(..a true story. For Ch. T.)
Θυμάμαι το σπίτι του νεκρού παππού μου. Εκείνος άρρωστος, λίγο καιρό πριν το θάνατο, έβρισκε την τελευταία ομορφιά στη θέα, την οποία τα γκρίζα του μάτια ροφούσαν λαίμαργα. Μου έλεγε ιστορίες από τους καιρούς της νιότης, στα σκούρα νερά των ωκεανών και στα βαλτώδη των μεγάλων ποταμών, όταν το καράβι του έσκιζε τη γαλήνη μικρών ψαριών σαρκοβόρων και θανάσιμων κητών. Τον άκουγα και ταυτοχρόνως κοιτούσα τα άλογα που έτρεχαν στο απέναντι λιβάδι. Σπανίως έβγαιναν στη γυμνή πλάση τα άλογα. Τον περισσότερο καιρό μάντευα τα σώματά τους κρυμμένα στους κορμούς των μεγάλων δέντρων. Α! Τα δέντρα, εκεί, πόση ωραιότητα για ν’ αγναντεύεις δακρυσμένος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και τη δική σου φτηνή μικρότητα! Θυμάμαι υπήρχε ένα δέντρο, ανάμεσα στα άλλα, που ήταν νεκρό. Ναι, μέσα στην οργιάζουσα ζωή των άλλων υπέροχων δέντρων, υπήρχε ένα κατάξερο, χονδρό, με εξωπραγματικές ρίζες να βγαίνουν έξω από το χώμα και φλοιό γκρίζο, γέρικο, ελάχιστα διαφορετικό από τα μάτια του παππού μου. Κι όμως εκείνο το δέντρο δεν έπεσε ποτέ. Τι κι αν παρέμενε στείρο, φαλακρό, κυρτό απ’ τους αιώνες που κουβαλούσε, μήτε έπεσε, μήτε χάθηκε. Παραδόξως, αυτό το δέντρο έλκυε πολύ περισσότερο το βλέμμα μου, σα μια λευκή, ενάρετη οπτασία στο κέντρο μίας πομπής μανιακών φαιδρών ανθρώπων της Βαβυλώνας. Τα άλλα δέντρα κινούσαν τα κλαδιά τους πρόστυχα, το βαθύ ή τ’ ανοιχτό πράσινό τους, διαδήματα από καθαρό σμαράγδι επάνω στα κλαριά, κι όσα απ’ αυτά έφεραν καρπούς, τους επιδείκνυαν σα ματωμένα δώρα εραστών έκφυλων στο βωμό της πόρνης. Το νεκρό δέντρο ήταν ταπεινό. Όσο κι αν έλαμπε η επιφανειακή ομορφιά των άλλων, η δική του ομορφιά φιλούσε μ’ ευλάβεια την πηγή του τη χτισμένη από απαλή πέτρα και πλαγιασμένη μέσα στις τούφες του αυγινού φωτός που το ζέσταναν. Εκείνο το δέντρο μου άρεσε, που ήταν γέρικο, σχεδόν, αν όχι ήδη μα εν αγνοία του, νεκρό. Μακάρι όλα τα δέντρα να ήταν έτσι γκρίζα και όλα τα άλογα λευκά. Μόνο μία φορά είχα δει λευκό άλογο, έναν ευτραφή αρσενικό, που φαινόταν αρκετά νεαρός δίπλα στους πανύψηλους συντρόφους του. Τα υπόλοιπα άλογα είχαν το χρώμα του χώματος. Θα ‘πρεπε, να αν θυμάμαι καλά, κάποτε να είχε φανεί κι ένα μαύρο. Αλλά για να μην είναι ισχυρή κι αδιάψευστη η μνήμη του, σημαίνει πως δεν του είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Τα καφετιά άλογα ταίριαζαν με τη γη, το λευκό ταίριαζε με το εξαίσιο δέντρο. Το μαύρο δε θα ταίριαζε πουθενά, πλην της νύχτας, που τραβούσε κάθε χρώμα της πλάσης σ’ ένα βάναυσο χάος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα άλογα δεν έβγαιναν ποτέ τη νύχτα. Λοιπόν, πολλοί θα έλεγαν άγρια τα ελεύθερα