ΣΕΚΜΕΤ



Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο, που ποτέ δεν τελειώνει
Έχω θεό που βγάζει το νυχτέρι του
Σιωπηρά εγκλωβισμένος στη μύτη του αδραχτιού
Βουτώντας την αγκωνή του στο δαμασμένο μου πρόσωπο.
Μη με αγγίζεις εσύ σπέρμα, αίμα, δηλητήριο
Στην ένταση της ευγενικής μου γύμνιας που ανταμείβεται
Αδελφωμένη με τον εαυτό της, στη σίκαλη ή στο ελατοδάσος
Στο σκότος να ξαπλώνει κι από το σκότος να εγείρεται
Τι είμαι εγώ, η πεισμονή ή το φαιό κουκούλι ενός σταχυού
Που λιανισμένο γνέφει στο δρέπανο, να ‘ρθει ν’ αποτελειώσει
Το θάνατό του που λειψό τον άφησε η άλλη εποχή?

Οι φίλοι κάθονται αντικριστά στο καύμα της ερήμου
Κι αυτή η δίψα τους είναι που με διευρύνει
Ώσπου θηλυκωμένος στη φωτιά, μπαίνω στο δρόμο τους
Αλλά εκείνοι με παίρνουν για εχθρούς και προσπερνάνε
Από τους καστανέρυθρους μανδύες που ‘δα και δάκρυσα
Έως το χρόνο που βελάζει, λύκος που πλάγιασε με αμνό ·
Εκεί φθάνουν · κι εκεί το χηρεμένο νερό μου θα τους βρει.

Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο, η θημωνιά των μαλλιών μου
Στοιβαγμένη στα δόντια του απείθαρχου αλόγου
Κι ο αμαξάς στο σβέρκο μου τρυπώνει και σταλάζει
Μ’ αρρώστια στους άνοσους δρόμους ο ιδρώτας μου.
Χιλιοσταυρωμένος στον ίδιο δρόμο, δε μοχθώ
Εγώ το ξύδι μου το πίνω με μαργαριτάρι
Πλύνε τη μνήμη σου στο ύψος μου, τελάλη του αγκιστριού
Γιατί εδώ που βρέθηκα άκουσα το νερό, όταν ακόμη ήταν πάγος
Γιατί εδώ που βρέθηκα ο θάνατος ήταν μια άρμη
Στου πάγου την αμύθητη γλυκάδα, για να χορταίνουμε
Την ηδονή απ’ όλες τις μεριές.

Η οργή που ωοτόκησε τ’ αθάνατα ιδανικά και τα ιδεώδη
Κρατώντας τα μες στην κοιλιά του αγριμιού
Είναι συχνά η στείρα αγάπη ενός ανθρώπου, πιο σοφού
Που απαλά γλιστράει στην ελευθερία του
Σα μια γυμνή γυναίκα σ’ ένα ποτάμι, τότε που δεν κοιτάει κανείς.

Τι είμαι εγώ, ο τρομαγμένος πνιγμός σ’ ένα ποτάμι,
Ή ένας μονόφθαλμος που αρμαθιάζει κατάκοπα μάτια συγγενών
Προστάζοντας τα χέρια του, παίξτε πάλι
Τυχαία το άγγιγμά σας να ξεκλειδωθεί.

Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο,
Των ναών τα θηριώδη αετώματα
Δείχνουν το δρόμο προς τα μέρη των αμέθυστων
Που θέλω να περάσω από τα χείλη τους σαν κρώξιμο
Του κορακίσιου τους οστού, να πιουν από ‘μένα.
Γενειοφόρος γέροντας βοσκός, τυφλός από την παιδική ηλικία
Σβήνει γλυκά την κραυγή του στην ταπεινότερη σπηλιά
Το βράδυ σα φθάσουμε μαζί στη χώρα, στους ώμους μας
Βαστώντας μια ελαφίνα με δεμένα τα λιγνά πόδια της
Νεκροί θα φάμε μπροστά από την ενθεογενή φωτιά της ηλικίας.

Κάτω από την τρυφή, του στεγνού ψωμιού σιτεύει η εξουσία
Κάτω από τη δαμάλα, το θαυμασμένο κρέας του μοσχαριού
Κάτω από την ανάπαυλα, ο τρομερός κόπος του θρύλου
Δυο κρεμασμένων που σε μια θηλιά συγκατοικούν

Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο, που ποτέ δεν τελειώνει
Έτοιμος να πυροβολήσω ένα παιδί
Με τα οστέινα χέρια του πλεγμένα πίσω από το κεφάλι της αβρότητας
Να περιμένουν για θάνατο ή τροφή
Ή για σπίτια πλωτά που διηγούνται
Το θρίαμβο του ταύρου και του βάτραχου.

