ΝΕΚΡΟΤΑΦΕΙΟ ΣΥΝΕΙΔΗΣΕΩΝ




I

Ένας παράξενος θόρυβος ξεσπά στ’ αφτιά μας απόψε.
Κάτι σκοτείνιασε τον ορίζοντα μας, ξαφνικά.
Ποια προφητεία λυτρώνεται τέτοια εποχή;
Να! Δένουν πεθαμένα πλοία πέρα, κοιτάξτε.
Θεόρατα φουγάρα φτύνουν μαύρο καπνό και στάχτη.
Στα μπαλκόνια, γυναίκες τ’ αγναντεύουν ποτίζοντας με το γάλα τους τις γλάστρες.
Τα κρεμασμένα τους μαστάρια έχουν πάνω σημάδια απ’ την μασέλα του θιασάρχη.
Μέσα οι άντρες , ζωντανά ράκη, δέρνουν τα παιδιά τους επιδεικνύοντας δύναμη ζηλευτή.
Γέροι ξεμωραίνονται τσαλαπατώντας ξεδιάντροπα τη σοφία των χρόνων.
Καμιά αντίδραση, μόνο η γέννα μας σοκάρει πια.
Όλα είναι παρελθόν…

II

Γλυκιά μου θύμηση, πλανεμένη, ράφτρα ξηλωμένης μνήμης
Σε είχα αγκαλιά μου και σε ξέχασα.
Και να που δίπλα μου φυτρώνουν χόρτα μαραμένα
Άσχημες στιγμές μιας άνοιξης φτωχής σε πειρασμούς
Ένα χέρι ακουμπισμένο στο κάγκελο
Και το μυαλό να επιχειρεί την απόδραση
Αρπάζουν φωτιά οι στάχτες, ξανά απ’ την αρχή
Έκτακτα προσκλητήρια αναχώρησης
Κατέβηκαν οι άγκυρες σε λιμάνι με προβλήτα από σάρκα
Κανείς δεν ακούει τον άνεμο που σφυρίζει ισορροπώντας σε σκοινί καμωμένο από κλάμα.
(Που κρύβεσαι Ναυσικά;
Κανείς δεν σε βλέπει στην παρατημένη τούτη καλντέρα.
Κι η μυρωδιά σου, σαν αυταπάτη, μας μεθά τις αργίες.)



III

Δύει πίσω απ’ το βουνό ο ήλιος.
Αυτή η μικροαστική ξέρα έχει ξεθωριάσει την ανθρωπιά μας.
Κάνουν κύκλους οι επιτάφιοι γύρω απ’ τα σπίτια μας και αναδύεται μια σκοτωμένη ελπίδα.
(Αχ να ταξίδευε η συντροφιά μας…
Να την αλμύριζαν τα κύματα της ανάστασης!)
Τις Κυριακές φοράμε τις επίσημες φιγούρες μας και βγαίνουμε στο λιοπύρι κυνηγώντας σταυρούς.
Ή κάποιες άλλες κλαδεύουμε το κυπαρίσσι της νεκροστολισμένης περηφάνιας μας με κλειστά τα μάτια.
Πλαφ! Ακούστηκε η πρώτη τύψη της ξαναμμένης μας απάθειας.
Ρέει το αίμα μας σαν τυρβώδη δίνη και μας ξεσηκώνει.
Ανέμελη μου εφηβεία, ποιος σου ζήτησε πιστοποιητικό ελευθερίας;
Ποιος σε κατανάλωσε σαν αέρα στα ταχυφαγεία των ψυχών;
Κράζουν τα κοράκια στα λιβάδια, όπου εγκαταλείψαμε τα τιμαλφή των πόθων μας.
Μας κυνηγά ο αντίλαλος μέσα στα δωμάτια μας ˙ κλειστά παράθυρα, σκούρες κουρτίνες, κλειδωμένες αισθήσεις.
Μια χαμογελαστή χήρα αναμοχλεύει χαρτιά ξεφτισμένα.
Έδωσα την ταυτότητα μου
Όνομα, μάτια, μαλλιά, δανεικές πεποιθήσεις…
Περιμένω σκυφτός μια καταιγίδα δίκαιων παραστάσεων
Ή στη μέση της πλατείας αναζητώ τα μάτια σου
Και τη λαλιά του αηδονιού στο ξημέρωμα του Σαββάτου
Γυρίζω πίσω κουρασμένος, βαστώντας στο ‘να χέρι σακούλες και στ’ άλλο ενοχές.
Ζηλεύω τους κούφιους κορμούς των δέντρων που κατοικούνται από πουλιά.
Μέσα μου κατοικεί μονάχα το ξύλο που απομένει.
Ζηλεύω τα γραμματοκιβώτια των ερωτευμένων, που φιλοξενούν την απόγνωσή τους
Εγώ φιλοξενώ έναν εγωισμό σμπαραλιασμένο.
Ζηλεύω μέσα μου την κυκλική τροχιά του χρόνου που επαναλαμβάνεται.
(Πάρε με μαζί σου στην αρχή χρόνε,
Κι εγώ θα σου χαρίσω τις στιγμές που μούδιαζαν οι παλάμες μου.)


