13

Ας υφάνουμε το δόλιο ιστό της ομορφιάς, που φυλακίζει και με φριχτό τρόπο αφήνει τον κτήτορά του να σκοτώσει το τρελαμένο από τους καθρέφτες του μεταξιού του θήραμα. Μόλις τώρα, το φάντασμα με φίλησε ξανά. Πόσο όμορφος φαντάζω εγώ σε κείνη! Η ομορφιά έρχεται και δίνει στη μισητή θάλασσα του κόσμου το εκτοκύκλιό της. Με την ομορφιά πορεύεται κανείς στο σίγουρο δρόμο, ακόμη κι αν είναι δρόμος σύντομος και γεμάτος λεία πετρώματα που αντανακλούν κάθε οφθαλμαπάτη του στερεώματος, μεγαλοποιώντας τη μάλιστα τόσο, που η ίδια η φτωχή γη προικίζεται με θαύματα και ο γύψος γίνεται μαργαριτάρι και ο άνθρακας ακατέργαστο διαμάντι. Είναι ευλογία να αντιλαμβάνεσαι την ομορφιά της φύσης, των ζώων και των ενάρετων ανθρώπων. Εύχομαι να μην υπήρχε η καταραμένη αντίληψη του εαυτού εκείνου, που βρίσκει την ομορφιά σ’ αυτό που ο καλός εαυτός καταδικάζει. Όταν είμαι ο μολυσμένος άλλος, αποθέτω όλο μου το δέος στους θριάμβους του κακού. Κάτι ανάμεσα στα πρόσωπα του ημιθανούς ουρανού που συνδυάζει τον ήλιο του απογεύματος, αυτήν τη δειλή σφαίρα φτιαγμένη από σάρκα παιδιού, και την ευλύγιστη θερινή βροχή, που, αν και δεν βρίσκεται υπό την προστασία της εποχής της, φέρνει βαρβαρικά τάγματα νερού και μουσκεύει ακόμη και τα πιο περίεργα μέρη. Ένα βρώμικο, γκρίζο πουλί κατέβηκε ως τη στέγη ενός παλιού σπιτιού και ήπιε νερό. Τα πόδια του βράχηκαν, αλλά τα πουλιά δεν χρειάζονται τα πόδια για να πετάξουν, εφόσον σε κανένα δε νιώθουν την ανάγκη να τα επιδείξουν. Αν ένα πουλί αναγκαζόταν να καταπατήσει τα φτερά ενός άλλου, για να εξασφαλίσει μία θέση στον ουρανό, τότε θα έλεγα πως η αθωότητα είναι μεγάλο ψέμα, πως δεν υπήρξε ποτέ κι ο λόγος που ο κόσμος πιστεύει σ’ αυτήν είναι η απόλαυση που προσφέρει η δεισιδαιμονία. Πράγματι, η δεισιδαιμονία προσφέρει εξαίσιες απολαύσεις. Παράλειψε να πεις στο μικρό παιδί ένα παραμύθι και δημιούργησε έναν άνθρωπο άψυχο, ένα μελλοντικό ενήλικα υποταγμένο σε κάθε αντιληπτή από τον ανθρώπινο νου μορφή του θανάτου. Εκείνο το απόγευμα αναλογιζόμουν την απλή ομορφιά. Είδα μία γυναίκα βαρύθυμη, σέρνοντας, με τις άκρες του χυδαία δεμένες στους ώμους της, ένα μακρύ πέπλο κεντημένο με κάθε θλίψη και δυστυχία, με τύψεις, με ερωτήματα, με απέχθεια, με μίσος, παραίτηση και μελαγχολία. Πλάγιασε στο κρεβάτι της, σκεπάστηκε ελαφρά μ’ ένα σεντόνι κι αγκάλιασε σφιχτά ένα από τα μαξιλάρια της, σα να ‘ταν ο πιο αγνός από τους εραστές της ή το πιο αγαπημένο από τα παιδιά της. Όποτε έκλεινε τα μάτια της φλερτάροντας έναν ύπνο δευτερολέπτων, πέθαινε, ενώ όποτε άνοιγε τα μάτια