ΝΑ ΘΥΜΟΥΝΤΑΙ ΤΟ ΘΑΝΑΤΟ




Ο θάνατός μου είναι καρπός κρεμασμένος σε όρχεις δημίων
Συγκρούομαι με τον κτηνώδη οίστρο της δολοφονίας
Ηδονιζόμενη σαν το ζώο την εποχή της αναπαραγωγής ενός τίποτα

Άνθρωπος χωρίς πίστη είναι ένας άνθρωπος νεκρός, υποθέτουν,
Κι έχω εγκαταλείψει τα εγκόσμια θρησκεύματα που σέρνουν την απήνη
Της ισχύος, από τα ανυπότακτα χρόνια της ήβης όπου είν’ εύλογο
Μες στα επιβληθέντα να εμβάλλεται ο μαρασμός των προσωπικοτήτων

Πλέον καμίας οντότητας, έμψυχης ή άψυχης, δεν είμαι κτήτορας
Τα κλειδιά των κοινωνιών έχουν παραπέσει σε κάποια χέρια υπόγεια
Κι όσο η σάρκα μου δεν υφίσταται κάτω από τα ηλιακά σπάργανα
Άλλο τόσο μειωμένη είναι η τιμή της εισόδου μου, ψυχή τε και σώματι,
Στις τρυφηλές αποχετεύσεις των κάθιδρων πόλεων

Σαφώς κάθιδρων, απ’ την ταχύτητα των πενιχρών ημερών που κυλούνε
Με την ορμή του σπέρματος από τα μόρια της ίδιας της ωραιότητας
Όπως εκείνη έχει πλαστογραφηθεί για να μην είναι πασιφανής η δυσμορφία
Των πτοούμενων παρθένων που στη νεκροφιλία έχει ανατεθεί η κηδεμονία τους

Η θλίψη είναι ερωτική και πρόσχαρη, την περιβάλει η εσθήτα του διηνεκούς
Ποθητή από όλους ποτέ δεν παύει να ελέγχει με φιλαυτία την όψη της
Στους ραγισμένους από την παραπληγία των άλλων καθρέφτες του εγερτηρίου

Κάθε πρωινό τον ίδιο θάνατο αντικατοπτρίζουν οι κενές κόγχες
Για τις οποίες έχει από καιρό σημειωθεί στο απουσιολόγιο των αισθημάτων
Το βλέμμα, ότι η όραση υποκλέπτει αφήνοντας να διαχέεται διφορούμενο
Για το αν είναι άραγε υπαρκτό ή αν μια νέα ψευδαίσθηση γεννούν οι ροές
Του οινοπνεύματος μέσα στο λιγοστό αίμα ενός σώματος όλο θλάσματα

Αλλά η ίδια της η επιθυμία έχει αποκλείσει την αντίστροφη γένεση
Κι όσο λατρεύεται το τέλος αναίτια άλλο τόσο θα μας τιμωρεί η αθανασία



© Αγγελική Κορρέ