ΜΑΔΙΑΜ




Πολλά απ’ αυτά που αισθάνονται οι θάνατοι των ημερών όταν παρασύρουν
Ένα κορμί στα τραύματα των παλαιών, είναι ευγενείς πόθοι του χρέους
Γιατί το Κακό ανασύρουν τα πάντα από το τίποτα κι όταν λιμνάζει ο έρωτας
Σαν το αίμα, μόνο ο εξιλασμός και η απαλλαγή δι’ ευθανασίας δεν ζητείται

Ένα αντικείμενο, αισθαντικής αν όχι συναισθηματικής αξίας, που ανασύρεται
Απ’ το συρτάρι των αχρήστων που κρατούνται ηθελημένα έχοντας την ελπίδα μνήμης,
Φέρει ακόμη το άρωμά του. Από τι φθαρτό και λυπηρό υλικό που ‘ναι φτιαγμένο
Κι όμως πόσον όλεθρο προκαλεί η ευωδία του τα βράδια που ένα άοσμον έαρ
Καθησυχάζει τα ονείρατα και πιστεύεται πως αναίμακτα θα ρεύσουν οι ώρες

Ψυχρός κυλάει ο χρόνος μα η υπόμνηση κάποιων πληγών πυρώνει ταχίστως,
Αν εξαπολυθεί απροσδόκητα, τη σινδόνα του νεκρού στη ταφική κλίνη της κάμαρας
Κι όλη τη νύχτα ελαύνει ο πυρετός στους ιστούς της σάρκας που αναλίσκεται
Από τη νοσηρή βαρβαρότητα της νοσταλγίας





© Αγγελική Κορρέ