Ο ΔΡΟΜΟΣ

*
Κάποιον Ιούλιο θλιβερό του ’69 ένα ατελέσφορο φως του ηλίου ασελγούσε πάνω στα σώματά μας καθότι είχαμε λησμονήσει ανοικτό το μοναδικό παράθυρο του δωματίου μας από τη νύχτα θέλοντας ν’ αποφύγουμε το φριχτό καμίνι του έρωτα και του αποπνικτικού θέρους. Τα κάθιδρα μέτωπά μας όπως το αίμα στους λόφους των δακρύων, που ήταν τα μάτια μας, έρρεε ακατάπαυστα. Θρηνώντας για τη χαμένη πρωινή ρέμβη μου σηκώθηκα να κλείσω τη φθαρμένη κουρτίνα γλιτώνοντας τον αγαπημένο μου από βέβαιο θάνατο · γνωρίζαμε το πώς να δραπετεύουμε από τον αφανισμό της νύχτας όμως εκείνος του λυκαυγούς ήτανε πάντοτε καλά προετοιμασμένος. Προτού παραδοθώ για λίγο ακόμη στις μέθες κι όλους τους άλλους πειρασμούς του ενυπνίου έμεινα λίγο ν’ αγναντεύω τη κίνηση κάτω στον λυπηρό δρόμο που είχε φτιαχτεί από πέτρα στο χρώμα της πρώιμης στάχτης μ’ όλους του τους ανθρώπους, τα ζώα, τ’ άνθη, τ’ αντικείμενα, ζεστά, από τα τρυφερά αγγίγματα του ηλίου. Η ενεργητικότητά τους, οι ήχοι και το έντονο άρωμα της ίασης που ανέδιδαν οι θαυμαστές επιδερμίδες τους όπου κάτωθέν τους κυλούσε ζωντανό αίμα, χάριζαν στην αδρανή μορφή μου τα θαύματα της διέγερσης. Τα μάτια μου έτρεμαν, τα χείλη μου είχαν ανάγκη τη θερμόαιμη γαλήνη της σαρκός τους, το ναρκωμένο πνεύμα μου διψούσε ακόμη και ήταν η καρπερή ευθυμία τους ο αναλγητικός οίνος. Έκλεισα τη κουρτίνα βιαστικά και με το κορμί μου να πάλλεται από τα μένη της βουβής θλίψης που περιέσφιγγε τα σπλάχνα μου, κρύφθηκα μέσα στα παραπετάσματα του μεταξένιου σεντονιού που ασφυκτιούσε από τη δροσερή ψευδαίσθηση των ανθρωπίνων φύσεων. Η παυσίλυπή μου επιστροφή καθώς μετέτρεπε την ανυπόφορη οδύνη μου σε μιαν απλή, διακριτική μελαγχολία, μήνυσε και πάλι στα όνειρα να περιθάλψουν κάθε μου αίσθηση της ηδονής. Σα να μ’ επισκέπτονται ακόμη οι αναμνήσεις από τα κρυφά μιλήματα των περαστικών ως την ηχώ του σώματός τους που ήταν όμοια με τις ωδές που σιγοτραγουδούσε ένα κελάρυσμα στη κρύα πηγή καθώς το γάργαρο νερό ξεδιψούσε τα φλογισμένα χείλη του μεσημεριού. Μία στιγμή να κλέψω απ’ ότι δεν έζησα ποτέ κλεισμένη στο νυχτικό κελί μου κι αμέσως γίνομαι χωρίς φτερά, στο ληστρικό πρωινό, λευκόλαιμο αηδόνι .
*
*
*
*
*
*
*
*
*
© Αγγελική Κορρέ