SOLUS IPSE



(Klaus Kinski - L’important c’est d’aimer, Andrzej Zulawski, 1974)



Και κείνος ακόμη που λαχταράει να είναι
Ολάνθιστος μες στους μαραζωμένους
Πλαγιάζει κάποτε πάνω στον οίκτο του θανάτου.
Γιατί δεν είσαι Κύριος μεγαλύτερος από ‘μένα.
Γιατί φέγγεις μονάχος σ’ έναν αρμό από αίμα
Στο έδαφος το λευκό από τους τόσους αθώους τάφους
Από τους τόσους αθώους βωμούς
Που έχτισε με στυφή πέτρα ο πρώτος γιος της φυλής.
Αλλά φθάνουν τα μάτια του τελευταίου να μαίνονται
Ότι σου εστίν η νεκροσυλία · ας κλάψεις όπως ο χρόνος
Που γερνά, κι όλη η δύση θυμίζει τη φυγή του.
Για ‘μας δεν υπάρχει συντρίμμι και χτίσμα
Ο τρωτός και ο άτρωτος είναι στο υγιές σώμα της τύχης
Πρωτόγνωρος ιός σαν του Ναβουχοδονόσορ
Όλοι εμείς που πιστέψαμε στη δύναμη, δαρθήκαμε
Σα λύκοι που με λύσσα χτύπησαν τις πλάτες τους στους βράχους
Μέχρι ν’ απαλλαγούν από έναν ανίατο κνησμό.
Τώρα λιωμένοι αφήνουμε αντρόπιαστα την γύμνια μας στον ήλιο
Ξεροί στα πρόσωπά μας οι νέοι βλαστοί του ονόματος
Γδυμένοι ακόμη κι απ’ αυτό που δε μας έντυσε
Ποιος περισσότερο από εμάς φέτος κρυώνει? Τον άλλο χρόνο
Κι αυτός εξίσου παγωμένος. Δεν έχουμε ρούχο ούτε από σάρκα
Ή φήμη, δεν έχουμε μια θέρμη ούτε από ανάμνηση.
Και δεν έχουμε πίστη γιατί οι δόξες μας είναι και κείνες θνητές.
Χωρίς ταυτότητα, οι άλλοι είναι οι θεοί σου
Κι αν δεν υπάρχουν, απελπισμένα πάλι στρέφεσαι σ’ αυτούς
Για μια ευλογία μέσα στο χάος του εαυτού σου.


Α.Κ.