άλογα, αλλά εγώ ξέρω πως το μόνο ελεύθερο ζώο στη φύση που δεν είναι άγριο, είναι το άλογο. Το άλογο γίνεται άγριο μόνο όταν υποδουλώνεται. Και τι δεν είναι άγριο στη φύση? Βιαιότητα δεν είναι η σαρκοφαγία του λύκου, η υστερική κίνηση των φτερών οποιουδήποτε πουλιού που φοβάται, τα απειλητικά κέρατα του αρσενικού τράγου που είναι έτοιμα να σκοτώσουν έναν αντίζηλο? Μέσα στις φλέβες του ελεύθερου όμως αλόγου, δε ρέει ούτε μία ρανίδα σκληρότητας. Μόνο αν το άλογο υπομένει το δράμα της υποταγής, αναγκάζεται να θάψει την ευγενική φύση και να σκληρύνει, όχι για να εκδικηθεί μα για ν’ αντέξει την ανελευθερία του. Γιατί απ’ όλους μόνο οι σκλάβοι πρέπει να σκληραγωγούνται. Αλλιώς θα καταρρεύσουν στην πρώτη κακουχία, αφού στ’ αλήθεια η υποδούλωση απαιτεί ανέχεια βάρβαρη. Αυτά ήταν τα άλογά μου κι αυτό ήταν το δέντρο μου. Τα ελεύθερα στέμματα της ομορφιάς που πόθησε άπληστα η άγια κάρα του Θεού. Ο παππούς μου αγαπούσε και τα δέντρα και τα άλογα. Μου είχε πει κάποτε πως είχε δει σε μια μεγάλη κοιλάδα ένα ολόλευκο άλογο να τρέχει. Ήταν ένας ρωμαλέος άγγελος με μακριά χαίτη που χόρευε στο ρυθμό της ασύλληπτης ταχύτητας. Στάθηκε, είπε, να θαυμάσει το άλογο, μα το θάμβος του αποδείχτηκε φονικό, γιατί το επιβλητικό ζώο έπεσε κάτω και πέθανε. Οι παλαιοί μπορεί να είναι δεισιδαίμονες, αλλά αν προσπαθήσω να εξηγήσω το γεγονός τούτο, η λογική μου θα με οδηγήσει στον πόνο μίας φριχτής σύμπτωσης! Ας κατανοήσουμε πως ο άνθρωπος είναι θανάσιμος, πως ακόμη και το βλέμμα του και η ψυχή του σκοτώνουν κι όχι μονάχα τα πεινασμένα για απεχθή αγαθά σώματά τους. Όποια ζωή κι αν ζεις, είναι γεγονός πως η αμαρτία στιγματίζει πάντα ένα κομμάτι της. Γιατί εγώ, που θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια στο λευκό σπίτι, με τα άλογα, με τα δέντρα και τον παππού μου με τα γυάλινα μάτια και τ’ αποτεφρωμένο αριστερό χέρι να μου μιλά για τη θάλασσα και για τον Παναμά και την Ιαπωνία και τη σάρκα των ανθρώπων της Αφρικής που τ’ άρωμά της διώχνει μακριά τους καρχαρίες και κείνοι χαίρονται δίχως φόβο τα κιτρινόμαυρα νερά, είμαι τώρα κατάπτυστη και κλαίω πάνω από τα συντρίμμια της αρετής, λες και είχα μεγαλώσει σαν παρακόρη της μαίας που ξεγεννούσε μια βία που όλο διαιωνιζόταν. Τουλάχιστον είμαι υπερήφανη για την πρωτοτυπία μου, γιατί η ψυχή μου δεν αναμάσησε τη βία των άλλων, αλλά γέννησε τη δική της βία μονάχη, γι’ αυτό κι έτσι σφοδρή και ακατέργαστη βγαίνει από μέσα μου τώρα. Προσεύχομαι να μ’ εξυγιάνει η μνήμη μου. Αλλά φοβάμαι πως θα φτάσω κι εγώ στο θάνατο και ούτε για τα μεγαλύτερα σφάλματά μου δε θα ‘χω μετανιώσει. Θα με ξεχάσουν, αλλά το βάρος δικό μου. Ως προς τη μνήμη ας δείξω τιμιότητα. Να μην ξεχάσω ποτέ.