της, ανασταινόταν. Τόσο εύκολα και περιπαικτικά κινούταν μεταξύ της καθημερινής ζωής και του καθημερινού θανάτου. Ένα από τ’ ανοίγματα των βλεφάρων της διήρκεσε περισσότερο από τα προηγούμενα. Κοντεύοντας να σπάσει τη σπονδυλική της στήλη, γύρισε ανάσκελα και λύγισε, ώστε τα μάτια της να κοιτάξουν τα σύννεφα ανάποδα. Στην ουσία εκείνη ήταν ανάποδα κι ουρανός στην ίδια θέση, εφόσον τα σύννεφα δεν έχουν ίσια ή ανάποδα, μπροστά ή πίσω, δεξιά ή αριστερά. Τα σύννεφα είναι μικρά καλλιτεχνήματα φτιαγμένα από άνεμο, καπνό κι άλλα πράγματα ελάχιστα υπαρκτά, γι’ αυτό αρκεί ένα χρονικό διάστημα το οποίο ο νους δεν προλαβαίνει να συλλάβει, ώστε το μέσα τους να γίνει έξω, το έξω τους μέσα και ν’ αντιστρέψουν οπωσδήποτε κάθε φυσικό τους νόμο. Η γυναίκα κοίταξε τα σύννεφα για λίγο, έπειτα επανέφερε το σώμα της σε μία πιο ανθρώπινη στάση, αγκάλιασε ξανά το μαξιλάρι, έκλεισε τα μάτια κι αποκοιμήθηκε. Τι παράλογο άνθος η απλότητα! Όσο νύχτωνε, η αρματωσιά του κακού βάραινε όλο και πιο πολύ το σώμα της σκέψης μου. Έφαγε με λαιμαργία από τα πιάτα της σχιζοφρένειας, από αυτά τα πιάτα που πάντοτε περιέχουν τόσο αξιοθαύμαστα εδέσματα, με αρώματα, χρώματα και γεύσεις που ξεπερνούν τα φρούτα του παραδείσου, και τράβηξε τις μακριές κορδέλες των εντέρων από μέσα της. Απόψε, όλη η τρέλα θα μείνει μέσα μου, ζήτησε, ο πλουσιοπάροχος βούρκος μου δε θα σπαταληθεί σε κανένα χάος. Ό,τι έφαγε και δεν έφαγε, έχτισε τα αβαεία των αγίων δαιμόνων μες στο σώμα της. Η σκέψη έχασε την παρθενία που είχε αποκτηθεί ξανά μόλις το απόγευμα, που χάθηκε όσο άδοξα, αν και λυτρωτικά για την όραση, χάνεται ο ήλιος με τη δύση του. Προς τα πού θέλεις να κινηθούμε, μυαλό, πρόφερε με τη λάγνα φωνή της πόρνης η σκέψη, προς το Κατύν, να δούμε χιλιάδες στοιβαγμένα κουφάρια Πολωνών, προς το Παρίσι, να δούμε τ’ αξιαγάπητα ακέφαλα κορμιά των προτεσταντών, ή μήπως να φτάσουμε ακόμη πιο μακριά, να δούμε αξεπέραστους σοφούς να γίνονται πυώδεις μάζες μέσα στην άβυσσο του λοιμού των Αθηνών? Ο αισχρός διεγέρθηκε. Ανθρώπινα ψοφίμια σε όλο το εύρος των εποχών. Και οι έξι αρχές του Αλφαβήτου της Επιθυμίας λόγχισαν την κοιμώμενη ψυχή, που κραυγάζοντας ετοιμοπόλεμη ξέφυγε από την ηθική οκνηρία. Αυτή η φυλή της ομορφιάς, που απαρτίζεται από πόθους χθόνιους, εγκληματικούς, δε θέλουν πολύ για να τρελάνουν τον αθώο. Όσο πιο αγνός είσαι, τόσο θέλγεις την αμαρτία, γιατί ο Κύριος είναι τόσο σίγουρος για ‘σένα, που σε αφήνει στρέφοντας το βλέμμα του στον τυφλωμένο αμαρτωλό, όταν όμως επιστρέφει με το μετανοήσαντα, εσύ λείπεις, έχοντας γίνει