Ω εσύ ομορφιά του μακρινού λόφου, που δεν μπορώ
Πια ν’ αντικρίσω από το πατρικό μου σπίτι
Χαμήλωσε το χλοερό σου χέρι στο κεφάλι των παιδικών χρόνων
Μήπως γιατρέψει το άγγιγμά σου την αμνημοσύνη του
Μήπως η τρομερή χροιά του μητρικού λυγμού με περισώσει
Σαν τιμαλφές από το αποτεφρωμένο σπίτι
Και γίνει ο θάνατός μου λίκνο αγάπης και μετανοήσω
Και θηλάσω ξανά την ομορφιά κι ακρωτηριάσω τις ασχήμιες μου
Με τη λόγχη που σκότωσε τον Ιησού Χριστό και το αίμα επάνω της
Αγίασε.
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα θανατωθεί επάνω στο σταυρό του
Γιατί στην απιστία μου προσηλύτισα άγριους θεούς
Και είναι αυτοί που θα τυλίξουν το σάβανό μου
Γύρω από ξένο κορμί για να μ’ ειρωνευτούν
Ακόμη κι όταν θα καταπίνω το σπέρμα του Σεόλ
Σαν πόρνη που πληρώθηκε με χρυσή ψυχή
Μα εξαργύρωσε το χρυσό της σε νάρκες και κρέας από ειδωλόθυτα
Για να ταΐσει αυτήν και τον εβραίο σκύλο της
Που με τα χαρωπά λικνίσματά του ζεσταίνει τους ώμους της η κόρη του τύφου.
Ο κήπος των τέρψεων ανθοφόρος και οι παρθένες
Μου γνέφουν με χλεύη κάτω από τα δέντρα του ·
Τ’ ορθάνοιχτο χάος μ’ αφήνει να μυρίσω τον ήχο που κάνει
Το απόκοσμο φρούτο καθώς κόβεται από κλωνάρι φωτεινό
Και η πρώτη σταγόνα του χυμού του πέφτει στα τολμηρά χείλη της νεαρότερης.
Να γιατί ρίχτηκα στην κόλαση
Γιατί αν έπεφτε στο δρόμο μου ολοζώντανη
Δε θα ‘μενε σάρκα επάνω στα οστά της
Κι όποιαν ορμή κι αν εξαπέλυα επάνω της
Πάλι ξανά θα την έφερνα στο σώμα μου,
Το σώμα της σαν άγιο δείπνο. Κι έπειτα θα ‘παιρνα
Κι άλλες νεαρές παρθένες και θα γέμιζα την ολότητά μου με το κρέας τους,
Εγώ, ο πιο λαίμαργος της φυλής του Κυανοπώγωνα, να μην πατήσει
Ποτέ στους αιώνες ερωμένο πόδι τη χλόη της Ιερουσαλήμ.
Ανάγκη εσύ της εξιλέωσης,
Πέτρα του ανυπόμονου παιδιού θ’ αναλωθείς στο τρίσβαθο ποτάμι
Και τα νερά του ατάραχα δε θ’ αφήσουν παρά ένα στεναγμό αδιαφορίας
Όταν η λάσπη θα σε πνίγει στα τάρταρά τους.
Πορνεύω έξω από τις κατοικίες του σατανά
Κι όμως δεν αποδέχομαι την ιερογαμία μας
Κι ούτε οι κόρες μου και οι γιοι μου κι όλοι μου οι απόγονοι
Θα παραχωρηθούν από ‘μένα ευλογημένοι γι’ αυτήν την ένωση
Κι όμως να
Ποια είναι τώρα η μοίρα που μου υπόσχονται
Ο ακόρεστος θεός και η σάρκα μου.
Το κακό κανενός θνητού ακηδία δεν αξιώνεται, τίποτα
Δεν τον κάνει να θρηνεί κι όλα τα πάθη της νεκρωσικής ηλικίας που με βαραίνουν
Είναι για κείνο οι ανάλαφροι γοφοί που μαλάζουν
Κρυφά απ’ όλους οι μαστροποί της εκκλησίας.
Γι’ αυτό το ξέρω, πως είμαι ικανός, εγώ και κανένας άλλος
Για την ακάθαρτη αθωότητα,
Για το νεανικό μου σώμα που παραληρεί μες στη φθορά και τις απολαύσεις
Για την αναισχυντία μου, τις ασέβειες, τη φιληδονία, τις βλασφημίες,
Να γίνω του παρακμάζοντος γένους Ιερέας, ποιμαίνοντας όλους τους κοινούς
Ώσπου να ξεχαστεί διαπαντός το όνομα ενός Άλλου.
Μακάρι να ήμουν ευσεβής
Και η ψυχή μου να καταλάγιαζε ·
Μα τίποτα ιερό δεν έχω μέσα μου, τίποτα εκτός από τον εαυτό μου
Ο σατανάς οστούν εκ των οστών μου
Και στο λαιμό μου ζέχνει ένας ξύλινος σταυρός.
