Mostrando postagens com marcador Pietro Aretino. Mostrar todas as postagens
Mostrando postagens com marcador Pietro Aretino. Mostrar todas as postagens

ΠΙΕΤΡΟ ΑΡΕΤΙΝΟ [ΕΠΙΣΤΟΛΗ ΣΤΟΝ ΜΙΧΑΗΛ ΑΓΓΕΛΟ]


ΣΤΟΝ ΘΕΪΚΟ ΜΙΚΕΛΑΝΤΖΕΛΟ
 
 
Σεβαστέ κύριε, όπως είναι ντροπή για το ποιόν και αμαρτία για την ψυχή να μη μνημονεύεται ο Θεός, έτσι είναι και καταδίκη για την αρετή και όνειδος για την κριτική ικανότητα οποιουδήποτε κατέχει και αρετή και κρίση να μην εκτιμάει εσάς – αφού σ’ εσάς το μεγαλείο βρίσκει τον στόχο του και τ’ άστρα, ανταγωνιζόμενα το ένα τ’ άλλο σε υπόληψη, ρίχνουν όλα τα βέλη της χάρης τους πάνω σας. Αφού στα χέρια σας ζει η απόκρυφη ιδέα μιας καινής φύσης, που δεν είναι παρά η δυσκολία της ακραίας ακολουθίας (η υψηλότερη επιστήμη στην αντίληψη της εικόνας), στην περίπτωσή σας, με τους δικούς σας χειρισμούς, είναι τόσο εύκολο να ξεπεραστεί αυτό, που φτάνετε στο ζενίθ της τέχνης πράγματα που η ίδια η τέχνη ομολογεί ότι είναι αδύνατον να φτάσουν την τελειότητα, επειδή η ακρότητα της ακολουθίας, όπως ξέρετε, πρέπει να περιλαμβάνει τον εαυτό της – αλλά εσείς φέρνετε εις πέρας έναν τέτοιο στόχο, που αποδεικνύετε το αναπόδεικτο, δίνοντάς μας μια υπόσχεση των πραγμάτων όπως είναι η υπόσχεση των φιγούρων της Καπέλα, που προτιμάς να τις ζυγιάζεις μάλλον παρά να τις θαυμάζεις. Έτσι κι εγώ –που, είτε κρίνοντάς τα θετικά είτε αρνητικά, έδωσα την τελική ώθηση σε προτερήματα ή ελαττώματα άλλων– προκειμένου να μην μετατρέψω στο απόλυτο τίποτα αυτό το λίγο που είμαι, σας χαιρετίζω. Όχι πως θα ’πρεπε να βιάζομαι, αν τ’ όνομά μου, που είναι αποδεκτό στ’ αυτιά κάθε λογής άρχοντα, δεν είχε ήδη αρκούντως αδικηθεί από διάφορες προσβολές. Είναι όμως φρόνιμο εσάς να σας φέρομαι με τόσο σεβασμό, δεδομένου ότι ο κόσμος έχει πολλούς βασιλείς, αλλά μόνο έναν Μικελάντζελο. Είναι στ’ αλήθεια ένα θαύμα που η φύση δεν είναι ικανή να φτιάξει κάτι τόσο σπουδαίο που εσείς, με τα εργαλεία σας, να μην μπορείτε να αποτυπώσετε στα έργα σας, το μεγαλείο των οποίων δείχνει την απέραντη δύναμη του τρόπου σας και του καλεμιού σας, ώστε αυτός που έχει δει εσάς να μην ανησυχεί αν δεν έχει δει τον Φειδία, τον Απελλή ή τον Βιτρούβιο, αφού οι διάνοιές τους δεν ήταν παρά η σκιά της δικής σας. Είμαι της γνώμης πως είμαστε τυχεροί όσον αφορά τον Παρράσιο και άλλους αρχαίους ζωγράφους που ο χρόνος δε διατήρησε τα έργα τους για να τα βλέπουμε μέχρι σήμερα. Επειδή εμείς, χρωστώντας στην Ιστορία που διαλαλεί τα προτερήματά τους, παραβλέπουμε να σας επιβραβεύσουμε με εκείνο το φοινικόφυλλο το οποίο εκείνοι θα έδιναν σ’ εσάς, προσφωνώντας σας τον έναν και μοναδικό γλύπτη, τον έναν και μοναδικό ζωγράφο, τον έναν και μοναδικό αρχιτέκτονα, αν μπορούσαν να σας κρίνουν με τα δικά μας μάτια. Αλλά αφού είναι πράγματι έτσι, γιατί να μην είστε ικανοποιημένος με τη δόξα που έχετε κατακτήσει; Μου φαίνεται ότι θα έπρεπε να ήταν αρκετό για σας το ότι έχετε ξεπεράσει όλους τους άλλους με τις μεθόδους σας. Αλλά γνωρίζω ότι μ’ αυτό το Τέλος του Κόσμου, το οποίο παρουσιάζετε