χειρότερος κι από αυτόν που μετανόησε. Ο κόσμος είναι πανέμορφος. Ο κύριος Όστιν το γνώριζε ήδη από τη νεαρότητά του, αυτός, με το εφηβικό πρόσωπο και τα σωθικά που βγαίνουν μέσα από τον κόλπο ενός από τα οράματά του. Αλλά εγώ γιατί σέρνω τέτοιους κατακόκκινους, μικρούς καρπούς της ευφροσύνης μέσα στο κακό μου όνομα? Έχω πολλά ονόματα, αλλά αν είναι μια φορά τραγικό να το συνειδητοποιώ, χίλιες φορές είναι ευχάριστο να το εκμεταλλεύομαι. Αν τελικά ο καλός μου υπερισχύσει, μια νύχτα θα φωνάξω το όνομα του κακού τρεις φορές κι όταν η θηλυκιά επανέλθει στο σώμα μου, θα τη σκοτώσω. Δε νομίζω πως σκοτώνοντας έναν, πεθαίνουν όλοι σου οι εαυτοί μαζί. Το σώμα γι’ αυτό το κολάζουμε, γιατί δεν έχει αξία. Μα κι αν κρύβω κι άλλους κακούς μέσα μου? Υπάρχει εξάλλου κι ένας αρσενικός κακός, ο μονόφθαλμος, που παγιδεύει τα πάντα μέσα στα δίχτυα της όρασής του, που μπορεί να κοιτάξει ακόμη και το άτομό του δίχως κάτοπτρο. Τρέλα, τρέλα, είναι το φρέσκο γάλα της τρέλας! Το ξέρεις πως ποτέ δεν έχεις κοιτάξει κατάματα τον εαυτό σου? Στην ουσία, δεν ξέρεις ούτε πώς μοιάζεις. Κι αν στέκεσαι μπροστά από ένα καθρέφτη, σιγοπεθαίνεις, θαμμένος ζωντανός, στο φέρετρο μιας πλάνης, η αρχή της οποίας χάνεται μέσα στους αιώνες. Μονάχα το είδωλό σου έχεις δει. Αν το αγάπησες, είσαι ένας ειδωλολάτρης. Κι εγώ είμαι ένας ειδωλολάτρης κι όλοι είναι ειδωλολάτρες. Δεν είναι μόνο ν’ αγαπάς το είδωλο, καθώς μπορείς και να μην τ’ αγαπάς · ειδωλολατρία είναι να πιστεύεις στην ύπαρξή του. Το ίδιο με τους χριστιανούς, πολλοί λένε πως πιστεύουν στο θεό τους, μα πόσοι στ’ αλήθεια τον αγαπούν? Οι άλλοι όμως, υποτακτικοί της λογικής, τους χαρακτηρίζουν χριστιανούς, ή και εβραίους, αναλόγως με τις μικροδιαφορές. Ναι, αλλά αν ο καλός ο πιστός του θεού του βλαστημά και σκοτώνει, με λέξεις είτε με πράξεις, δε σημαίνει πως εκτελεί εντολές του σατανά, συνήθως χωρίς να το καταλαβαίνει? Έτσι κι εγώ, πιστεύω στην ύπαρξη του ειδώλου. Είναι λογικό εξάλλου, δεν μπορώ να ξεριζώσω τα μάτια μου και να δω τον εαυτό μου στ’ αλήθεια! Άρα, το είδωλο είναι το μόνο που αναγνωρίζει κάθε μου όραση στο απτό ή στο μη απτό σώμα, από έξω ή από μέσα. Όμως δε δέχομαι πως το είδωλο έχει δύναμη. Το είδωλο είμαι εγώ, το είδωλο δεν έχει δύναμη, γιατί λοιπόν δε λέω πως εγώ δεν έχω δύναμη? Γιατί δεν είμαι ταυτόσημος του ειδώλου. Εγώ υπάρχω πάντοτε, ακόμη και μέσα στο πιο πυκνό έρεβος και στον πιο αποκαρδιωτικό ζόφο. Υπάρχω κάτω από το φως, υπάρχω και κάτω από το σκοτάδι κι αν τυφλωθώ, ή αν όλοι τυφλωθούν, δε θα πάψω να υπάρχω. Το είδωλο είναι μονάχα