ΙΣΩΣ ΟΧΙ ΑΡΚΕΤΑ ΑΣΧΗΜΗ ΓΙΑ ΝΕΚΡΗ

Το πρόσωπό της έμοιαζε πλασμένο από παλιά πορσελάνη. Τα μελανά χείλη της ήταν σφιγμένα σαν να κρατούσε ένα ανθρώπινο νεύρο ανάμεσα στα δόντια που κρύβονταν από πίσω τους επιδέξια. Τα μάτια της θα έπρεπε να πονούσαν από το τόσο σκληρό βλέμμα της. Ένα βλέμμα ψυχρό σαν τη καρδιά του Διαβόλου της προσωπικής κόλασης εντός της οποίας εκείνη θα έπρεπε να κατοικεί. Μία ισχνή γραμμή από έβενο γύρω από τις κόγχες της έμοιαζε με ρωγμή από ισχυρή σεισμική δόνηση στον πυθμένα της πιο βαθιάς θάλασσας του κόσμου. Ρωγμές που ξερνούσαν την γητεία του πόνου. «Πάψτε, σκυλιά», θα έπρεπε να σκεφτόταν, «θέλω να γυρίσω στο σπίτι μου και να κλάψω». Ήταν όμως τόσο κομψή κι ευγενική, οι τρόποι της δεν θα της επέτρεπαν ποτέ να μας αγνοήσει επιδιδόμενη μπροστά στα μάτια μας σε έναν ακατάσχετο θρήνο. Νομίζω πως ακόμη κι όταν μένει μονάχη με τον εαυτό της δειλιάζει μπροστά σε μία εκτονωτική κραυγή. Έτσι εξηγείται το ανέκφραστο πρόσωπό της. Ένας οποιοσδήποτε μορφασμός θα ήταν αρκετός για να εκτοξεύσει ετούτη τη πικρή καταπίεση. Οι ευγενικές γυναίκες είναι χειρότερες κι από εκείνες που μεμψιμοιρούν χωρίς έλεος για την αντοχή των ακροατών τους. Φώναξε λοιπόν, ανόητη. Μία στιγμή εκκωφαντικού γόου είναι λιγότερο ανυπόφορη από την αιώνια βουβή θλίψη. Οι άνθρωποι που κρατούν τη θλίψη μέσα τους είναι μοχθηροί σαν τις ύαινες. Γιατί γνωρίζουν πως όταν πάψουν να βρίσκονται κοντά σου εσύ θ’ αναλογίζεσαι την βαθιά μελαγχολία τους για ώρες. Θα αναρωτηθείς τι ήταν λοιπόν αυτό που τους βασάνιζε. Το ίδιο σου το κορμί θα εκκρίνει την βλέννα της συμπόνιας. Όμως αυτοί οι μοχθηροί άνθρωποι δεν χρησιμοποιούν το σιωπηλό μαρτύριό τους παρά για θέλγητρο. Είναι η κρυφή γητεία που τους εξασφαλίζει τον θαυμασμό και την σύμπραξή μας. Δυστυχώς όμως εκείνη είχε μία παράξενη ομορφιά που δεν σε άφηνε να την αγνοήσεις σαν ακόμη ένα θύμα της αυτοκαταστροφής που τραβά τις ψυχές των άλλων με την αντλία της ίδιας τους της λύπησης, μεταγγίζοντάς τες εντός της, ώστε να προσθέσει ακόμη ένα απόκτημα στην τερατώδη της συλλογή. Δεν ξέρω αν η ομορφιά της μου υποσχόταν κάποια παρακινδυνευμένη ηδονή. Είχα όμως ήδη μετατραπεί σε έναν σκλάβο της νεκρότητάς της. Κάποια στιγμή, ίσως έχοντας ήδη αντιληφθεί την υποδούλωσή μου, μου μίλησε. Οι κυνόδοντές της ήταν ίσως κάπως πιο μυτεροί από ότι θα ‘πρεπε. Θύμιζε τους λογοτεχνικούς Πρίγκιπες της Νύχτας. Καταβάλλοντας αρκετή δύναμη συγκράτησα ένα ειρωνικό μειδίαμα που ήταν έτοιμο να κατασχίσει τα χείλη μου προδίδοντας όλη την αγένεια που μπορεί να κρύβει μέσα του ένας άνθρωπος. Ήθελα να γελάσω μ’ εμένα τον ίδιο στην πραγματικότητα, γιατί αυτός ο ανθρωποποιημένος δαίμονας είχε βαλθεί να με κατακρεουργήσει με τον εμπαιγμό του κι εγώ δεν ήμουν καθόλου διατεθειμένος να τον εμποδίσω. Μου είπε πως με ευχαριστούσε για την προσφορά μου. Την κοίταξα απορημένος καθώς δεν ήμουν σίγουρος για την φύση αυτού που είχα προσφέρει. Όταν άρχισα να ποθώ τον δικό μου θάνατο, κατάλαβα. Της είχα αθέλητα παραχωρήσει την θέληση της ζωής, ανταλλάσοντάς την με την δική της θέληση του θανάτου. Ας μην μιλώ άλλο όμως. Το φέρετρό μου ήταν εξαιρετικά ακριβό για να αφήνεται τώρα στο έλεος της αχρησίας. Έχεις ακούσει ποτέ για την Αρχή Χρήσης και Αχρησίας? Λοιπόν, αυτή δεν ισχύει στο θάνατο. Γιατί, ακόμη κι αν πάψουμε να τον χρησιμοποιούμε, εκείνος δεν πρόκειται ποτέ να ατροφήσει. Το μόνο που θα κερδίσω λοιπόν αρνούμενος το θάνατό μου, είναι ένας απροσδόκητος όλεθρος. Τουλάχιστον, αν τον γνωρίζω πρωτύτερα, θα έχουμε τον χρόνο να συμφιλιωθούμε.
*
*
*
*
A. K.