φυλακισμένο σ’ έναν πίνακα ζωγραφικής, πιστεύετε πως ξεπερνάτε τη Δημιουργία του Κόσμου, την οποία έχετε ήδη ζωγραφίσει, έτσι που οι πίνακές σας, ηττημένοι από πίνακες, ίσως σας οδηγήσουν στον θρίαμβο επί του εαυτού σας. Αλλά και ποιος δεν θα ήταν τρομοκρατημένος στην ιδέα να θέσει το πινέλο του μπρος σ’ ένα τόσο φοβερό θέμα; Βλέπω τον Αντίχριστο στο κέντρο του όχλου, με μια έκφραση που μόνο εσείς θα μπορούσατε να είχατε συλλάβει. Βλέπω τον φόβο στα πρόσωπα των ζωντανών. Βλέπω τα σημάδια του αφανισμού που δίνουν ο ήλιος, το φεγγάρι και τ’ αστέρια. Βλέπω το πνεύμα να τρέμει σαν να ’ταν από φωτιά, αέρα, γη και νερό. Βλέπω τη φύση τρομοκρατημένη, να οπισθοχωρεί στέρφα προς τα ερείπιά της. Βλέπω τον χρόνο σκελετωμένο και καταβεβλημένο, έχοντας έρθει στο τέλος της βασιλείας του, να κάθεται σ’ ετοιμόρροπο θρόνο. Κι ενόσω οι τρομπέτες των αγγέλων σείουν κάθε καρδιά και στήθος, βλέπω τη Ζωή και τον Θάνατο καταθλιμμένους από μια τρομακτική σύγχυση, η μια κουρασμένη απ’ το ξύπνημα των νεκρών, ο άλλος σ’ ετοιμότητα για την κάθοδο των ζωντανών. Βλέπω την Ελπίδα και την Απελπισία να καθοδηγούν τις στρατιές των ενάρετων η μια και τους συρφετούς των κολασμένων η άλλη. Βλέπω το θέατρο των σύννεφων βαμμένο με τις αχτίδες αυτού που έρχεται από τις αγνές φωτιές των ουρανών, στις οποίες, μαζί με τον στρατό του, είναι καθισμένος ο Χριστός, ζωσμένος με μεγαλείο και τρόμο. Βλέπω τη λάμψη του προσώπου Του και το σπινθηροβόλημα εκείνων των φλογών του φωτός, των χαρούμενων και φοβερών, που γεμίζουν τους καλούς με αγαλλίαση και τους κακούς με φόβο. Και στο ενδιάμεσο, βλέπω τους διακόνους της κόλασης με τις φρικτές μορφές τους που, με την έπαρση των μαρτύρων και των αγίων, χλευάζουν τους Καίσαρες και τους Αλέξανδρους, γιατί άλλο να ’χεις κατακτήσει τον κόσμο ολάκερο κι άλλο να ’χεις κατακτήσει τον εαυτό σου. Βλέπω τη Φήμη, με τα διαδήματά της και τους φοίνικες κάτω από τα πόδια της, να πέφτει κάτω απ’ τους τροχούς των ίδιων της των αρμάτων. Κι επιτέλους, βλέπω να βγαίνει από το στόμα του Υιού του Θεού η έσχατη κρίση. Τη βλέπω με τη μορφή δύο βελών, το ένα φέρνοντας σωτηρία, το άλλο κολασμό, που, καθώς τα παρατηρώ να πέφτουν, ακούω τη μανιασμένη σύγκρουση με τον μηχανισμό των στοιχείων, με τρομερούς κεραυνούς ν’ ανατρέπουν και να διαλύουν τα πάντα. Βλέπω το φως του παραδείσου και τα καμίνια της κόλασης, που σκίζουν τις σκιές που πέφτουν στο πρόσωπο της ατμόσφαιρας. Είμαι τόσο συγκινημένος από τις σκέψεις τις οποίες μου εμπνέει η εικόνα των ερειπίων της έσχατης ημέρας, που πιάνω τον εαυτό μου να μονολογεί: «Αν φοβάσαι και τρέμεις στη θέα του Μπουοναρότι, πόσο θα φοβάσαι και θα τρέμεις όταν θα πας να κριθείς από Αυτόν που είναι ο κριτής σου;» Αλλά δεν πιστεύει και η κυριότητά σας ότι πρέπει να σπάσω τον όρκο που έχω κάνει ώστε να μην αντικρίσω ξανά τη Ρώμη, έχοντας ν’ αντικρίσω μια Ιστορία σαν αυτήν; Καλύτερα να γίνω ψεύτης παρά να προσβάλω την αρετή σας, η οποία ελπίζω να καλοδεχτεί την επιθυμία μου να την κάνω γνωστή σε όλους.

