...désespoir, mon bébé...

Είναι απόγευμα, η ώρα που ξεκινώ 19:21. Πριν ο ουρανός σπάραζε στο κλάμα, μου θύμιζε Μάρθα Βούρτση , και πολύ γούσταρα. Ναι έβρεχε και μάλιστα πολύ. Αν και κατακαλόκαιρο αυτή η δροσερή θερινή έκπληξη με γέμισε ευθυμία και έμπνευση. Τώρα την μουντή αυτή ευμορφία παραβιάζει ένας απεχθής ήλιος γεμίζοντάς με για ακόμη μια φορά πλήξη για την ίδια τη φύση. Στρίβω ένα γκόλντεν βιρτζίνια πορτοκαλί , ενώ ξέρω πως δε μπορώ να καπνίσω τίποτα άλλο πλην των Rothmans Royals –τα ψηλά- γιατί οτιδήποτε άλλο μου κάνει τον λαιμό σκατά, αλλά έλα που τα πήγαν 3,70 ευρώ οι άθλιοι, και δε μου περίσσευαν, λες κι από τη τσέπη μου θα σωθούμε απ’ την οικονομική κρίση, και τα βάζω με τους θεούς που ούτε ένα φυσιολογικό καταθλιπτικό απόγευμα δεν μπορούν να με αφήσουν να απολαύσω. Μη με θεωρήσεις τρελή γι’ αυτά που γράφω. Είμαι τρελή και αυτό φαίνεται από πολλά μα όχι κι από τούτο. Πιέζομαι από τα πάντα αυτόν τον καιρό. Αργεί να βραδιάζει και η ψυχή μου μεθά με τις παραπλανήσεις του φωτός. Νομίζω πως είναι νωρίς ακόμη και πως έχω ώρα μπροστά μου, προτού ξεκινήσει για ‘μένα άλλη μία φρικτή εβδομάδα άγχους και άσκοπης σπατάλης πνευματικών δυνάμεων. Οικτρή παραπλάνηση, η ώρα κοντεύει οκτώ κι εγώ ακόμη δεν έχω φέρει εις πέρας ουδεμία εκ των αυριανών υποχρεώσεών μου. Είμαι αναγκασμένη να μοχθώ για μία ριμάδα κωλοδουλειά που δε πολυγουστάρω, γιατί έχει αρχίσει να με αποσπά επικίνδυνα από το γράψιμό μου. Κανείς δεν μπορεί να το καταλάβει αυτό. Το θεατρικό μου προχωρά αργά σαν όπελ καντέτ του ’80 σε ένα στενό του 21ου αιώνα, κάπου στην Ομόνοια. Το καντέτ είναι το ξεχαρβαλωμένο μου θεατρικό έργο, ανάμεσα στα καλογυαλισμένα τσερόκι ποιήματα των άλλων. Φαντάσου πιο θα κάνει προσπέραση. Ίσως τα πράγματα να ήταν χειρότερα. Θα μπορούσα να οδηγώ τρίκυκλο του ’30 –βλέπε τα σονέτα μου της κακιάς ώρας και μόνο- και να είμαι και ευχαριστημένη. Α στο διάλο κωλοκοινωνία. Έχω βδομάδες να γράψω κανονικό ποίημα –«κανονικό» τρόπος του λέγειν, δεν υπάρχουν «κανονικά» ποιήματα, θέλω να πω απλά κάτι που να μην είναι για γιαούρτια- κι όπως λοιπόν δεν γράφω ποιήματα, η ψυχή μου φεύγει χρόνια πίσω. Έχω λοιπόν ένα πνεύμα οπισθοδρομικό και κανείς δεν του δείχνει πως πάει λάθος. Το απαρχαιωμένο μου όπελ πνεύμα, με τα σχισμένα καθίσματα και καμένο από κάποια κάφτρα