Κανένας δεν
μπορεί να μείνει ασυγκίνητος από ένα βροχερό μεσημέρι. Μαζεμένα το ένα στ’
άλλο, οικόσιτα πουλιά στα κλουβιά των αυλών τραγουδούν θλιμμένα τραγούδια γι’
αυτήν την σκιερότητα ∙ μα δεν είναι τραγούδια αυτά, είναι η υστερία του φόβου,
που όσοι δεν καταλαβαίνουν την γλώσσα των πουλιών τα παίρνουν γι’ άσματα
μονότονα και καθημερινά. Ούτως ή άλλως η φωνή ενός ζώου είναι ίδια για όλους
τους ανθρώπους και μοιάζει απλώς σαν ήχος κηρύγματος ενός φιλελευθέρου, πολύ
φυσικός, σχεδόν ανυπόστατος. Μα είναι υστερία και είναι οδυρμός, ενός που
φοβάται όπως ο καθένας. Κι ο ουρανός, στο βροχερό μεσημέρι, πολύ βαθύς και
εξαίσιος σαν τον ωκεανό, που μόνο μέσα στην βροχή αποκαλύπτει τ’ αληθινό του
χρώμα, όταν δεν υπάρχει κανένα κυανό να δραπετεύσει από το ρούφηγμά του και
τότε οι σκάλες του λευκού, μ’ όλα τα χρώματα, χωνεύονται ωσμωτικά απ’ τον
μαιευτικό τούτο τάφο. Όμηροι μόνο γιατί αγαπήθηκαν από κάποιον που μιλούσε του
οψιδιανού την γλώσσα, σχηματισμένη μετά το ειρήνεμα των ηφαιστείων και το
καταλάγιασμα της τέφρας, θα ζήσουν μονάχα στην καταιγίδα. Το νερό, κρεμαστάρι
ανάλαφρο στα φύλλα των δέντρων, το κλωνάρι ταλαντεύεται απ’ αυτό το βάρος που
δεν έχει αγωνία, περιμένοντας χωρίς τρέλες μια ξαφνική αλλαγή της τύχης.
Αλίμονο στους νεοσσούς και στα κουτάβια, που κακομοίρικα αποθέτουν την αχρεία
πέτσα του πόνου τους σ’ ένα ράμφος ή χείλος πνιγμένο απ’ το σάλιο, πολύ ανώριμο
ακόμη να φωνάξει βοήθεια, ή σε μια μυρωδιά ασυγκρότητη που δεν κατανοείται ούτε
από τους γονείς και τους ομοίους του. Η οπτασία και τα κομμάτια της ανάγκης, να
είναι όλο κι όλο αυτό το όραμα χαρακτηρισμοί και τεχνάσματα της ομορφιάς,
φκιασίδια που δεν μπορείς να τα απολαύσεις, γιατί πιο πολύ κρύβουν παρά
αναδεικνύουν ένα πρόσωπο ή μια γενετήσια λάμψη. Είναι μια μισόγυμνη νεαρή με
γαλάζια μάτια, αγκαλιά μ’ ένα ανήλικο πρόβατο, ξαπλωμένη σε ανοιξιάτικο λιβάδι.
Πέρα από τον ανυπόκριτο Τιάν Κονγκ, η γέννηση του Πρίγκιπα μοιάζει με την
ιλιγγιώδη γουλιά μιας δρόγης δίχως αποτέλεσμα. Στειρώστε αυτό το γένος!
Στειρώστε το, είναι της καταπίεσης το γένος, της συγκατάβασης το γένος, της
μετάνοιας, της συμπόνιας, της υπομονής το γένος, είναι της λατρείας των νεκρών
το γένος, του σεβασμού, της εργασίας το γένος, είναι το γένος των φυλάκων και
των πανταχού παρόντων, πατέρων, μητέρων, αδερφών, γνωστών πάσης τάξεως, σκυλιών
εν ολίγοις, που ακολουθούν για λίγο το πόδι, μέχρι ο δρόμος να μην είναι πια
γνώριμος και να ‘ρθει η ώρα της επιστροφής. Μη για το σκύλο δεν είναι οι
άνθρωποι αδέσποτοι? Κάθε τόσο, να ένας νέος, δειλός, νευρωτικός απ’ το φόβο του
σ’ αυτό το ωραίο περιβάλλον, πάει και χώνεται σε πέτρινα κλουβιά. Κοινότυπο σάς
μοιάζει μα έτσι είναι. Ένα πείραμα ο αδέσποτός μου, για την επόμενη γενιά.