 

Βενετία, 16 Σεπτεμβρίου 1537

 

 


 
μετάφραση : αγγελική κορρέ

 

Πιέτρο Αρετίνο, Ακόλαστα Σονέτα, Σονέτο I., βιβλίο πρώτο


Ψυχή μου, ας γαμηθούμε, ας γαμηθούμε τώρα
Μια και για να γαμιόμαστε έχουμε όλοι γεννηθεί
Όπως τον πούτσο μου αγαπάς, έτσι αγαπάω το μουνί
Γιατί χωρίς αυτά θα ’ταν ο κόσμος για το πέος.
 
Κι αν μετά θάνατον μας πρέπει να γαμούμε, ευθέως
Το λέω: κι εκεί γαμάτε, μες στους πεθαμένους
Ως και την Εύα, τον Αδάμ, τους αδικοχαμένους
Που ’τανε η θανή τους ψυχοφθόρα.
 
Κι άμα τα μούτρα αυτά –ισχύει μαθέ–
Το φρούτο το ύπουλο δεν είχανε τρυγήσει
Καύλα καμιά δε θα τους είχε βρει ποτέ.

Μ’ άσε τα λόγια τα κενά και μέχρι την καρδιά
Τον πούτσο μπήξε, ώς την ψυχή μου να λιανίσει
Π’ απά στον πούτσο αυτόν γεννιέται και ψοφά.

Κι αν είναι δυνατό,
Ούτε τ’ αρχίδια έξω απ’ το μουνί να μη μ’ αφήσεις –
Μάρτυρες να ’ναι στο ηδονικό μου ριζικό.




μτφ. α.κ.

[να γίνεις ένας γλύπτης αισθήσεων, όχι ένας μινιατουρίστας λεξικών]

