεί πια η ψυχή, ήθελα να προλάβω να μελετήσω και ολάκερο το σώμα. Τα μάτια σου ήταν κυανά, μα εγώ διακρίνω και μία πράσινη σκιά μέσα τους, εκτός κι αν είναι το υγρό κλειδί της ουτοπίας. Σ’ αγαπώ κι όλο αυτό πρέπει να λάβει ένα τέλος. Έκλεψες τη φωτιά απ’ τους θεούς και γω σφυρηλάτησα τη λύπη μου στη λάβρα της. Όμως δεν έχω άλλες αντοχές. Ή θα γίνουμε ένα ή θα χωριστούμε για πάντα. Δε σου ζητώ δεσμεύσεις, μονάχα συμπόνια. Πες μία φορά τ’ όνομά μου και γω θα κινήσω να σκοτωθώ για να σε βρω, μέσα στα έλη της ομορφιάς, μέσα στον τάφο του ήλιου, μ’ όλο το φως δικό σου και για ‘μένα ένα μονάχα κοίταγμα από τη γρίλια του θανάτου. Μου αρκεί.
Υ.Γ.
(εχτές το βράδυ που καθόμουν και κάπνιζα, είδα μια έκλειψη)
Εξαναγκάζω το βίτσιο μου στην καμουφλαρισμένη αλήθεια.
Στο λόγο μου, μικρέ, είναι αγάπη.
Η Μέρα των Νεκρών είναι στην πραγματικότητα η κάθε μέρα, για τον ξεχωριστό νεκρό που εξυμνεί ή λοιδορεί ο καθένας μέσα του.. ο νεκρός εαυτός, κάποιος άλλος νεκρός, ένας νεκρός μεταφορικά ή κυριολεκτικά, όπως και να ‘χει, το θέμα θα είναι πάντα ένας νεκρός....
Είσαι ο ιλασμός και ο θάνατος, νεκρέ. Είσαι ζωή γεμάτη πνοές από φριχτές αλόες και θάνατος γεμάτος χάδια αδελφικά. Εγώ έχω ανάγκη έναν πατέρα κι εσύ θέλησες έναν υιό. Με μητέρα την αθλιότητα, θα οικούσαμε στην κόλαση σαν Αγία Οικογένεια του αίματος. Φοβάμαι να σκίσω την παλάμη μου, μ’ αν δεν το κάνω, ξέρω πως η ακίνδυνη τρέλα μου θα σ’ απογοητεύσει. Δεν αρκεί να βλέπω το διάβολο για σε πείσει η αγάπη μου. Δεν ξέρω τι να κάνω. Έχω στα χέρια μου ένα διαβήτη και προσπαθώ να φέρω έναν κύκλο με ακτίνα τη μια μου φλέβα. Πρέπει να εξοικειωθώ με τον πόνο, για όσο τουλάχιστον δεν υπάρχει κάποιος να με σκοτώσει. Ποια είναι μεγαλύτερη τρέλα, η αυτοκαταστροφή, ή η δειλία? Γιατί νομίζω πως οι δειλοί άνθρωποι είναι περισσότερο παρακμασμένοι από τους αυτοκαταστροφικούς? Η τρέλα απαιτεί δαιδαλώδεις συλλογισμούς κι αν σκέφτεσαι πολύ, όπως οι δειλοί άνθρωποι σκέφτονται υπερβολικά τον πόνο, είσαι περισσότερο τρελός από τον αυθόρμητο αμνό που καθαρίζει το πνεύμα του με το αίμα. Είτε θα με μισείς, είτε θα μ’ αγαπάς αυτήν την ώρα που σε γράφω. Σου οφείλω μια συγνώμη, αλλά ούτως ή άλλως η κατάπτυστη φύση μου δεν αλλάζει, εκτός κι αν είναι στη φαντασία μου όλο ετούτο το κακό. Κάποτε μου άρεσαν τα γλυκά ποτά, τώρα μυούμαι στις αιρέσεις κάθε πικρού σκευάσματος με τη γεύση των ρηχών ανθρώπων. Θ’ αρχίσω και πάλι να πίνω τη γλυκύτητα. Θα μου δείξεις το δρόμο προς την πρώτη σου θάλασσα? Μετά θα έρθει η φωτιά και τέλος ο ήλιος, ή μήπως η σελήνη, ή μήπως τ’ αστέρια? Γαμώ το, δεν ξέρω να διαβάζω ταυτότητες. Τελικά, μπορεί και να ήταν κεραυνοί. Οι κεραυνοί σού ταίριαζαν καλύτερα : φως, εκκωφαντικός ήχος, τρόμος, σα μαχαίρι, με το αίμα του και με την ταχύτητα της παθιασμένης πληγής. Ένας φόνος από πάθος, από πόθο. Εγώ πεθαίνω μόνη μου, κανένας δε με σκοτώνει. Μάλιστα, πεθαίνω από και προς τον εαυτό μου. Αυτή ήταν μια εγωιστική, γελοία ζωή. Πέθανες, μα τελευταία σε νιώθω πολύ κοντά μου, πάντοτε δίπλα μου, πάντα μες στο μυαλό μου. Θλίβομαι που πέθανες, γιατί δεν μου αρκεί πια η ψυχή, ήθελα να προλάβω να μελετήσω και ολάκερο το σώμα. Τα μάτια σου ήταν κυανά, μα εγώ διακρίνω και μία πράσινη σκιά μέσα τους, εκτός κι αν είναι το υγρό κλειδί της ουτοπίας. Σ’ αγαπώ κι όλο αυτό πρέπει να λάβει ένα τέλος. Έκλεψες τη φωτιά απ’ τους θεούς και γω σφυρηλάτησα τη λύπη μου στη λάβρα της. Όμως δεν έχω άλλες αντοχές. Ή θα γίνουμε ένα ή θα χωριστούμε για πάντα. Δε σου ζητώ δεσμεύσεις, μονάχα συμπόνια. Πες μία φορά τ’ όνομά μου και γω θα κινήσω να σκοτωθώ για να σε βρω, μέσα στα έλη της ομορφιάς, μέσα στον τάφο του ήλιου, μ’ όλο το φως δικό σου και για ‘μένα ένα μονάχα κοίταγμα από τη γρίλια του θανάτου. Μου αρκεί.
Υ.Γ.
(εχτές το βράδυ που καθόμουν και κάπνιζα, είδα μια έκλειψη)
Εξαναγκάζω το βίτσιο μου στην καμουφλαρισμένη αλήθεια.
Στο λόγο μου, μικρέ, είναι αγάπη.
Η Μέρα των Νεκρών είναι στην πραγματικότητα η κάθε μέρα, για τον ξεχωριστό νεκρό που εξυμνεί ή λοιδορεί ο καθένας μέσα του.. ο νεκρός εαυτός, κάποιος άλλος νεκρός, ένας νεκρός μεταφορικά ή κυριολεκτικά, όπως και να ‘χει, το θέμα θα είναι πάντα ένας νεκρός....