en mémoire d' Edfou


Πορεύομαι ανάμεσα στους υπηκόους δίχως σταυρό, ανώτερος από κάθε εικόνα που μ’ έπλασε απέναντί της, κοιτάζω τους κατακλυσμούς και τα λείψανα των σαββατισμένων, επικατάρατος εις γενεά γενεών θύμισα την αδικία. Αν η λατρεία της αποκαλύψεως είναι λατρεία μαρτύρων, δεν θα υπάρξει τίποτα ορατό, τίποτα θανατωμένο από την ανακαίνισή του στους ύμνους του, στις δόξες του, στους ψαλμούς του. Μπορώ να υπάρξω εγώ που έχω τον λόγο της εξουσίας, που πληρώνω την ακοή των αγίων και των φαινομένων, που ομορφαίνω, πρώτος ανάμεσα στους καταδικασμένους, παίρνοντας χαρά από την εκδίκηση όπως άλλος κανείς δεν έχει πάρει κι ούτε πρόκειται να πάρει ποτέ. Να ‘μαστε μόνοι σ’ αυτά τα μικρά κομμάτια που κάνουνε των ανθρώπων τις ζωές ∙ εγώ είμαι άλλος, διάφορος απ’ όλες τις φυλές, αυτά τα μυστήρια δεν ορίσανε τίποτα δικό μου. Είμαι μεταμορφωμένος. Είμαι χαμένος. Φέρω σαν ξένος τα πρεσβεία της αγιότητάς μου, δίχως να δημιουργώ, δίχως ν’ αναφέρομαι ∙ ποιος με καλεί ή ποιον εγώ έχω καλέσει, σε ποιο κάλεσμα έχω συσπειρωθεί διπλά αλλοτριωμένος, απ’ όσο ξένος εξαρχής, με δίχως πατρικό κράτος με δίχως υιικό κράτος, με δίχως κεφαλή και δίχως σώμα. Ιδού, έχω γίνει ό, τι έχω αρνηθεί. Κι όποιος χαίρεται με το ρήμαγμά μου, πρόκειται να χαρεί χίλιες ζωές ενάντια στη γονυκλισία μου. Ο κόσμος είναι κακός επειδή η κακία είναι κοσμική, πάει πολύς καιρός από τότε, αλλά εγώ καταλαβαίνω. Η βροχή τ’ απογεύματα του Μάη έρχεται γρηγορότερα απ’ όλες, δυναμώνει γρηγορότερα απ’ όλες και φθίνει και σβήνει γρηγορότερα απ’ όλες, τα σκυλιά τρέχουν κι όλα γίνονται κομμάτι πιο σκούρα σα μία χούφτα φύλλα συκιάς και τα δέντρα ζέχνουν και το λευκό τους χνούδι με τον κίτρινο κορμό τον σκασμένο στην άκρη, έχει απλωθεί σ’ όλους τους δρόμους και γίνεται λάσπη γεμάτη αρρώστιες και βρώμα, μουσκεμένο μαλλί. Όλα αρρωστημένα, ούτε τα νερά, ούτε τα βουνά, ούτε ο ουρανός, ούτε οι δρόμοι, ούτε οι πέτρες, ούτε η θάλασσα, όσο ομορφότερο τόσο χειρότερα αρρωσταίνει, κι η γνώμη των νεκρών είναι ίδια και θα ‘ρθει εδώ να μας επιβεβαιώσει ή να μας απαλλάξει, όλα αυτά που διακηρύσσονται θα μείνουν άθικτα, το ιαπετικό αίμα θα σβολιάσει κάτω απ’ το δέρμα αυτό, δούλοι και κύριοι σ’ έναν αμείλικτο κανόνα, ο καθένας από τη σκοπιά της υπακοής του και κάθε δύση, κάθε ανατολή, κάθε φορά που ό, τι κύλισε συνεχίζει να κυλάει, για πάντα μ’ αυτήν την ανακουφιστική αγωνία του έσχατου στη μοναδική σημασία της ιστορίας μας. Ολομόναχος μέσα σε ξένες χαρές, η ανθρώπινη πίστη, ω, εργάτης της μα δεν έχω συντρόφους μήτε ανάπαυση. Τα αφρικάνικα απογεύματα της παιδικής μου ηλικίας, πριν το θάνατο του παππού μου, σ’ αυτό το ξύλινο δωμάτιο όπου ο αέρας βραστός θόλωνε τους ήχους των αμαξών πίσω από τα στόρια και η ξεφτισμένη ταπετσαρία με το πρόσωπο μιας πρασινοκόκκινης Μέδουσας στο κεφαλάρι του κρεβατιού μου με τη σκισμένη κουνουπιέρα, δε μ’ άφηνε κοιμηθώ δίχως να κρύψω το κεφάλι μου μες στα σκεπάσματα. Μεσημέρια ως την αρχή των απογευμάτων τους που κρατούσαν αιώνες κι αυτή η απόλυτη σιωπή, ώσπου κάποιο λεωφορείο μπουκωμένο καμιά διακοσαριά μιγάδες τα λιάνιζε όλα. Τόσο δυνατό φως, η μαυρότητά του υγρή