Πιέτρο Αρετίνο, μια επιστολή από τον α' τόμο
 

 
ΣΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΝΙΚΟΛΟ ΦΡΑΝΚΟ
 
Να πηγαίνεις από το μονοπάτι που σου δείχνει η Φύση στη μελέτη σου, αν θες τα γραφτά σου ν’ απελευθερωθούν απ’ τις σελίδες όπου ‘ναι γραμμένα, και να γελάς μ’ αυτούς που κλέβουν λιμοκτονούσες λέξεις, γιατί υπάρχει μεγάλη διαφορά μεταξύ των μιμητών και των κλεφτών, κι αυτοί οι τελευταίοι είναι που αναθεματίζω. Οι κηπουροί κατσαδιάζουν αυτούς που ποδοπατούν τα βότανα για να πάρουν τα καρυκεύματά τους και όχι αυτούς που τα εκριζώνουνε απαλά, ενώ ξινίζουν τα μούτρα τους μ’ αυτούς που σπάνε τα κλαδιά προκειμένου να πάρουν το φρούτο που θέλουν και όχι μ’ αυτούς που παίρνουν δυο τρία δαμάσκηνα κουνώντας ίσα ίσα τα κλωνάρια. Σε διαβεβαιώνω ότι, πλην ελαχίστων εξαιρέσεων, όλοι τείνουν προς την κλοπή παρά προς τη μίμηση. Πες μου, δεν είναι ο κλέφτης που μεταποιεί ένα ρούχο που έκλεψε ώστε να μπορεί να το φορά χωρίς να γίνει αντιληπτός από τον ιδιοκτήτη του πιο ευφυής από εκείνον που, ανίκανος να καμουφλάρει την κλοπή του, πιάνεται στα πράσα; Άκουσες τις προάλλες, που η Γκράτσια μας διάβαζε τον σπουδαίο διάλογο του θεϊκού Σπερόνε, μια παρατήρηση από το ευφραδές στόμα του Φορτούνιό μου σχετικά με την πλατωνική σκέψη που την είχε μιμηθεί σε κάθε τι – και το είπε αυτό επειδή περπατούσε με τα βήματα αυτών που υπηρετούσε. Κοίτα κι αυτό: η γκουβερνάντα ανατρέφει το βρέφος που φροντίζει, πιάνοντας τα πόδια του και μαθαίνοντάς το να περπατά, βάζοντας το χαμόγελό της στα μάτια του, τις λέξεις της στη γλώσσα του, τους τρόπους της στις κινήσεις του, έως ότου η Φύση, ενόσω αυτό μεγαλώνει, το εξασκεί στο να έχει τους δικούς του τρόπους. Κι αυτό, βήμα βήμα, έχοντας μάθει να τρώει, να περπατά και να μιλά, διαμορφώνει μια συμπεριφορά νέων συνηθειών, κι εγκαταλείποντας την αγκαλιά της γκουβερνάντας, ξεκινά να διαχειρίζεται τις δικές του γενετήσιες συνήθειες. Κι έτσι συμβαίνει μ’ όλα τα ζωντανά πλάσματα ∙ εμμένουμε τόσο στην πρωταρχική μας εκπαίδευση όσο και τα πουλιά που κάθονται να διδαχτούν από τον πατέρα και τη μάνα απ’ τους οποίους θα πετάξουν μακριά. Έτσι πρέπει να πράττει καθένας που αξίζει τον τίτλο του ποιητή, και, παίρνοντας μόνο πνευματική έμπνευση, ν’ αναδύεται με μι’ αρμονία πλασμένη από τα δικά του κατάλληλα εργαλεία. Επειδή τ’ αυτιά του κόσμου είναι χορτάτα απ’ τα «το αναγκαίο είναι…» κι απ’ τα «από την άλλη πλευρά…», και η θέα αυτών των δυο μες στα βιβλία μάς κάνει να γελάμε όπως θα γελούσαμε και μ’ έναν ιππότη που θα εμφανιζόταν στην πλατεία φορώντας όλη του την πανοπλία, με τα χρυσά πλουμίδια και το ακαδημαϊκό του καπελάκι, και θα λέγαμε πως είτε τρελός είναι είτε μασκαράς. Κι όμως, κάποτε έτσι ντύνονταν ο Δούκας Μπόρσο και ο Μπαρτολομέο Κολιόνι. Σε τι χρησιμεύουν αυτά τα συγκεχυμένα χρώματα με τα οποία βάφονται τούτες οι άτακτες συστάδες χωρίς προσχέδιο; Το μεγαλείο τους έγκειται στην εκτεταμένη χρήση τους από τον Μιχαήλ Άγγελο, που διαχειριζόταν με τόση ένταση τη φύση και την τέχνη, που δεν ξεχωρίζεις ποιος είναι ο