Όσοι απομένουν οδύρονται και ντροπιασμένος ο σαρκοκτήμων τάφος χαμηλώνει τα δάκρυά του, τυλιγμένος με τα συμμαχικά χέρια του χρόνου. Μα η ντροπή των τάφων σβήνει γρηγορότερα κι απ’ την ντροπή των μοχθηρότερων ανθρώπων. Το κάθε σώμα τότε, το νεαρό, το γέρικο, το όμορφο και το παραμορφωμένο, το άρρωστο, το υγιές, το δολοφονημένο ή από κάποια μαύρη φύση σκοτωμένο, είναι ο άσωτος που επιστρέφει μ’ ευσέβεια στο λίκνο του και τρισευτυχισμένος πατέρας του το χώμα σφάζει το μόσχο της οργής κι ό,τι απομένει είναι ανάπαυση και γαλήνη. Η ευτυχία των πεθαμένων είναι το ξημέρωμα που κοιμάται στην καθαρή πηγή με τα δροσερά βρύα της σιωπής να το στεφανώνουν. Ούτε καν πόνος και δυστυχία, που μες στο ίσκιο σκιά δεν έχει το σώμα, σκιά απ’ αυτές που τραβά η αντανάκλαση του ήλιου πάνω στο έδαφος, δηλώνοντάς σου ποιος είσαι και ποια είναι η πορεία σου. Χωρίς θλίψη, παρά μονάχα ευλάβεια · κι ευτυχία γιατί είναι ευτυχία να πεθαίνεις και μονάχα όταν πεθαίνεις, ακόμη κι αν λένε οι γλώσσες των τρομολάγνων, πως η χαρά σβήνει με την ευκολία που σβήνει η φλόγα από τα ταφικά κεριά. Η λύπη δεν είναι ιδέα, μα άχθος απτό. Το Κακό Σώμα. Όπως ο δαίμονας που μεταμορφώνεται σε υπέρλαμπρο άγγελο για χλευάσει το Θείο κατά την ώρα του θανάτου, ο φόβος πλανά το πνεύμα του θνητού, μέσα στις χίλιες μεταμορφώσεις του ματαίου. Να μη λυπάσαι, μα να χαίρεσαι · να θυμάσαι τι είπε κάποτε ο Ιησούς, ο εγγονός του Σειράχ : “κρείσσων θάνατος ὑπὲρ ζωὴν πικρὰν καὶ ἀνάπαυσις αἰῶνος ἢ ἀρρώστημα ἔμμονον”.
α.κ.
«Freude», από το «Totentanz»
Πίνακας : λίγο άσχετο, αλλά τέλος πάντων... «Η Γαλλία αγκαλιάζει τη Βοημία», Alphonse Maria Mucha 1918
α.κ.
«Freude», από το «Totentanz»
Πίνακας : λίγο άσχετο, αλλά τέλος πάντων... «Η Γαλλία αγκαλιάζει τη Βοημία», Alphonse Maria Mucha 1918