Ο ΘΗΡΙΟΜΟΡΦΟΣ





Έχω δει την αντάρα και το ατσάλι ·
Το σάτι μου, ο δαυλός μου, η σκιά μου. Ανοίγω το μονοπάτι
Στη σκιά μου, πίσω μου ο ήλιος, λέω : σκιά, στάσου μπροστά
Πήγαινε εσύ πριν από ‘μένα κι αν πριν σταθείς εσύ από πίσω μου, σωθεί
Το στυγερό καυσόξυλο του αθέατου θεάτρου, υπόσχομαι
Να περπατήσω ισόβια στα πλευρά σου. Θέαμα, θέαμα · είμαι άνδρας
Είμαι γυναίκα, είμαι το άφυλον του αγνώστου πατρός και του υιού
Και του αγίου σπέρματος; Χαίρε και ύψωσε στο θέαμα το ψωμί σου
Ύψωσε στο θέαμα το ψωμί σου, είμαστε άνθρωποι λάγνοι προς την προσευχή
Ουκ ήλθον καταλύσαι, αλλά πληρώσαι. Βλέπω
Δες δροσερά που αποτεφρώνονται οι δόξες μας έξω από το μάτι…


Στο φρύδι του νυχτερινού δείπνου, κάποιος θεός ξεκοιλιάζει κάποια αδελφή μου
Από το λόφο αφίππευσε το λίγο φως κι έμειναν οι αντίλαλοι του ύπνου
Να μπαίνουν μες στη σταγόνα που ρέει απ’ το μαχαίρι εξίσου άδικοι
Κανείς απόψε δεν κοιμάται κι όμως κανείς δεν είναι ορθός
Με μαξιλάρι από παγωμένα σιτηρά βρίσκει ο αστός γαλήνη στο κεφάλι του.


Οι μεγάλες φωτιές δεν έσβησαν ακόμη – ακόμη στο θάνατο υπάρχει μια αρμονία
Ακόμη δυστυχισμένη γυναίκα, σα μια μητέρα όπως οι άλλες
Κρύβει τα σινικά της στίγματα από το δέρμα της πρώτης κόρης.
Κι αν δεν αφήσουμε τ’ ωμό τομάρι της αγρύπνιας
Να κολλήσει πάνω στην τρυφεράδα των βρεφών, μια άλλη νύφη πάντα
Περιμένει. Στο κλάμα της νύχτας και του οράματος
Που η εξέγερση κράζει τα ονόματά μας, στέκει ένα φάντασμα πρωινού
Που θα μας κλέψει κι όλα τα λάφυρα με την ανατολή θα γίνουν τρέλα.
Θα γίνουν τρέλα, θα γίνουν τρέλα. Όταν κοπάζει η νύχτα είμαστε τρελοί
Κι ασφαλείς κι όταν κοπάζει η μέρα είμαστε στα λογικά μας, στα νερά μας
Αλλά οι σημαίες του κινδύνου είναι ολόλευκες
Και λάμνουν στα κτηνώδη κύματα του βορινού ανέμου, όπως οι βάρκες
Των νεκρών στ’ ατάραχα ποτάμια της κάτω γης.


Και για τους βασιλείς των σκοτεινών ωρών είμαστε έτοιμοι
Ν’ αλλάξουμε πατριδογνωσία όπως αλλάζουν οι πόρνες εραστές
Κι όχλος είδωλα και ξόανα των θεών του.


Κάποιον ένας ιεροκήρυκας σαρκάζει κι αλλού ένας άλλος σκάβει το χώμα
Των πάντων, ωραίες, φαρδιές στοές για να χωρέσει όποιος πεινά
Κι όποιος καλά θρεμμένος στα μεγάλα πιάτα της ταυτότητας
Θα φτύσει τώρα την τροφή του σα να ‘ταν σάπια. Όταν μας φαίνονται οι τροφές
Οι πιο γευστικές κι ευωδιασμένες των ανθρώπων απεχθείς και γεμάτες έντομα,
Τότε είμαστε όλοι μας ίσοι.


Η κόρη της μητέρας της σιωπηλά συντρίβει τον ήχο στον ήχο,
Το δαυϊδικό ψαλμό που μεστά σκουραίνει στο αμπέλι της δροσερής γλώσσας
Να πει η σκιά πως πιστεύει σ’ έναν αδιανόητο άγιο
Και χωρίς όνομα βάπτισε τις σκλάβες στα κίτρινα νερά
Κι έστρωσε τη λινή σάρκα τους στη ματωμένη ψυχή της Ανατολής.


Μα το σκληρό κόκαλο της αυτοθυσίας πρέπει να σπάσει.


Ξεχάστε την ηθική και την επόμενη ζωή, ας γίνουμε σύζυγοι στην ανέμελη ώρα
Κι ας μας μεταμορφώσουν οι παραφροσύνες τους στην τρίχα της κάμπιας
Καλύτερα αθώοι, παρά άνθρωποι
Καλύτερα έκπτωτοι, παρά νεκροί


Από τα ζώα ανάμεσα στα ζώα, ας επιλέξουμε το λιγότερο αισχρό,
Όπου ακμάζει το φύλο πλάι στο φύλο
Και με το δίκαιο γέρασμα της ελιάς και του πλατάνου
Θα πιούμε το αχαλίνωτο άρωμα της αθανασίας.



Α.Κ.