Γυμνόστηθα κορίτσια δίνουν το φρόνιμο γάλα τους
Σε βρέφη που δεν γέννησαν ποτέ. Η ωραία χωρική
Φιλά έναν ξύλινο Χριστό στο κλειστό στόμα.
Απ’ την κοιλιά ως την ήβη μου ένα κλωνάρι χαμοκέρασα
Κι οι αδυσώπητες γέννες μου κοτσύφια που τσιμπούν
Ένα καρπό για κάθε ουλή μου.
Οι ουλές μου είναι τελλουρικά ρεύματα, πριγκίπισσες φωτιάς
Τη νύχτα φεύγουν αυτοί που τις αγγίζουν
Η αναπαραγωγή είναι λιτανεία θανάτου, συμβόλαιο φωτιάς
Τη νύχτα φεύγουν αυτοί που τραγουδούν.

Λένε πως είμαι ατιμασμένος και πειθήνιος
Στραμμένος σε στόχους ευτελείς, ωμός, παιδιάστικος
Πως περπατάω με το κάτω του ποδιού μου, πως κοιτάω
Με των βλεφάρων μου το σμήγμα από ύπνο βαθύ κι από απειρία
Αλλά εγώ δοξάζω το πέρασμα από το ένα κλουβί στο άλλο
Αλλά εγώ δοξάζω το πέρασμα, το πέρασμα δοξάζω
Του απόρου από το άλλο κλουβί στο χωνευτήριο
Και κακοφορμισμένη η πόλη που άρμεξε τις κύστες μου
Θέλει με την οργή μου τώρα να θεραπευτεί.

Όμως εγώ αγαπώ σαν το σπουδαίο εχθρό
Σέβομαι τ’ άξιο αίμα και του βασιλιά εχθρού το σώμα
Με την πορφύρα μου σκεπάζω.
Δε με διαπερνά η έπαρση όπως τα πέντε τόξα του ερπετού
Δεν τρώγω ακόρεστα την πληγωμένη πλευρά του ζαρκαδιού
Στον ανυπόφορο πόνο μου δαγκώνω ένα μαχαίρι
Ώσπου η παχύσαρκη φτερούγα της φωτιάς μου να κοπεί.

Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο, που ποτέ δεν τελειώνει
Έχω θεό που βγάζει το νυχτέρι τραγουδώντας.

Εδώ είναι που καίνε τους τυφλούς?
Εδώ είναι.
Εδώ είναι που ξεριζώνουν μαύρα δόντια?
Εδώ είναι.
Εδώ είναι που στη χοντρή λεκάνη του αλατιού
Βράζουν του πλούσιου το αδύνατο σιτάρι?
Εδώ είναι.
Εδώ περίμενα κι εγώ να δω φλογέρες ήλιων, σάλπιγγες φιλντισένιες
Φεγγαριών, φαγκότα μαύρα κι ασημένια, νύχτας κι αυγής
Θαύματα μουσικά που ηρέμησαν το φόβο
Και σαν πουλιά από το τρυπημένο πτώμα του ξεπρόβαλλαν φθορά, σιωπή
Εντάξει, γέρασα · και ποιος σαν ποια αχόρταγη στάχτη θα νοιαστεί
Και ποιος σαν ποια αχόρταγη φωτιά θα με ζεστάνει
Αυτή η παραφροσύνη που μιλώ δική μου δεν είναι κι όμως δική μου είναι
Είν’ εύκολο να μιλάς για θάνατο, όταν δεν έχεις γιους.

Κυρία του πολέμου και πρόγονε απ’ τη θάλασσα
Αν είχα τη δική μου μεταμόρφωση, θα ‘ταν την ώρα λίγο πριν
Που ανατέλλει ο ήλιος · όχι την ώρα που αποκάμνω
Και ρίχνομαι στο άβολο κρεβάτι, δίχως στοχασμούς
Δίχως στοχασμούς γι’ αυτά που δε με νοιάζουν, γι’ αυτά
Που μ’ απειλούν, γι’ αυτά που δεν τα τραγουδά
Της μαγεμένης φωνής μου η ανάγκη για το αθάνατο.
Γυμνά είν’ ωραιότερα όλα.
Έχω ποτό στο δαμασμένο μου πρόσωπο, που ποτέ δεν τελειώνει
Έχω θεό που βγάζει το νυχτέρι του
Τρώγοντας τ’ άνθη από την ξύλινη παγίδα του ταξιδευτή
Τρώγοντας με λαχτάρα ασίγαστη το ανονείρευτο ψωμί
Τρώγοντας αυτόν που δύναμη από τη λαίλαπα της δάφνης δε θ’ αντλήσει
Για να κοιτάξει μια στιγμή τον εαυτό του.

Κυρία του πολέμου και πρόγονε απ’ τη θάλασσα, εδώ δαμάστε με, εδώ πιείτε
Τη μέρα την ωραία και την γαλήνια,
Που κράζει την καταγωγή της καθώς αργά προβάλλει απ’ τα βουνά
Καθώς και σ’ εποχή βροχής ακόμη, όπου το φως της απτόητος
Άγγελος του χάλυβα, όπου το φως της απτόητος άγγελος του λίβα
Κούφια κρεβάτια πλένει με το θάνατο
Κούφιους νεκρούς γεμίζει με την γέννα
Φωνούλα βρέφους σαν την αντάρα των αρχαίων ορέων που σείονται
Τραγουδά της ειρηνικής σφαγής του τη νέα εποχή.



Άντζυ Κ.