There will be...

(shit happens)


















«Ἀλλὰ πάντα θεῖα καὶ ἀνθρώπινα πάντα»
Όλα τα τεχνάσματα κι όλα τα νήματα που δαγκώνει ο νέος
Που πρέπει να έχει και τους δυο γονείς του ζωντανούς, αν θέλει
Να κρατήσει στα χέρια του ξύλο ντυμένο με κίτρινο πανί
Χαίρε Απόλλωνα, γιε του Μαρσύα, μεγάλε Θεέ, Έλληνα πιο βαθιέ
Από κάθε Έλληνα, που σε γιόρταζαν δίχως εσένα κατά τους Σκοτεινούς Αιώνες
Γιατί ‘σουν εχθρός των Ελλήνων
Πώς η σπονδή και ο πολεμημένος έξω από κεφάλια δασιά
Και σημάδια από φιλήματα και ζευγάρια από νεύρα σε κεφάλια θεόκουφα
Ξεχάστε, ξεχάστε αυτό που λένε πως πρέπει να επαινούμε τους εχθρούς
Γιατί έτσι η νίκη μας θα 'χει διπλή αξία ∙
Εχθρό και φίλο φθείρετε, μέσα απ' τα σωθικά σας
Για όσο είστε ζωντανοί, κι οι του δικαίου του δούλου
Όπως και να 'χει ο θάνατος, που ευγνωμονεί τους σιωπηλούς,
Δεν έχει νου να ξεδιαλέξει λόγια. Ξαλαφρώστε ∙
Φθείρετε, φθείρετε φίλους και εχθρούς
Γιατί το χτες είναι μία καινούρια ημέρα.

Κραυγάζει το ποίμνιο δυνατά, προδότες στα μαστάρια του
Ούτε φίλοι ή σύντροφοι, ούτε αδερφοί ή διάκοι ή σύμβουλοι, μα κι ούτ’ ίσοι
Από πλατύσκελους θεούς μέχρι και την Παρθένα Δέσποινα
Κρώξτε που δεν υπάρχουν λόγια καλύτερα γι’ ανεπίγνωστους νεκρούς
Αύριο, αύριο άμα δεν κάνω λάθος
Σπέρνουν αγρό με μηδική, χωρίς καλοτυχία
Μέλι, κεχρί, σιναμική, μήλα και ρόδια και σκατά κι ό,τι γλυκό τους εύφρανε
Που να τους πάρει ο διάολος κι ο τόπος να τους σιχαθεί καθώς τους λιώνει
Να τα κρύα τους μαλλιά και να η ξινή περπατησιά τους
Η φωνή και τ’ όνομα κι η φήμη και η επιρροή, ιδού τα χρόνια
Τον άθλιο τα χρόνια κι ο θάνατος τον κάνουν αθώο κι αυθεντία
Κι όποιος δεν πρόλαβε να φτύσει στο πρόσωπο μπροστά
Τώρα βουβά τραβάει τα λόγια του απ’ τον τάφο, ηττημένος
Μ’ αν όλοι οι πόλεμοι ήτανε κατάματοι
Θα υπήρχε τώρα ένας που θα φύλαγε και καμιά σταγόνα σπέρμα για παιδιά.

Να θεραπεύσουμε την τρέλα! Με σκισμένα μέτωπα
Detrás de la cruz está el diablo
Αν είναι αυτή η γνώση απορρίπτω και την εμπειρία
Και την γονή και την ποίηση και την αρετή, τ’ όραμα και τον νου και κάθε ελπίδα
Και κάθε αιχμή και κάθε διανόηση, κάθε εποχή και χρίσμα
Γλώσσα, ιδεώδη, φόρμες, κλήρους, κύκλους, λέσχες και καταγωγές
Στο διάολο! Ή στον κόσμο, που είναι ο οίκτος διαόλου και Χριστού
Σκύλου και σκύλας, φλέβας και τομής, ο πυρετός κι η τελευταία ώρα στην ψάθα
Που είναι η αλήθεια κι η ανάγκη του φτωχού, τάξη κόντρα στην τάξη
Κι όταν ακούς καμπάνες του Εσπερινού,
Του σατανά τ’ αρχίδια π’ άδουνε απ’ το προσευχητάρι.

Στις έντεκα τ’ Απρίλη – ως το Πάσχα τρεις και σήμερα –
Πάνω σε ματωμένα στόματα άνοιξε το σαγόνι του αγριμιού:
Αριστερά, η Αθηνά της Μπρέσια, η Μαστιγουμένη της Πομπηίας
Σαμπόρ και Μπρέντα,  Μοντεφέλτρο, Εσκοριάλ
Ντόρντρεχτ, Φονταινεμπλώ και Ταρκυνία
Τρίπτυχο, Πορτινάρι – Βαν ντερ Χους, Πάχερ και Άγιος Βόλφγκανγκ
(Κι άλλοι με Ούρσουλα ή Σεβαστιανό, Δομίνικο ντε Σίλος, Φλωριανό
Κασίλδη, Μάρκο, Ιγνάτιο, Αντώνιο, Αικατερίνη)
Και δεξιά, Φαρνέζε, Πάουμγκαρτνερ, Μπρεντερόντε
Απ’ τα μαρτύρια στους θριάμβους κι απ’ τις τσιγγάνες στους ευαγγελισμούς
Και ποια η διαφορά? Λοιπόν, ο Τζαίημς είπε μόνο: «σκελετός!
Ανάμεσα σε κινέζικα αντικείμενα» κι αυτό είναι κάτι πιο πολύ
Από την ομορφιά του κόσμου. 

Τι δίνει ο οίκτος, φίλος προς φίλο ένα νεύμα ή έναν όρκο που ευτελίζει τους εχθρούς
Δύναμη πέρα απ’ την τρομερή αξία του κανενός χωρίς κανέναν και χωρίς
Κάποιον να βγάλει υπαίτιο ή να κακολογήσει
Πάνω στη μνήμη, όπου κανείς δεν είχε αξία, κόκαλα της ταπεινοσύνης του
Και στους κήπους του Φερέρ, τέσσερα στείρα γουρούνια ντε Σαλβιάτι.
Ονειρεύεται ∙ αν οι πλάκες της ομίχλης δεν έφτασαν να σκεπάσουνε τον κύριο
Ποιος θα ‘θελε ν’ ακούσει έναν σκύλο την αυγή?
Η παγωνιά που σφίγγει το φαγωμένο του μανίκι μόνη σκέφτεται:
Τουλάχιστον δεν είναι θάνατος μέσα στο καλοκαίρι.


Αγγελική Κορρέ