που έπεσε κατά λάθος επάνω ενώ μούντζωνα κάποιον μαλάκα που πέρασε με κόκκινο, τιμόνι, έχει μπει σε λάθος λωρίδα και τρακάρει με μανία πάνω στα ακριβοπληρωμένα, με δερμάτινα σαλόνια και επένδυση ξύλου και δε συμμαζεύεται, μερσεντές πνεύματα των άλλων. Προς το παρόν όμως είμαι σπίτι μου και μυξοκλαίω πάνω απ’ τη μέτρια Brother, Deluxe 220, γραφομηχανή μου και χαζεύω ένα αυτοκολλητάκι πάνω στο σκέπασμα που γράφει «Σ.Τ.- ΜΗΧΑΝΕΣ ΓΡΑΦΕΙΟΥ – ΦΕΙΔΙΟΥ (τόσο) ΑΘΗΝΑΙ, ΤΗΛΕΦΩΝΟ (7 αριθμοί ακόμη)» . Γαμημένη γραφομηχανή, μου κατέστρεψες τα μάτια απ’ τα άθλια ποιήματα, γαμημένε υπολογιστή, μου κατέστρεψες τα μάτια απ’ τα άθλια ποιήματα συν την ακτινοβολία. Αυτό φταίει, μάλλον τυφλώθηκα γι’ αυτό και δε βλέπω τι γράφω. Συγνώμη αν τώρα που το διαβάζεις αυτό κλαις από λύπηση για τη βλακεία που με δέρνει. Από αύριο θα ξαναδείς να ποιήματά μου να παρελαύνουν σα ξαναμμένα κοριτσάκια του λυκείου σε κάποια εθνική γιορτή, με τις κακόγουστες και υπέρ του δέοντος κοντές φουστίτσες τους -που πολύ μου αρέσουν ακριβώς γι’ αυτό το μήκος γιατί είναι εν μέρει επαναστατικές- πηγαίνοντας πέρα-δώθε με τρόπο που θυμίζει μαούνα σε μελτέμι. Παράπονα για προσβολή δημόσιας αιδούς λόγω του παρόντος κειμένου, σ’ αυτόν που μου έκανε δώρο αυτό το δαιμονισμένο Château Lafite του ’87. Α, ναι, φταίει και ο Μπουκόφσκι. Κρίμα που δε ζει, θα τον παντρευόμουν ευχαρίστως και θα είχες την ευκαιρία να παραπονεθείς και στον μεγαλοφυή άντρα μου. Υποτίθεται λοιπόν ότι έχω ένα ποιητικό blog, του οποίου όμως τώρα κάνω κατάχρηση δημοσιεύοντας παρακμιακά κειμενάκια, αισχρά πλην τίμια γιατί είναι η ωμή πραγματικότητά μου, όχι πως η πραγματικότητά μου είναι τίμια, η τιμιότητα αναφέρεται στο αληθές των συναισθημάτων μου. Που πήγε η σιχτιρισμένη μου ποίηση οέο? Απελπισία, μωρό μου. Είναι 20:15. Είμαι η Άντζυ και μόλις τελείωσα. Και ω! φίλε ξανάρχισε να βρέχει...
*
*


*


...καὶ μὴ εἰσενέγκῃς ἡμᾶς εἰς το πιοτόν,
ἀλλὰ ῥῦσαι ἡμᾶς ἀπὸ τοῦ μεθυσιοῦ.
Αμήν.
*
*
*
*
*
Υ.Γ.
στη φωτογραφία : Η κοκκινόμαυρη Brother μου με το επί εβδομάδες κενό χαρτί , το τελευταιο royals του τελευταίου μου πακέτου, το κρασί μου, και μερικά απο τα πιο αγαπημένα μου βιβλία. Ο τοίχος μου απο πίσω είναι βαμμένος μπλε, το χρώμα που θα 'χει η θάλασσα όταν πέσω , σε περίπτωση που το χαρτί που λέγαμε παραμείνει κενό...