ΩΔΗ ΕΙΣ ΑΥΤΟΝ ΠΟΥ ΔΙΑΒΑΛΛΕΙ
Νύχτωσε κι έτσι κατάφορτη η ψυχή
Στου σκοταδιού πάλι σκιρτά το φόβο
Όποιου την κίνηση γροικώ μ’ ανησυχεί
Μέσα στων παραισθήσεων το στρόβο
Κάποιου αν ακούσει ζώου τη φωνή
Αμέσως σφίγγεται γερά η καρδιά μου
Και μοιάζει την αντοχή μου να φθονεί
Ακόμη και το θρόισμα του καλάμου
Μία σκιά κάπου εντός του δωματίου
Είναι αρκετή ώστε ψυχρός να έρθει ιδρώς
Με την μορφή ενός παράφορου ενωτίου
Για να στολίσει την ασχήμια της νυκτός
Να πως την γαλήνη του εύκολα θα χάσει
Αυτός που στων δαιμόνων το ιερό έχει μονάσει
α.κ.
σημ. : λίγο παλιό, λίγο χαζό, αλλά τρώγεται.
Α ρε Διάολε, Διάολε... μου σπας τα νεύρα.