Εγώ, η γριά δούλα,
γεννήθηκα μέσα στα χαλάσματα. Προχώρησα μέσα στην τάξη που είναι ένας πιο
δύσβατος ακόμη χαλασμός, γιόρτασα το γάλα, έχασα τα πάντα, ήμουν ελεύθερος για
τα πάντα, ήμουν το ζώο, κι αν ο Λαοκόων ήταν ζώο, ήμουν ένα λιοντάρι που το
έπνιγαν φίδια μαντικά. Ήμουν μία Ομφάλη, μ’ υπηρετούσαν άνδρες ντυμένοι
γυναίκες, χίλιες φορές χειρότεροι από τους ευνούχους, χίλιες φορές μισητότεροι
χίλιες φορές πιο ενοχλητικοί κι εγώ έπρεπε να τους υποστώ αηδιασμένος γι’ αυτό
που είχα δημιουργήσει. Ευτυχείτε! Αλλά στ’ αλήθεια μη μου κολλάτε σα βδέλλες,
στο Θεό μου, σιχαίνομαι αυτές εδώ τις παράγκες που ‘ναι γεμάτες παραδόσεις. Η
δικιά μου η πορνεία εδώ πέρα αρχίζει. Νηστεύω. Αλλά γνωρίζω βέβαια πως άβυσσος
και διαύγεια γίνονται αδέρφια σε τέτοιες ώρες προσευχής. Parallelismus
membrorum και τα τοιαύτα. Ρίζες ανθρώπων, ρίζες από νεύρα και αίμα. Τους
φαντάζομαι στα εξογκωμένα πόδια ενός δερμάτινου πελιδνού δέντρου. Οι ίδιοι δεν
έχουνε πόδια δικά τους μ’ απ’ το σημείο όπου θα ‘πρεπε να υπάρχει ο ομφαλός,
φυτρώνουν ρίζες χοντρές και κατάλευκες, π’ όσο εξαπλώνονται μια ματωμένη
κρούστα καλύπτει το δέρμα. Στους πιο γηραιούς, οι ρίζες τυλίγουν το στέρνο,
σηκώνονται παχιές χωρίζοντας τους δυο πόλους των πλευρών τους, στους άνδρες
μπήγονται μες στις ατροφικές θηλές και στις γυναίκες σφίγγουνε τ’ αχρηστεμένα
μαστάρια. Άλλων οι ρίζες τυλίγονται γύρω από το λαιμό, σαν γαλάζιοι ομφάλιοι
λώροι που σκοτώνουν ένα έμβρυο λίγα λεπτά πριν τη γέννηση. Σε άλλους πάλι, οι
ρίζες πέφτουν από τον έναν τους ώμο σαν τα κουφάρια του πρωινού κυνηγιού. Και
τα μωρά ακόμη έρχονται με τις ρίζες τους, συνοφρυωμένα στην αγκαλιά ενός γονιού
δίχως ένστικτα. Οι ριζούλες τους, οι μικρές ριζούλες τους κυλούν σπαρταρώντας
από τη ζαρωμένη κοιλιά λες και προσπαθούν να μιμηθούν το φασόλι του βρεφικού
πέους που κρεμιέται σαν το νεκρό σκουλήκι στην καφετιά σάρκα του μήλου. Οι
όψεις των ανθρώπων αυτών δεν λένε αν είναι ευτυχείς ή πικραμένοι. Οι μικρότεροι
δείχνουν δαιμόνιοι, άγριοι σαρκοφάγοι, αηδιασμένοι απ’ την ίδια τη συμπόνια του
γένους τους. Τους υπόλοιπους θα τους έλεγα μάλλον πράους ∙ δεν φαίνονται να
πονούν, δεν φαίνεται να οδύρονται, αλλά κάποιοι έχουν το βλέμμα αυτού που ζητά
να λυτρωθεί, μα αμφιβάλλει για τις πιθανότητες του λυτρωμού του. Έχουν το
βλέμμα αυτού που δεν μετανιώνει κι ούτε στ’ αλήθεια μισεί και θέλει ν’
αποχωριστεί το δυνάστη του, ή ένα εσώτερο πένθος, λες και το αίμα που φεύγει
απ’ τις ρίζες του δεν είναι στ’ αλήθεια αίμα από το δικό του σώμα, μα το αίμα
ενός ξένου, που είτε τον λέρωσε κατά τύχη είτε είναι το στίγμα ενός φονικού από
τα δικά του χέρια. Αγγίζονται μέσω των κεφαλών τους, ψηλαφούν ο ένας τον άλλον
από τις όψεις, όπως η εφηβεία που ο θείος λόγος της είναι η αφή. Πώς τους
ζηλεύω, πώς θέλω να πεθάνουν! Σήμερα το πρωί ξύπνησα μετά από ένα άγριο μεθύσι.
Έπεσα με τα ρούχα, χωρίς να πλυθώ, χωρίς ν’ αγγίξω το φαγητό μου, μια λίβρα
καλομαγειρεμένο κρέας γατιού. Λατρεύω τα κρέατα, λιώνω γι’ αυτά. Περισσότερο μ’
αρέσουν το αλογίσιο στήθος, τα μυαλά τ’ αρνίσια κι έπειτα η πέτσα του
κατσικιού. Α, και τα μαλακά συκώτια με τα νευράκια τους που σφηνώνονται στις
σχισμές των δοντιών μου κι έπειτα ψυχαγωγούμαι παλεύοντας να τ’ αφαιρέσω με το
νύχι του μικρού δαχτύλου μου, του λεγόμενου του αυτιού. Ψεύτες! Φάτε με.
