Νιώθω κάπως μόνη απόψε, που η μεταμέλεια πασχίζει να κάνει το Σατανά να σωριαστεί νεκρός μπροστά στην ψυχή μου, αλλά η ψυχή ξαπλώνει μαζί του, στο στειρωμένο χώμα των πεθαμένων. Οι δυο τους είναι ξαπλωμένοι στη γη και αφουγκράζονται τους ήχους του υπεδάφους. Μερικά μέτρα κάτω από την επιφάνεια, οι παλιοί νεκροί ψιθυρίζουν την πλήξη τους. Τι θα γινόταν αν ανταλλάζαμε τις θέσεις μας? Να φέρναμε δηλαδή τα πτώματα πάνω στη γη και όλοι οι ζωντανοί να μετοικούσαν κάτω από το χώμα. Πανωλεθρία, θα καταστρέφαμε ακόμα και την κόλαση. Τουλάχιστον όμως οι νεκροί θα εξυγίαιναν τον κόσμο. Γιατί είναι όλοι μονάχοι, όπως εγώ νιώθω μονάχη απόψε. Οι μοναχικοί άνθρωποι έχουν περισσότερο αγάπη μέσα τους απ’ τους άλλους. Εκτιμούν αυτό που δεν τους χαρίστηκε, αλλά έφτυσαν αίμα για να το αποκτήσουν κι απέτυχαν. Υπάρχει ακόμα και στην κόλαση ένας πόνος. Ρώτησε κανείς το Σατανά αν έχει μετανιώσει για την αποστασία του? Κανείς. Ο Θεός τον έδιωξε αφαιρώντας του το δικαίωμα της συγχώρεσης και οι άνθρωποι τον εκμεταλλεύονται αλλά κανείς δεν αναγνωρίζει την προσφορά του στα μιασμένα τους πνεύματα. Ακόμη κι αν έχει μετανιώσει, ποτέ δε θα το μάθουμε. Θάψτε μας, μακάριοι κριτές, μέσα στο παρελθόν μας. Καυτηριάστε τα σώματά μας με τις πυρωμένες σφραγίδες αυτών που πράξαμε κάποτε. Μετανοήσαμε, ακόμη κι αν αγνοείται η μετάνοια μας. Όλα είναι μάταια, όμως θα δυστυχήσει αυτός που λησμονεί, πως όταν πεθάνει ο διάβολος, σα μάνα σκοτωμένου στρατιώτη ο θεός θα οδύρεται πάνω απ’ το κουφάρι του, μέχρι να τον σκοτώσει η μιζέρια. Δε νιώθω πια μόνη. Τα τάγματα των αδικημένων με συντροφεύουν.
*
α.κ.