Πια ν’ αντικρίσω από το πατρικό μου σπίτι
Χαμήλωσε το χλοερό σου χέρι στο κεφάλι των παιδικών χρόνων
Μήπως γιατρέψει το άγγιγμά σου την αμνημοσύνη του
Μήπως η τρομερή χροιά του μητρικού λυγμού με περισώσει
Σαν τιμαλφές από το αποτεφρωμένο σπίτι
Και γίνει ο θάνατός μου λίκνο αγάπης και μετανοήσω
Και θηλάσω ξανά την ομορφιά κι ακρωτηριάσω τις ασχήμιες μου
Με τη λόγχη που σκότωσε τον Ιησού Χριστό και το αίμα επάνω της
Αγίασε.
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα θανατωθεί επάνω στο σταυρό του
Γιατί στην απιστία μου προσηλύτισα άγριους θεούς
Και είναι αυτοί που θα τυλίξουν το σάβανό μου
Γύρω από ξένο κορμί για να μ’ ειρωνευτούν
Ακόμη κι όταν θα καταπίνω το σπέρμα του Σεόλ
Σαν πόρνη που πληρώθηκε με χρυσή ψυχή
Μα εξαργύρωσε το χρυσό της σε νάρκες και κρέας από ειδωλόθυτα
Για να ταΐσει αυτήν και τον εβραίο σκύλο της
Που με τα χαρωπά λικνίσματά του ζεσταίνει τους ώμους της η κόρη του τύφου.
Ο κήπος των τέρψεων ανθοφόρος και οι παρθένες
Μου γνέφουν με χλεύη κάτω από τα δέντρα του ·
Τ’ ορθάνοιχτο χάος μ’ αφήνει να μυρίσω τον ήχο που κάνει
Το απόκοσμο φρούτο καθώς κόβεται από κλωνάρι φωτεινό
Και η πρώτη σταγόνα του χυμού του πέφτει στα τολμηρά χείλη της νεαρότερης.
Να γιατί ρίχτηκα στην κόλαση
Γιατί αν έπεφτε στο δρόμο μου ολοζώντανη
Δε θα ‘μενε σάρκα επάνω στα οστά της
Κι όποιαν ορμή κι αν εξαπέλυα επάνω της
Πάλι ξανά θα την έφερνα στο σώμα μου,
Το σώμα της σαν άγιο δείπνο. Κι έπειτα θα ‘παιρνα
Κι άλλες νεαρές παρθένες και θα γέμιζα την ολότητά μου με το κρέας τους,
Εγώ, ο πιο λαίμαργος της φυλής του Κυανοπώγωνα, να μην πατήσει
Ποτέ στους αιώνες ερωμένο πόδι τη χλόη της Ιερουσαλήμ.
Ανάγκη εσύ της εξιλέωσης,
Πέτρα του ανυπόμονου παιδιού θ’ αναλωθείς στο τρίσβαθο ποτάμι
Και τα νερά του ατάραχα δε θ’ αφήσουν παρά ένα στεναγμό αδιαφορίας
Όταν η λάσπη θα σε πνίγει στα τάρταρά τους.
Πορνεύω έξω από τις κατοικίες του σατανά
Κι όμως δεν αποδέχομαι την ιερογαμία μας
Κι ούτε οι κόρες μου και οι γιοι μου κι όλοι μου οι απόγονοι
Θα παραχωρηθούν από ‘μένα ευλογημένοι γι’ αυτήν την ένωση
Κι όμως να
Ποια είναι τώρα η μοίρα που μου υπόσχονται
Ο ακόρεστος θεός και η σάρκα μου.
Το κακό κανενός θνητού ακηδία δεν αξιώνεται, τίποτα
Δεν τον κάνει να θρηνεί κι όλα τα πάθη της νεκρωσικής ηλικίας που με βαραίνουν
Είναι για κείνο οι ανάλαφροι γοφοί που μαλάζουν
Κρυφά απ’ όλους οι μαστροποί της εκκλησίας.
Γι’ αυτό το ξέρω, πως είμαι ικανός, εγώ και κανένας άλλος
Για την ακάθαρτη αθωότητα,
Για το νεανικό μου σώμα που παραληρεί μες στη φθορά και τις απολαύσεις
Για την αναισχυντία μου, τις ασέβειες, τη φιληδονία, τις βλασφημίες,
Να γίνω του παρακμάζοντος γένους Ιερέας, ποιμαίνοντας όλους τους κοινούς
Ώσπου να ξεχαστεί διαπαντός το όνομα ενός Άλλου.
Μακάρι να ήμουν ευσεβής
Και η ψυχή μου να καταλάγιαζε ·
Μα τίποτα ιερό δεν έχω μέσα μου, τίποτα εκτός από τον εαυτό μου
Ο σατανάς οστούν εκ των οστών μου
Και στο λαιμό μου ζέχνει ένας ξύλινος σταυρός.
α.κ.