α.κ.
σ.σ. : αληθινό, όπως είπαμε. Υπάρχουν ακόμη : τα δέντρα, το σπίτι, η κακιά Άντζυ. Δεν υπάρχουν πια : τα άλογα, ο παππούς, η μικρή Άντζυ.
Χέσε μέσα, παππού, αλλού θα με στείλουνε εμένα μετά θάνατον... και πάνε και οι ιστορίες, και πάει και το χαρμάνι, και πάει και το άσπρο κρασί...
(και μια εξηγησούλα : όντως, κατά τα λεγόμενα του παππού, το δέρμα των ανθρώπων στην Αφρική αναδίδει ένα παράξενο, έντονο άρωμα, που κάνει τους καρχαρίες να μην τους πλησιάζουν. Υπόψιν ότι στην Αφρική οι καρχαρίες φτάνουν και τα ρηχά... στα πολύ ρηχά. Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι εκεί μπορούν να κολυμπούν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε διηγηθεί : κάποτε, στα παράλια της Αφρικής, είχαν σταματήσει γι’ ανεφοδιασμό σ’ ένα χωριό. Ο παππούς μου καθόταν κοντά στη θάλασσα ενώ κάποιος από το καράβι είχε μπει μέσα για να κολυμπήσει. Τότε οι αυτόχθονες, που ήταν φυσικά μέσα στο νερό, άρχισαν να φωνάζουν έντρομοι στον άνθρωπο να βγει έξω, με δειλά «go!» και χειρονομίες, εφόσον δε μιλούσαν τη γλώσσα. Τελικά, εκείνος τη γλίτωσε στο τσακ, μιας και λίγα λεπτά αργότερα φάνηκε και το πτερύγιο...)
Θυμάμαι το σπίτι του νεκρού παππού μου. Εκείνος άρρωστος, λίγο καιρό πριν το θάνατο, έβρισκε την τελευταία ομορφιά στη θέα, την οποία τα γκρίζα του μάτια ροφούσαν λαίμαργα. Μου έλεγε ιστορίες από τους καιρούς της νιότης, στα σκούρα νερά των ωκεανών και στα βαλτώδη των μεγάλων ποταμών, όταν το καράβι του έσκιζε τη γαλήνη μικρών ψαριών σαρκοβόρων και θανάσιμων κητών. Τον άκουγα και ταυτοχρόνως κοιτούσα τα άλογα που έτρεχαν στο απέναντι λιβάδι. Σπανίως έβγαιναν στη γυμνή πλάση τα άλογα. Τον περισσότερο καιρό μάντευα τα σώματά τους κρυμμένα στους κορμούς των μεγάλων δέντρων. Α! Τα δέντρα, εκεί, πόση ωραιότητα για ν’ αγναντεύεις δακρυσμένος μπροστά στο μεγαλείο της φύσης και τη δική σου φτηνή μικρότητα! Θυμάμαι υπήρχε ένα δέντρο, ανάμεσα στα άλλα, που ήταν νεκρό. Ναι, μέσα στην οργιάζουσα ζωή των άλλων υπέροχων δέντρων, υπήρχε ένα κατάξερο, χονδρό, με εξωπραγματικές ρίζες να βγαίνουν έξω από το χώμα και φλοιό γκρίζο, γέρικο, ελάχιστα διαφορετικό από τα μάτια του παππού μου. Κι όμως εκείνο το δέντρο δεν έπεσε ποτέ. Τι κι αν παρέμενε στείρο, φαλακρό, κυρτό απ’ τους αιώνες που κουβαλούσε, μήτε έπεσε, μήτε χάθηκε. Παραδόξως, αυτό το δέντρο έλκυε πολύ περισσότερο το βλέμμα μου, σα μια λευκή, ενάρετη οπτασία στο κέντρο μίας πομπής μανιακών φαιδρών ανθρώπων της Βαβυλώνας. Τα άλλα δέντρα κινούσαν τα κλαδιά τους πρόστυχα, το