Ατιμία, γλυκιά ατιμία! Να μη με συγχωρέσουν για ό,τι έκανα, να μη μου
προφητέψουν λυτρωμούς, γιατί θα πω: η φρίκη γλίτωσε τον άνθρωπο από την
αισθητική! Δεν έχετε καμία πατρίδα, μονάχα είστε λίγο συντροφευμένοι όταν
παραδίδεστε, αγκαλιάζοντας πλατιά με τα χέρια σας τους ίδιους σας τους ώμους,
όπου η μέρα πέφτει και βγαίνει μια άλλη, νέα ή παλιά, αυτή η τόσο μακρινή
σημασία, πιστός κι όχι κομματιασμένος, εδώ μα κι όχι μόνο εδώ. Βρέχει ακόμα,
ώρα των τροφοδοσιών και των εκκινήσεων. Κι αν νύχτωσε, η χλαλοή είναι αιώνια σαν
τον κίνδυνο. Μα δεν υποκρίνομαι, το λέω ανοιχτά. Δεν έχω καμία γνώση σε τούτο
το κεφάλι. Λοιπόν, παραχωρώ τα πάντα, ακόμη και τις φιλοδοξίες μου, σ’ αυτούς
που ξέρουν κι ‘ναι λιγάκι ικανοί να μας προσφέρουν καλά και σοβαρά έργα. Είναι
η διαφθορά, που πλέει κι αυτή στην ποδιά της καρτερίας, μαζί με τον άρτο, το
θέαμα, τα κοντάκια, τους επικήδειους λόγους. Είστε αηδιασμένοι κι εγώ είμαι
άλαλος. Είναι ανοιχτά τα μάτια μας, είναι καταραμένα τα σχέδιά μας.
Αισθανόμαστε πικροί κι άπραγοι, πως σ’ όλους μας κοινή είναι η δυσαρέσκεια, κι
από το τεντωμένο άκρο της πάει κι αυτή να γίνει κάτι σαν άλλη ευχαριστία, όπως
από τον πολύ θάνατο φτάσαμε να μιλάμε γι’ άλλη ζωή. Βρέχει! Βρέχει εδώ στον
μικρούλη λόφο, ένα νήμα απ’ όλα όσα υπήρξαμε. Βρέχει και είμαι στο έρκος του
πετσιού μου προστατευμένος απ’ την ελονοσία. Η λάσπη έκανε βάλτο τον κήπο μου,
τα κουνούπια απόψε θα ορμήσουν σε πολύ πλαδαρό αίμα, αλλά εγώ έχω το κόλπο να
δαγκώνω τη γλώσσα. Τιάν Κονγκ, ωραίε μου Τιάν Κονγκ, ακυρίευτε που δεν έχεις
καμιά φαγούρα να σε πιστέψω! Έι, η Τιάν Κονγκ, η παρθένα μοιάζει παρθένα από
παντού, μα μόνο μια αληθινή κυρία αφήνει πίσω της την μεγάλη αγιοσύνη του
μυστηρίου. Αυτή είναι η αθωότητα που αναγνωρίζω, η μόνη υπαρκτή αθωότητα. Αθώος
είναι όποιος κάνει τ’ οτιδήποτε, χωρίς να ξέρει αν θεωρείται καλό ή κακό. Τι
πιο θεάρεστο από έναν φόνο και τι πιο κατάπτυστο από έναν φόνο που έγινε μόνο
να δοκιμάσει ο δολοφόνος αυτό που ονομάζουνε «κακό»? Ας πράξουμε για την πράξη,
όχι για την κόντρα, γιατί οι καταπιεστές γνωρίζουν πως η καταπίεσή τους είναι
μία η θέσπιση του νόμου και μία η διάδοση του παρανόμου. Ποιος είναι πιο
φυλακισμένος, από αυτόν που έχει τον φόβο του λάθους να τον ακολουθεί σ’ όλον
του τον βίο? Ό,τι δεν μπορούμε να κάνουμε ας μην το μισούμε κι ό,τι μπορούμε να
κάνουμε ας μην το χαραμίζουμε στην υπερβολή. Τα καθάρματα, το ξέρουν καλά αυτό.