μι’ ανάπλαση της πραγματικής εικόνας μέσα σε ένα πρίσμα, εγώ είμαι μονάχα μι’ ανάπλαση της θεϊκής εικόνας μέσα σε μία σάρκα. Ευνόητη είναι η διαφορά μας, νομίζω. Γι’ αυτό ποτέ δεν υπήρξε άνθρωπος περισσότερο ακαλλιέργητος στο νου από τον ειδωλολάτρη. Κι αν θεωρείτε ότι οι μεγαλύτεροι φιλόσοφοι της αρχαιότητας ήταν ειδωλολάτρες, κάνετε μεγάλο λάθος. Γιατί αυτοί, σέβονταν μεν τους θεούς, αλλά πολλές φορές αρνούνταν αυτό που έβλεπε το μάτι και κρατούσαν μονάχα αυτό που έβλεπε η ψυχή, η ανθρώπινη η ψυχή η διψασμένη για καθοδήγηση, που αναζητούσε το ιερό, αλλά δεν παρασυρόταν από τις φθαρτές εικόνες. Θυμάσαι τι σου είπα? Μεγάλη ηδονή η δεισιδαιμονία! Και πόσο ο άνθρωπος ο ανίκανος να εξουσιάζει τον εαυτό του υποκύπτει στη δεισιδαιμονία, το βλέπουμε από αυτούς που περιμένουν ακόμη το μεσσία, είτε το μεσσία του κόσμου, είτε τον προσωπικό τους μεσσία, που θα ‘ρθει και μία για πάντα θα τους ελευθερώσει. Δηλαδή αν ο άνθρωπος ποθήσει να βρει δύναμη στο γεράκι, θα κάνει το γεράκι θεό, κι ομοίως τον ταύρο, το φίδι, την αγελάδα, ή οποιοδήποτε ζώο. Τόσο εύκολα δημιουργούνται ιερά σ’ αυτόν τον ανίερο κόσμο. Κάνε τους ανθρώπους να πιστέψουν πως υπάρχει λυτρωτική τέχνη μέσα στο νου των κοπράνων, και θα στήσουν αγάλματα για τα κόπρανα. Έπειτα, σας φέρνω ως παράδειγμα τους πιστούς του κακού. Ας διαχωρίσουμε πρώτα τους καλούς πιστούς από τους ηλίθιους πιστούς. Α, ναι, γιατί στην πίστη δεν υπάρχουν καλοί και κακοί, αλλά κακοί και ηλίθιοι. Είναι οι καλλιτεχνικές μόδες κάπου-κάπου που προστάζουν να λατρέψεις το σατανά και ο κάθε νευρωτικός έφηβος λέει πως λατρεύει το σατανά και πως δεν υπάρχει γι’ αυτόν ωραιότερο θέαμα από μία καμένη χριστιανική εκκλησία. Υπάρχουν άλλοι που λένε ότι ο σατανάς υπάρχει, αλλά δεν είναι θεός, είναι το εγώ σου και συνεπώς αυτοί είναι αθεϊστές σατανιστές, δηλαδή οπαδοί του εγωισμού και του υλισμού. Έπειτα, υπάρχουν άλλες μικρές ομάδες, που ιερουργούν για χάρη του σατανά επιδιδόμενοι σε πραγματικά εξωφρενικά όργια, γιατί, ακόμη κι αν από πρόσωπο κι από πνεύμα, είσαι ανάξιος για να προσφέρεις τις τρύπες σου ή οτιδήποτε άλλο σ’ έναν απλό ερωτικό σύντροφο, διαλέγεις να παίξεις σιχαμένα παιχνίδια με τους ομόθρησκούς σου, οι οποίοι δε σε απορρίπτουν μόνο και μόνο επειδή φοράς το μαύρο πέπλο και τη μάσκα του τράγου, ή του πουλιού, ή ενός άλλου ζώου ή ακόμη και του απλού, λευκού κι ανέκφραστου ανθρώπινου προσώπου. Αυτοί λοιπόν είναι πραγματικά ανόητοι, γιατί ιδέα δεν έχουν για τη φύση του σατανά και κανένα από αυτά τα ελέη που προσδοκούν δεν τους προσφέρεται. Στιγματίζονται