Στάζουν τα έμμηνά μου και πάλι. Η μυρωδιά τους είναι γλυκιά, η ψίχα ενός
κερασιού βουτηγμένη σε ούρα πιθήκου. Καταματωμένοι κόμποι στο σγουρό τρίχωμα
του εφηβαίου μου, οι κυνόδοντες μέσα στο μαύρο στόμα του θανάτου. Αυτή είναι η
ομορφιά μου, όποιος την αγαπά μ’ έχει αγαπήσει αληθινά, πιο πάνω απ’ τον
καθένα. Στην κόλαση αυτή έχω ευλύγιστα μάτια, χαρά λιονταριού που η ψυχή του
ηδονίζεται έχοντας περιγελάσει το ζευγάρωμα, αφού βρήκε τον Θεό στο ξύσιμο ενός
δέντρου, όπου τα νύχια του ανακουφίστηκαν και οι ψύλλοι του βρήκανε τέλος
φριχτό. Φτώχεια αναθεματισμένη, ευαγγελιστή του βοδιού, ομορφιά και πορνεία
στις πύλες που ανοίγει η σκιά ενός καθρέφτη! Ποτέ κανείς σας δεν θα σταθεί
άξιος να ενταχθεί στον μικρότερο κόκκο της έκστασής μου, τη στιγμή που με
καταπλακώνει ένα κύμα παλιρροϊκό και στα θαμπά μάτια μου καρφώνεται το απόλυτο
κενό και το απόλυτο γεμάτο ενός παράλληλου κόσμου. Κάθε πολιτισμός είχε
ζωγραφίσει τον κύκλο ενός χρόνου ∙ οι απεικονίσεις τους δεν ήταν παρά χορωδίες
ανθρώπων που κραύγαζαν κι έκλαιγαν ή τραγουδούσαν τραγούδια ταφικά που
φοβέριζαν τα όρνια ή έψελναν ύμνους θρησκευτικούς κι έκοβαν τις σάρκες των
πλατών τους χωρίς να ‘ναι σίγουροι αν ξορκίζουν ή αν μ’ όλη τους την ψυχή
αποδέχονται το θάνατο! Ελπίζω στο παρελθόν, ελπίζω σε μια καινούρια πανώλη. Ας
μας βοηθήσει ο θάνατος, ας βρούμε απάντηση στις προσευχές μας μέσα στο μάτι
μιας μπάλας εκζέματος που χύνει το πύον νερό. Στο σπίτι μου επάνω στο βουνό,
υπάρχει κήπος με δέντρα, λουλούδια και λαχανικά. Εύλογο είναι να βρίσκουμε
ποντικούς κάθε τόσο. Όμως ενώ οι άλλοι θέλουν να τα σκοτώνουν, εγώ τα φροντίζω
σαν ορφανά. Εκείνοι τα παίρνουν όπως είναι με τις φάκες και τα βουτάνε μέσα σε
κουβάδες με νερό, εγώ αν τα βρω ελεύθερα τα ταΐζω, ενώ αν τα βρω μες στις φάκες
πριν από τους συγκατοίκους μου, τα κλέβω τη νύχτα και τ’ αμολάω στο βουνό.
Προτιμώ όμως να τα ‘χω στον κήπο μου και να τα φροντίζω! Ποντίκια, πλάσματα
ηδονικά. Ονειρεύομαι την αρρώστια που κουβαλάνε και λυσσάω από υπομονή. Μακάρι
να ‘χα τον τρόπο και τον χρόνο να μαζέψω εκατομμύρια από δαύτα και μόλις δω τον
πρώτο λοιμικό ιδρώτα να γράφει το μέτωπό μου, θα έβγαινα έξω όλο χαρά και θ’
αγκάλιαζα όποιον έβρισκα μπροστά μου, μέχρι να σαπίσει το μεδούλι μας και ν’
αρχίσουμε να ψοφάμε στους δρόμους σαν τα σκυλιά. Έχω όνειρα γι’ αυτόν τον
κόσμο, όνειρα που θα έκαναν τους πιο χοντρόπετσους να ξεράσουν από τον φόβο και
τη φρίκη. Ο θάνατος είναι η τελευταία ευκαιρία του ανθρώπου να σκύψει, όπως δεν
έσκυψε ποτέ, να υποταχτεί, να λιανιστεί, να εξευτελιστεί όσο τον παίρνει κι όσο
δεν τον παίρνει. Ευτυχείτε, μικρές μου ρέγγες. Μυρίζω την πράσινη άλμη σας μι’
ανάσα πριν από την εξαφάνιση. Όλοι πεθαίνουνε κάποια ώρα, γράφουνε ιστορία,
είναι οι αιμορουφήχτρες ψείρες στις κωλότριχες του θανάτου. Ό,τι υπήρξαμε είναι
ό,τι σκεφτόμασταν, εκείνη τη μοναδική στιγμή που ήμασταν συντροφευμένοι. Είναι
ό,τι γνωρίσαμε κι ό,τι περιφρονήσαμε, για να ‘μαστε ευτυχισμένοι έξω απ’ αυτό
που αποκαλούνε ευτυχία. Χωνεύω αυτήν την αγέλη αποδεχόμενος την τάξη, ορίζω τη
μνήμη μου, είναι μια ιστορία γραμμένη για να ωφελεί τους τυφλούς. Όλοι
ευχαριστημένοι, πίνοντας δηλητήριο μια ζωή, για ν’ απαλύνουμε την ώρα του
θανάτου. Μπορώ να διδάξω στον καθένα τον αρπισμό, ή την τελετουργία της ηρωίνης
∙ όμως τίποτα, τίποτα δεν αγαπώ!
Αγγελική Κορρέ