μες στους καπνούς των οπίων και τον ιδρώτα μου και τον πυρετό μου, το κόκκινο κρασί και το κρέας αλόγου. Άλλα ζωντανά ήτανε για σφαγή, άλλα για δουλειές, άλλα για ιππασία. Ο Ορφέας, το ευνουχισμένο λευκό της μητέρας μου κι ο Νταζάλ, ο επιβήτοράς μου που τ’ όνομά του σήμαινε Αντίχριστος, κείνη η φοράδα που δε θυμάμαι τ’ όνομά της, δυο ακόμη καφετιά πουλάρια κι ένα γκριζωπό από μαύρα κι άσπρα στίγματα με παχιά τρίχα. Όταν ο παππούς μου τ’ αμολούσε για βόσκημα και μ’ έπαιρνε μαζί του να τα χαζέψω που τρέχανε, μου διηγιότανε ιστορίες του με τους ντόπιους, όπως εκείνη, την πρώτη μέρα που αυτός και το πλήρωμά του πατήσανε το πόδι τους στις ακτές του Λιβυκού και κάποιοι χάρηκαν με τις γυμνόστηθες νέγρες κι έτρεξαν να πέσουνε στα νερά μαζί τους. Οι άνθρωποι, βλέποντας τους λευκούς να βρίσκονται στο νερό, ούρλιαζαν στη γλώσσα τους ή στα άθλια αγγλικά τους «out»! «out»! αλλά οι λευκοί δεν καταλάβαιναν και μόνο όταν οι πρώτοι δυο φαγώθηκαν εδέησαν να βγουν έξω απ’ τα νερά. Οι καρχαρίες δεν πλησιάζουνε τους μαύρους γιατί η σάρκα τους βγάζει μια φυσική μυρωδιά που τους απομακρύνει, όμως οι άσπροι, που η δική τους σάρκα βρωμάει στους μαύρους σαν εμετός από γατίσιο γάλα, προσελκύουν τα κήτη μια χαρά κι αυτά πολύ εύκολα σιμώνουν μέχρι τα ρηχά για να τους καταφάνε. Πόσο ανώτερα απ’ όλους τους ανθρώπους, όταν γι’ αυτούς όποιος δεν τους ταΐζει είναι ένας φιλάργυρος δαίμονας κι όποιος τους ταΐζει είναι ένας ποταπός δούλος, ένας ακόμη ματαιόδοξος όσιος. Σατανά, σατανά, σατανά, θυμήσου τους τη στιγμή της βασιλείας σου.  Αυτός ο μάγος, που η καρδιά του είναι σπασμένη σε όλα τα σημεία της διαβολής, θα φάγει τα κομμάτια μας και θα περιγελάσει τα παράπονά μας. Θα γίνουμε σαν εκείνον, αιώνια πτώματα, μα δίχως τη δική του καλοτυχία, που δείχνει εκείνο που για εμάς είναι θαύμα σ’ αυτόν να εναντιώνεται στη βαρβαρότητά του, που διακόπτεται για τις υψηλές δίχως κρέατα κι έρωτες ηδονές των έργων, που συμβαίνουν μονάχα για να κάνουν τους άλλους να υποφέρουν, επειδή το γνωρίζει, πως αυτό που υπάρχει σ’ εκείνον ως μία εύκολη προχειρότητα, εμάς μας συντρίβει σε μια μεγαλοσύνη που όσο κι αν κοπιάσαμε προσπαθώντας να προσεγγίσουμε την εικόνα της, ο νους μας δεν μπορεί ποτέ του να τη βαστάξει. Τελικά δεν είναι αρετή, αλλά μάλλον εξυπνάδα, όταν, καταπώς λένε, ανάμεσα στο ν’ αδικήσεις ή ν’ αδικηθείς, θα προτιμούσες το ν’ αδικηθείς. Γιατί όποιος, όταν μοιράζει, αδικεί τον εαυτό του, παίρνει μεγαλύτερη απόλαυση από εκείνον που ωφελείται της μοιρασιάς εις βάρος του, γιατί ο αδικημένος επιβραβεύεται με την άσβεστη γεύση του λιγοστού, που επισκιάζεται στο αρκετό κι εκχυδαΐζεται στο περίσσιο. Ενώ εκείνος που τον ευνοούν οι καταστάσεις, τι έχει κερδίσει? Την τέρψη που δεν μπορεί να την αντιληφθεί, την δίψα, που προκαλεί ετούτη η έλλειψη και τον πόνο, από το ανικανοποίητο που μαστίζει όλους όσους δεν έχουν υποφέρει ποτέ τους τα κοινά βάσανα, αλλά έχουν γνωρίσει, μέσα στην άγνοιά τους, το ιδιαίτερο εκείνο μαρτύριο του να έχεις γευτεί το πράγμα, αλλά να μην έχεις γευτεί την γεύση. Θεέ μου, άκου τα όλα αυτά, λυπήσου μας ∙ κάνε ο θάνατός μας να ‘ναι μακρύς.


Αγγελική Κορρέ