δάσκαλος και ποιος ο μαθητής. Κάποιος μπορεί να του παράγγελνε, εφόσον είναι καλός ζωγράφος, να φτιάξει ένα αντίγραφο ενός κομματιού βελούδου ή της αγκράφας μιας ζώνης! «Η αλήθεια βρίσκεται στους μωρούς» είπε ο Τζιοβάνι ντα Ούντινε σε κάποιους ανθρώπους που έμεναν ενεοί μπρος στα θαυμαστά γκροτέσκα στη Στοά του Λέοντος και στον αμπελώνα του Κλήμεντος. Και, για του λόγου το αληθές, τον Πετράρχη και τον Βοκάκιο τους μιμούνται αυτοί που εκφράζουν τις ιδέες τους με την ίδια αβρότητα και την ίδια φινέτσα που ο Πετράρχης και ο Βοκάκιος εκφράζουν τις δικές τους, κι όχι αυτοί πους τους κατακλέβουν, όχι στα «συνεπώς» και στα «κατόπιν» τους, στα «συνήθως» τους και στα «απλά» τους, αλλά στην ποίηση που βρίσκεται εντός τους. Και, όταν υπάρχει ο διάβολος που τυφλώνει τόσο ύπουλα, υποχρεώνοντάς μας να μοιάσουμε του Βιργιλίου, που έκλεψε απ’ τον Όμηρο, ή του Σανατσάρο, που έκλεψε απ’ τον Βιργίλιο, η αμαρτία μάς συγχωρείται. Αλλά το σκατόαιμα των σχολαστικών που θέλουν να ποιητίζουν τρέφεται από τη μίμηση, κι ενόσω διατυμπανίζουν τα ψωρόεργά τους, παραχαράσσουν το προσωπικό ύφος και το διακοσμούν με χτικιάρικες λέξεις, όπως το θέλει η πεπατημένη. Ω τυχάρπαστο πλήθος, σ’το λέω και θα σ’το πω ξανά και ξανά, η ποίηση είναι ένα καπρίτσιο της Φύσης πάνω στα κέφια της – δεν έχει ανάγκη τίποτα παρά την ολόδική της μανία, ενώ, δίχως το ποιητικό τραγούδι, γίνεται ένα άηχο κύμβαλο, ένα καμπαναριό χωρίς καμπάνα. Γι’ αυτόν το λόγο, αυτός που πάει να δημιουργήσει χωρίς να γδύσει τη Χάρη απ’ τα φασκιώματά της δεν είναι τίποτα παρά μια χούφτα κρύο κουρκούτι. Οποιοσδήποτε αμφιβάλει μπορεί να τα ξεκαθαρίσει μέσα του με το εξής: οι αλχημιστές, που δούλεψαν μ’ όποια μαραφέτια μπορούσε να φανταστεί η τέχνη της υπομονετικής πλεονεξίας τους, δεν κατάφεραν ποτέ να φτιάξουν χρυσάφι, αλλά μάλλον μια καλή απομίμηση. Ενώ η φύση, χωρίς να σκοτίζεται για το παραμικρό σ’ αυτόν τον κόσμο, παράγει χρυσάφι εκλεκτό και καθαρό. Κράτα τα αυτά που θα σου πω για έναν σοφό ζωγράφο που, όταν ρωτήθηκε για το ποιον μιμήθηκε, έδειξε με το δάχτυλό του ένα μικρό πλήθος ανθρώπων, υπονοώντας ότι από τη ζωή κι απ’ την αλήθεια αντλούσε τα παραδείγματά του, όπως κάνω εγώ όταν μιλάω και γράφω. Η ίδια η Φύση, καθώς κι η απλότητα, η θεραπαινίδα της, μου δίνουν αυτό που χρησιμοποιώ για τις δημιουργίες μου, και η ίδια μου η πατρίδα λύνει τους κόμπους της γλώσσας μου όταν πάει από πρόληψη να μπερδευτεί σε ξένες φλυαρίες. Κοντολογίς, καθένας που λερώνει χαρτιά μπορεί να χρησιμοποιήσει τα ρητορικά του ερωτήματα και την πονηριά του, αντί της δουλειάς και της υπομονής. Αλλά εσύ ασχολείσαι με τα νεύρα κι αφήνεις το δέρμα στους βυρσοδέψες, που κάθονται εκεί και ζητιανεύουν ψίχουλα φήμης με το ταλέντο ενός ληστή, κι όχι ενός πεπαιδευμένου ανθρώπου, όπως είσαι εσύ. Είναι αλήθεια ότι μιμούμαι τον εαυτό μου, εφόσον η Φύση σαν σύντροφος είναι μεγάλος μπελάς, και η τέχνη μου ‘γινε τσιμπούρι από ανάγκη. Το λοιπόν, σε συμβουλεύω να κοπιάσεις και να γίνεις ένας γλύπτης αισθήσεων, όχι ένας μινιατουρίστας λεξικών.