όμως και το πνεύμα τους θα τιμωρηθεί, γιατί, αν πεις πως αγαπάς ένα θεό, αυτός σε καταγράφει αμέσως για οπαδό του και κάθε ανοησία σου πάνω στη λατρεία στη συγχωρεί. Έτσι λοιπόν και φτωχός, λειψός, ανίκανος κι ανικανοποίητος μένεις και η ψυχή σου κολάζεται. Δεν είναι λοιπόν αυτό ανοησία? Αν βαδίζεις στο μονοπάτι του κολασμού, άρπαξε τουλάχιστον ό,τι μπορείς πριν πεθάνεις. Θα μιλήσω τώρα για το καθαρόαιμο γένος των πιστών του κακού, το οποίο, εχθρεύομαι βέβαια όσο ποτέ δεν εχθρεύθηκα ανθρώπινη κάστα θανάτου, αλλά ταυτοχρόνως αναγνωρίζω ως άξια αισχρή σέκτα, για τη λογική των μελών της. Είναι αυτοί που κατάλαβαν ότι ο σατανάς ως σατανάς είναι στ’ αλήθεια ένα υπαρκτό πνεύμα και τον λατρεύουν και συνηθίζουν να θυσιάζουν μωρά παιδιά στις κρυφές, κινητές εκκλησίες του. Πρόσεξε τώρα: δεν έχω δίκιο λέγοντας πως αυτό το οποίο μόλις ανέφερα σου προκάλεσε την υπέρτατη φρίκη? Όταν ακούς για θυσίες βρεφών δε νιώθεις, όπως κι εγώ φυσικά, την ψυχή σου να οδύρεται και δεν γεμίσεις με πόνο ως το μεδούλι? Αυτό συμβαίνει γιατί ξέρεις πολύ καλά ότι το βρέφος είναι η ομορφιά και η αθωότητα του ανθρώπου στη μεσουράνησή της. Καθημερινά μαθαίνεις για θανάτους ανθρώπων. Ίσως πονέσεις, ίσως κλάψεις, ίσως σοκαριστείς, αλλά κανένας θάνατος δεν ανάβει τέτοιες πυρές φρίκης, όσο ο θάνατος ενός βρέφους. Οι υπόλοιποι δε σ’ ενδιαφέρουν τόσο, εξάλλου, βαθιά μέσα σου το ξέρεις πως ο άνθρωπος είναι βρώμικος και πως όσο μεγαλώνει τόσες αμαρτίες προστίθενται επάνω του. Για να μη μιλήσω για το πλήθος των χρόνων που έχει περάσει, το οποίο τον κάνει πια κατάλληλο για το θάνατο, αφού τίποτε άλλο δεν έχει να ζήσει, κι αν ζήσει, μιαρότερος μάλλον παρά καθαρότερος θα φτάσει στο οριστικό βάραθρο. Άκουσε τον Κικέρωνα, με το «ω καιροί, ω ήθη» του. Όσο προχωρούν οι εποχές, τόσο ο άνθρωπος παρακμάζει. Το τεράστιο σύμπαν ακολουθεί τους κανόνες της ελάχιστης ζωής. Γεννήθηκε πάναγνο, πεντακάθαρο, μα όσο γερνά τόσο ομοιάζει στο Κακό. Σε καμία άλλη εποχή από τη δική μας, δεν ήταν ο θάνατος τόσο βαθιά ριζωμένος στην καθημερινότητα των ανθρώπων. Παλαιότερα γινόταν ένας φόνος κι όλη η χώρα έτρεμε σύγκορμη από πόνο και φόβο. Τώρα οι θάνατοι είναι παντού κι αν είσαι ζωντανός μέσα σου, σου προκαλείται λίγη οργή και λίγη λύπη, αλλά τίποτε άλλο, καθώς η αμνησία έρχεται να σε κανακέψει ταχύτερα από ποτέ, σαν την καλύτερη μάνα. Κάποτε οι άνθρωποι δεν είχαν νου που να χωρά το θάνατο και έφταναν να ιδρύουν ολόκληρες δυναστείες τεχνών για να τον κατανοήσουν και να ελαφρύνουν το βάρος του στις καρδιές τους. Τώρα η παύση