βαθύ ή τ’ ανοιχτό πράσινό τους, διαδήματα από καθαρό σμαράγδι επάνω στα κλαριά, κι όσα απ’ αυτά έφεραν καρπούς, τους επιδείκνυαν σα ματωμένα δώρα εραστών έκφυλων στο βωμό της πόρνης. Το νεκρό δέντρο ήταν ταπεινό. Όσο κι αν έλαμπε η επιφανειακή ομορφιά των άλλων, η δική του ομορφιά φιλούσε μ’ ευλάβεια την πηγή του τη χτισμένη από απαλή πέτρα και πλαγιασμένη μέσα στις τούφες του αυγινού φωτός που το ζέσταναν. Εκείνο το δέντρο μου άρεσε, που ήταν γέρικο, σχεδόν, αν όχι ήδη μα εν αγνοία του, νεκρό. Μακάρι όλα τα δέντρα να ήταν έτσι γκρίζα και όλα τα άλογα λευκά. Μόνο μία φορά είχα δει λευκό άλογο, έναν ευτραφή αρσενικό, που φαινόταν αρκετά νεαρός δίπλα στους πανύψηλους συντρόφους του. Τα υπόλοιπα άλογα είχαν το χρώμα του χώματος. Θα ‘πρεπε, να αν θυμάμαι καλά, κάποτε να είχε φανεί κι ένα μαύρο. Αλλά για να μην είναι ισχυρή κι αδιάψευστη η μνήμη του, σημαίνει πως δεν του είχα δώσει ιδιαίτερη σημασία. Τα καφετιά άλογα ταίριαζαν με τη γη, το λευκό ταίριαζε με το εξαίσιο δέντρο. Το μαύρο δε θα ταίριαζε πουθενά, πλην της νύχτας, που τραβούσε κάθε χρώμα της πλάσης σ’ ένα βάναυσο χάος. Αλλά, έτσι κι αλλιώς, τα άλογα δεν έβγαιναν ποτέ τη νύχτα. Λοιπόν, πολλοί θα έλεγαν άγρια τα ελεύθερα άλογα, αλλά εγώ ξέρω πως το μόνο ελεύθερο ζώο στη φύση που δεν είναι άγριο, είναι το άλογο. Το άλογο γίνεται άγριο μόνο όταν υποδουλώνεται. Και τι δεν είναι άγριο στη φύση? Βιαιότητα δεν είναι η σαρκοφαγία του λύκου, η υστερική κίνηση των φτερών οποιουδήποτε πουλιού που φοβάται, τα απειλητικά κέρατα του αρσενικού τράγου που είναι έτοιμα να σκοτώσουν έναν αντίζηλο? Μέσα στις φλέβες του ελεύθερου όμως αλόγου, δε ρέει ούτε μία ρανίδα σκληρότητας. Μόνο αν το άλογο υπομένει το δράμα της υποταγής, αναγκάζεται να θάψει την ευγενική φύση και να σκληρύνει, όχι για να εκδικηθεί μα για ν’ αντέξει την ανελευθερία του. Γιατί απ’ όλους μόνο οι σκλάβοι πρέπει να σκληραγωγούνται. Αλλιώς θα καταρρεύσουν στην πρώτη κακουχία, αφού στ’ αλήθεια η υποδούλωση απαιτεί ανέχεια βάρβαρη. Αυτά ήταν τα άλογά μου κι αυτό ήταν το δέντρο μου. Τα ελεύθερα στέμματα της ομορφιάς που πόθησε άπληστα η άγια κάρα του Θεού. Ο παππούς μου αγαπούσε και τα δέντρα και τα άλογα. Μου είχε πει κάποτε πως είχε δει σε μια μεγάλη κοιλάδα ένα ολόλευκο άλογο να τρέχει. Ήταν ένας ρωμαλέος άγγελος με μακριά χαίτη που χόρευε στο ρυθμό της ασύλληπτης ταχύτητας. Στάθηκε, είπε, να θαυμάσει το άλογο, μα το θάμβος του αποδείχτηκε φονικό, γιατί το επιβλητικό ζώο έπεσε κάτω και πέθανε. Οι