Βενετία, 25 Ιουνίου 1537
 
 
μτφρ α.κ.
 
πίνακας: Πίτερ Μπρέγκελ, λεπτομέρεια από τον "Θρίαμβο του Θανάτου"
 


Πιέτρο Αρετίνο, μια επιστολή


ΠΡΟΣ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΤΖΙΟΒΑΝΜΠΑΤΙΣΤΑ ΝΤΡΑΓΚΟΝΖΙΝΟ

 

Η Μούσα δίνει αθανασία, αλλά δε δίνει φαΐ και ρούχα.

 

Καλέ μου άνθρωπε, το σονέτο που, με τη γνωστή ευθύτητα και το φιλάνθρωπο μυαλό σου, άντλησες από τη διάνοιά σου για χάρη μου, το διάβασα μ’ ευχαρίστηση και το φύλαξα με σύνεση, επειδή η καρδιά μου εκτιμάει το καλό που έκανες επιθυμώντας να με τιμήσεις, όπως και τους άξιους στίχους με τους οποίους ήδη με τίμησες. Λυπάμαι που δεν είμαι κάνας πρώτος σ’ ευρωστία ή τιμές, επειδή αυτό με εμποδίζει να σε ξεπληρώσω σ’ οτιδήποτε παρά σ’ αισιόδοξα λόγια. Οι Μούσες έχουν ανάγκη από χρήματα, κι όχι από κομψές ευχαριστίες ή παχιές προσφορές. Στα σίγουρα, αν τούτες οι φτωχές είχαν σταυρώσει τον Χριστό, δε θα ‘χαν καταδιωχθεί τόσο από τη φτώχεια. Ο φίλος μου ο αξιότιμος Αμβρόσιος του Μιλάνου, όταν είδε έναν γνωστό του να φοράει μόνο μια κάπα για ρούχο, τον έδειξε με το δάχτυλό του και είπε: «Αυτός θα ‘πρεπε να ‘ναι ποιητής». Για όνομα του Θεού, δεν πρέπει ν’ αφήνουμε τη βαναυσότητα της μοίρας να μας απελπίζει, μιας κι ‘ναι ωραίο πράγμα να βγάζεις τ’ όνομα προς πώληση στα πανηγύρια, ακούγοντάς το παράλληλα να τραγουδάει στην τράπεζα, αποκηρύσσοντας την πεποίθηση του Θανάτου, που θα ομολογήσει ότι δεν είναι όλοι οι ποιητές κρέας για τα δόντια τους – παρόλο που κάνουν ωραίο γεύμα, ζεστό ή κρύο. Μα τον Θεό,  αυτή η ανάγκη, η δολοφονική ανάγκη, είναι σαν τη φύση των πριγκίπων, αφού αντλεί ευχαρίστηση στο να τους βλέπει να υποφέρουν τη ζωή στο τηγάνι της κακουχίας, δίνοντάς τους να φάνε για πικάντικα και για ξινά τα περιττώματα της δόξας, όταν ένα «ενθάδε κείται ο τάδε» κάνει τη μάζα να ‘ρχεται τρέχοντας στον τύμβο τους. Το συμπέρασμα λοιπόν είναι ότι θα δούμε άσπρη μέρα στον άλλο κόσμο, ζώντας σ’ αυτόν εδώ με βιάση. Κι έτσι, όποιος θέλει να προχωρήσει γυμνός και ανυπόδητος, ας μεταμορφώσει τον εαυτό του από άνθρωπο σε χαμαιλέοντα και ας γίνει ριμαδόρος. Μα, για να τελέψουμε με τις φλυαρίες,

 

Στις υπηρεσίες σου, όπως ήμουν πάντα κι όπως πάντα θα είμαι.

 

Βενετία, 24 Νοεμβρίου 1537
 
 
 
μτφρ. α.κ.