της ζωής είναι παντού, είναι το πιο καθημερινό πράγμα. Κι αν πας να φτιάξεις καλλιτέχνημα οποιουδήποτε είδους σχετικό με το θάνατο, σε χλευάζουν και σε λένε γραφικό και εραστή των παλαιών, ή, ακόμη, των ξεπερασμένων. Για να θεωρείσαι σήμερα καλός, πρέπει να φτάσεις βαθύτερα και να θίξεις μία κακή κοινωνία ή μία άθλια ζωή, καταπώς εκείνοι το θέλουν. Όμως ό,τι συνέθεσε την παλιά αίγλη των κλασικών καλλιτεχνών, απείρως μεγαλύτερη μπορεί να συνθέσει αίγλη για τους νέους, επειδή, αν των παλιών τούς κινούσαν το χέρι που δημιουργούσε η αρρώστια, ο θάνατος, τα ήθη και η πραγματική ύπαρξη του ανθρώπου, φαντάσου τι θα μπορούσε να γίνει σήμερα, που όλα τα κακά βρίσκονται στην έξαρσή τους και όλα τα καλά ήδη αποστεωμένα μέσα στον ένδοξο πλην γελοιοποιημένο τους τάφο. Ο κόσμος δεν αλλάζει, ό,τι καλό και κακό υπήρχε και τότε, υπάρχει και σήμερα, αλλά σε άλλες διαστάσεις και μ’ άλλα παραπλανητικά κοστούμια ντυμένο. Αυτό είναι λοιπόν, η εποχή από την οποία η τέχνη δείχνει πως δεν βρίσκει κανένα άνοιγμα, στην πραγματικότητα είναι η καλύτερη εποχή για την τέχνη. Οι συνωμότες είναι αυτοί που δε θέλουν να δημιουργείται η τέχνη γι’ αυτό και αναπλάθουν τον κόσμο με ρηχή όψη. Αλλά κι ο Ιησούς δε θυμάμαι να φορούσε τίποτα πορφύρες, αλλά με το καλυμμένο από χώμα χιτώνιο πήγαινε από τον έναν τόπο στον άλλον. Έτσι τα θαύματα περιπαίζουν τον άνθρωπο κι εσκεμμένα φαίνονται κάθε άλλο παρά θαύματα. Γιατί από αυτό θα κριθεί ποιος είναι άξιος να τ’ ανακαλύψει, ψάχνοντας κάτω από το χώμα. Αν δεν απατώμαι, ξεκίνησα με σκοπό να μιλήσω για την ομορφιά. Να τι είναι ομορφιά : ο κόσμος ολόκληρος. Ο κόσμος δεν είναι όμορφος, είναι αυτός ο ίδιος η Ομορφιά. Κυρίως όμως, ομορφιά είναι το κακό. Τρυφερή η καλοσύνη, αλλά αν δεν υπήρχαν οι άπειρες μορφές του κακού, πόσο στείρα κι ανούσια θα ήταν τα επιτεύγματα του ανθρώπινου μυαλού και πιο πολύ η φιλοσοφία και η τέχνη? Αν θες να καταλάβεις τι σημαίνει το καλό, πρέπει να γίνεις κακός. Συνεπώς, κανείς εκτός από τον πιο άσχημο άνθρωπο δεν αναγνωρίζει την ομορφιά όταν τη συναντάει και δε δακρύζει γι’ αυτήν από θάμβος κι ευγνωμοσύνη που του δόθηκε έστω η ευκαιρία να την κοιτάξει. Και συνηθίζοντας στο όμορφο ο άσχημος μπορεί να γίνει όμορφος. Επειδή όμως ισχύει και το αντίστροφο, φρόντισε να μάθεις εγκαίρως αν είσαι άσχημος ή όμορφος κι αν είσαι άσχημος κοίτα προς την ομορφιά, κι αν είσαι όμορφος κοίτα προς το πιο όμορφο ακόμη, κι αν δεν υπάρχει τίποτα ομορφότερό σου στον πρόσκαιρο κόσμο, κοίτα με ταπεινότητα προς τον ουρανό. Αρκεί να παραμένεις στην ομορφιά.



Α.Κ.