Τι ομορφιά, σου λέει, τι ομορφιά! Μα είναι η απόγνωση, καθυστερημένε, μα είναι
η απόγνωση! Καβαλικεύει αυτόν τον παλμό με μια φλόγα, γονατίζει κωλογαμημένη
προσκυνήτρια σ’ έναν τόπο άγιο τάχα μου τάχα μου, ξεφυτρώνει παντού, στην
φαντασία, στους τραχείς πόρους του ερωτευμένου, στο ρόδινο χνούδι της πλάτης
του βρέφους, στα σκατά, στο κούφιο δόντι, στη λευκή γιρλάντα της απλυσιάς μιας
βδομάδας στα ούλα, στο αλίμονο του ενός, στο δόξα σοι του άλλου. Χύνεται το
καθυστέρημά σας, σταγόνα την σταγόνα. Μ’ εξουσιάζει αυτό το πράγμα και μπορώ να
τρελαθώ. Είμαι γεμάτος από εξουσίες και ζητώ συνέχεια κι άλλες εξουσίες,
εξουσίες, μονάχα εξουσίες. Δεν μου αρέσουν, αλλά δεν μπορώ ν’ αναπνεύσω δίχως
εξουσίες. Εμπιστεύομαι την εντιμότητα, αυτό είναι το μόνο που γνωρίζω κι αυτό
θα κάνω. Τι να συμβαίνει λοιπόν, είμαι εδώ μέρες και νύχτες και τα πράγματα δεν
λένε ν’ αλλάξουν. Μα είναι Μάης, λοιπόν, κύριέ μου, είναι άνοιξη, είναι μι’
ανάσα μπροστά από το καλοκαίρι, φέρε λοιπόν λίγο ήλιο, καύσωνα ποταπό,
γάγγραινα σε χτύπο του ρολογιού. Αυτός ο ζόφος είναι κακός οιωνός, η ωραιότητά
του είναι μία ανάστροφη ευλογία, μία κατάρα με παραδείσια χροιά. Μέρες και
νύχτες άγρυπνος, πόσο ν’ αντέξει ο άνθρωπος χωρίς ύπνο? Έχω τόση κίνηση μέσα
μου μα και τόση λύπη, είμαι ένας τρελός που δεν ανοιγοκλείνει τα μάτια του κι
ούτε ονειρεύεται. Τα τσίνορά μου ξαναβλασταίνουν στην κάτω γνάθο, οι
κωλοτρυπίδες των ματιών μου σφίγγονται και χαλαρώνουν τραβηγμένες στον ομφαλό.
Θέλω λίγη ξεκούραση ή λίγη καθαρότητα. Θ’ αναστηθείτε ξανά μέσα απ’ το αίμα
μου. Ο οίκτος μου και η οργή μου γονατίζουν ιπποτικά, είμαι αποφασισμένος να
σας φιλήσω τα χέρια. Λυπηθείτε αυτήν την γελασμένη περιφρόνηση, θαυμάστε αυτήν
την παρανοημένη ειδωλολατρία. Γενάρχες της νέας πανδημίας π’ ούτε ακόμη την
υποψιάζονται τα πλήθη, μα και γνήσιοι θεραπευτές, δίνουμε από τις χούφτες μας
παγωμένο νερό στο στόμα ενός πεθαμένου. Τόσο μάταιο, τόσο ανέλπιδο! Μόνο στα
βράδια σαν αυτό, που δεν ακούγεται άλλο από την βροχή στους δρόμους, ένα
μαραμένο πόδι πελιδνό κρύβει το άγλωσσο τραγούδι του, για μία δίψα που
αγαπήθηκε κι η έρημός της τη νίκησε χίλιες φορές.