IV

Πρωί, μεσημέρι, βράδυ…
Θρησκευτικές τελετές ευτυχίας, κοινωνικές συναναστροφές μελαγχολικών συζύγων, γεύματα χωρίς κουβέντες.
Εφιαλτικά διαλείμματα ζωής, ελεύθερες ματιές στα κλεφτά, δύο γουλιές κόκκινο κρασί, ένα δάκρυ.
(Ω άγρια μοιρασιά της απελπισίας, με τα σάπια δόντια σου κατασπάραξες τα μπάσταρδα τέκνα σου.)
Πρωί, μεσημέρι, βράδυ…
Πόσο ίδιο μοιάζεις κάθε νύχτα φεγγάρι!
Άλλο σχήμα, ίδια πλάνη…
«Πότε θα πάμε στο φεγγάρι πατέρα; Κοίτα το! Είναι κοντά μας»
Καμιά απάντηση…
Ουρλιάζουν οι τρελοί μπροστά στις βιτρίνες της λογικής μας.
Ξυρισμένα κεφάλια γεμάτα πληγές.
Μαλλιαρά εφηβαία που αναστέλλουν την ηδονή τους.
Γδαρμένες πλάτες εραστών απ’ τα νύχια του φόβου.
Φθαρμένα σκεπάσματα, φαγωμένα απ’ τον σκόρο της θλίψης…
«Επί ασπαλάθων» θα βρεθούν τα πτώματα μας
«Επί ασπαλάθων» κι ο δολοφόνος
Πάψτε να κλαίτε κι ακούστε τα λόγια της κουκουβάγιας:

Θα σας πω ένα παραμύθι, πριν πετάξω μακριά
Όχι με μάγισσες, πριγκίπισσες και κτήνη
Ούτε με υπέρβαρους ευγενικούς ιπποκόμους
Μα με σκούρα σαστισμένα βλέμματα χωρικών την ώρα της
φωτιάς
Και τυφλούς υπάλληλους ταξιδιωτικών κρεματορίων τη στιγμή της καύσης των εισιτηρίων
«Έτσι κολλάει το σπέρμα της ανηθικότητας στα σεντόνια της ζωής μας:
Σαν επίχρυσο χαρτάκι στα μάτια μιας πουτάνας
Σαν σπόροι σταφυλιού στο λαρύγγι ενός κρεμασμένου
Σαν τις καρδιές των αποτυχημένων στα σάλια της επιτυχίας
Σα μαδημένο γαρύφαλλο στον τάφο του θεού
Σαν τα τελευταία όνειρα μας στον τοίχο του λιθοβολισμού μας.
Πιο ανεπαίσθητα από ένα βήξιμο, πιο ξεδιάντροπα από μια
χλεύη
Πιο σπαρακτικά από ένα αντίο στον έρωτας της νιότης.»

(Σοφό πουλί, πληγωμένο να ‘χα φτερά να σ’ ακολουθήσω)

…και πέταξε μακριά, κι άνθισε το κλαδί που καθότανε, και το σκέπασε το χιόνι.




*
*
*
*
Υ.Γ.
*
Φωτογραφία : Κώστας Βουβονίκος - (Ο Ποιών )