*
Ο εραστής της κι ο σύζυγος μιλούσαν δίχως ο ένας να γνωρίζει την ιδιότητα του άλλου. «Εκείνη λατρεύει την ασωτία, αλλά όποτε τον ευνοεί η περίσταση εκείνος την κυνηγά με σκοπό να τη χτυπήσει έως να φθάσει λίγο πριν το θάνατο», λέει ο εραστής κι ο σύζυγος: «έχει ποτέ κινδυνεύσει να σκοτωθεί»? «Όχι, όχι. Ο σκελετός της είναι βαρύς μα τρέχει σαν το ελάφι. Αν όμως τύχει και την πιάσει, η βιαιότητά του τού επιστρέφεται με άλλους τρόπους από τη σπιρτάδα του μυαλού της», συνέχισε ο εραστής. «Λοιπόν κύριε, αν γνωρίζατε τη γυναίκα μου θα έλεγα πως είμαι εγώ αυτός ο βάρβαρος σύζυγος». «Ω, ο σύζυγος κάθε γυναίκας είναι βάρβαρος, κύριε, γιατί τι άλλο από βαρβαρότητα μπορεί να είναι η φυλάκιση της γυναίκας στην οικιακή μονοτονία και τη μονογαμία»! «Το ξέρετε πως τα λόγια σας είναι κάπως προκλητικά»?, συνέχισε ο σύζυγος κι ο εραστής τότε έβγαλε από την τσέπη του ένα μικρό μαντήλι μ’ ένα γυναικείο φίλημα αποτυπωμένο επάνω του. «Αναγνωρίζετε αυτά τα χείλη»? είπε στο σύζυγο. «Μα ναι, θα ‘ναι τα χείλη της ερωμένης σας, που δε γνωρίζω τ’ όνομά της», απάντησε αφελώς. «Τότε επιτρέψτε μου να σας συστήσω τα χείλη της συζύγου σας», είπε και πάλι ο εραστής , «αν η σύζυγός μου είχε τέτοια χείλη, δε θα την είχα ποτέ υποβιβάσει. Θα έμενε για πάντα ερωμένη μου», «η ηθική και η αγάπη υποβιβάζουν τους ανθρώπους δίχως εκείνοι να το καταλαβαίνουν, γι’ αυτό κι εγώ, υπέρμαχος της ελευθερίας, μετέτρεψα τη σύζυγό σας σε μια ερωμένη που δεν αγαπώ, αλλά εκμεταλλεύομαι, πάνω σε ένα πρόστυχο κι ανήθικο κρεβάτι. Φιλήστε το χέρι μου ταπεινά και νιώστε ευγνωμοσύνη, γιατί είμαι ο απελευθερωτής και των δυο σας». Ο σύζυγος είχε μείνει άναυδος «γιατί να θεωρήσω απελευθερωτή το δαίμονα της μοιχείας που βρώμισε το στεφάνι μου με τις ακαθαρσίες του?», «γιατί αν δεν υπήρχα εγώ -είπε, τέλος, ο εραστής- η σύζυγός σας θα ήταν μια σκλάβα πνιγμένη στο ακόμη πιο βρώμικο κι απ’ το στεφάνι χρυσάφι σας κι εσείς ένας ασυνείδητος τύραννος, πολέμιος κάθε ωραιότητας του θηλυκού γένους. Ελευθέρωσα εκείνη από την έγγαμη ταφή κι εσάς από την αμαρτία του ολοκληρωτισμού σας». Τότε, ο σύζυγος πέρασε στοργικά τα χέρια του γύρω από το λαιμό του εραστή και τον έπνιξε με κάθε ευγνωμοσύνη. «Κι εσάς ποιος θα σας λύτρωνε από τα δικά σας αμαρτήματα? Δε θα δεχόμουν ποτέ μία ανούσια θυσία, γι’ αυτό τώρα το χρέος μου το ξεπληρώνω, απαλλάσσοντάς σας από το σώμα της ανομίας. Έχετε γεια και σας ευχαριστώ. Λυτρωθήκαμε όλοι από όλους».
a.