παλαιοί μπορεί να είναι δεισιδαίμονες, αλλά αν προσπαθήσω να εξηγήσω το γεγονός τούτο, η λογική μου θα με οδηγήσει στον πόνο μίας φριχτής σύμπτωσης! Ας κατανοήσουμε πως ο άνθρωπος είναι θανάσιμος, πως ακόμη και το βλέμμα του και η ψυχή του σκοτώνουν κι όχι μονάχα τα πεινασμένα για απεχθή αγαθά σώματά τους. Όποια ζωή κι αν ζεις, είναι γεγονός πως η αμαρτία στιγματίζει πάντα ένα κομμάτι της. Γιατί εγώ, που θυμάμαι τα παιδικά μου χρόνια στο λευκό σπίτι, με τα άλογα, με τα δέντρα και τον παππού μου με τα γυάλινα μάτια και τ’ αποτεφρωμένο αριστερό χέρι να μου μιλά για τη θάλασσα και για τον Παναμά και την Ιαπωνία και τη σάρκα των ανθρώπων της Αφρικής που τ’ άρωμά της διώχνει μακριά τους καρχαρίες και κείνοι χαίρονται δίχως φόβο τα κιτρινόμαυρα νερά, είμαι τώρα κατάπτυστη και κλαίω πάνω από τα συντρίμμια της αρετής, λες και είχα μεγαλώσει σαν παρακόρη της μαίας που ξεγεννούσε μια βία που όλο διαιωνιζόταν. Τουλάχιστον είμαι υπερήφανη για την πρωτοτυπία μου, γιατί η ψυχή μου δεν αναμάσησε τη βία των άλλων, αλλά γέννησε τη δική της βία μονάχη, γι’ αυτό κι έτσι σφοδρή και ακατέργαστη βγαίνει από μέσα μου τώρα. Προσεύχομαι να μ’ εξυγιάνει η μνήμη μου. Αλλά φοβάμαι πως θα φτάσω κι εγώ στο θάνατο και ούτε για τα μεγαλύτερα σφάλματά μου δε θα ‘χω μετανιώσει. Θα με ξεχάσουν, αλλά το βάρος δικό μου. Ως προς τη μνήμη ας δείξω τιμιότητα. Να μην ξεχάσω ποτέ.
α.κ.
σ.σ. : αληθινό, όπως είπαμε. Υπάρχουν ακόμη : τα δέντρα, το σπίτι, η κακιά Άντζυ. Δεν υπάρχουν πια : τα άλογα, ο παππούς, η μικρή Άντζυ.
Χέσε μέσα, παππού, αλλού θα με στείλουνε εμένα μετά θάνατον... και πάνε και οι ιστορίες, και πάει και το χαρμάνι, και πάει και το άσπρο κρασί...
(και μια εξηγησούλα : όντως, κατά τα λεγόμενα του παππού, το δέρμα των ανθρώπων στην Αφρική αναδίδει ένα παράξενο, έντονο άρωμα, που κάνει τους καρχαρίες να μην τους πλησιάζουν. Υπόψιν ότι στην Αφρική οι καρχαρίες φτάνουν και τα ρηχά... στα πολύ ρηχά. Παρ’ όλα αυτά, οι άνθρωποι εκεί μπορούν να κολυμπούν ανενόχλητοι. Θυμάμαι ένα περιστατικό που μου είχε διηγηθεί : κάποτε, στα παράλια της Αφρικής, είχαν σταματήσει γι’ ανεφοδιασμό σ’ ένα χωριό. Ο παππούς μου καθόταν κοντά στη θάλασσα ενώ κάποιος από το καράβι είχε μπει μέσα για να κολυμπήσει. Τότε οι αυτόχθονες, που ήταν φυσικά μέσα στο νερό, άρχισαν να φωνάζουν έντρομοι στον άνθρωπο να βγει έξω, με δειλά «go!» και χειρονομίες, εφόσον δε μιλούσαν τη γλώσσα. Τελικά, εκείνος τη γλίτωσε στο τσακ, μιας και λίγα λεπτά αργότερα φάνηκε και το πτερύγιο...)