Necrokinesis...

*
Είσαι δυστυχισμένος? Χεχεχεχεχεχε. Λοιπόν πρέπει ν’ αρχίσεις να τρως μύγες. Εχθές το βράδυ, μια αλογόμυγα είχε μπει μέσα στην κάμαρά μου και η τρομακτική σιωπή της νύχτας μαστιγωνόταν από το εκκωφαντικό βουητό. Δεν μπορούσα με τίποτα να τη βγάλω έξω. Πρώτα της άφησα το παράθυρο ανοιχτό για να φύγει από μόνη της, μετά προσπάθησα να την κλείσω μέσα στα χέρια μου ή να την φυλακίσω με κάποιον τρόπο, ώστε να την οδηγήσω εγώ έξω από το δωμάτιο, όχι γιατί μ’ ενοχλούσε, αλλά γιατί λυπόμουν να τη βλέπω να ζαλίζεται από τον καπνό. Για να είμαι ειλικρινής, υπήρχε και η εγωιστική πλευρά της φιλευσπλαχνίας μου. Η νάρκωση είναι καθαρά προσωπική υπόθεση και δεν πρόκειται ν’ ανεχόμουν από μία μύγα να πιει τον καπνό μου. Ήμουν απελπισμένη, η μύγα ήταν απλώς μία ανούσια παρουσία στο χώρο μου, σε τίποτα δε θα μου χρησίμευε. Υπήρχαν λίγα ψήγματα μοναξιάς παρατημένα μέσα μου από περασμένες νύχτες, αλλά αφενός δε μου άρεσε η κτηνοβασία κι αφετέρου, ακόμη κι αν μου άρεσε, θα ήταν δύσκολο να κάνω έρωτα με μία μύγα. Τελικά η ίδια η μύγα έδωσε τη λύση. Είχα δίπλα μου ένα ποτήρι, στο οποίο πριν μία, δύο ή και περισσότερες εβδομάδες υπήρχε πηχτός χυμός κόκκινων φρούτων. Έπληττα και μόνο στην ιδέα να το πλύνω γι’ αυτό και είχα αφήσει το ποτήρι εκεί, να σαπίζει μέσα στα υπολείμματα του χυμού. Ξαφνικά λοιπόν η μύγα κάθισε επάνω στο παγωμένο, λασπώδες στόμιο του ποτηριού. Θυμήθηκα πως διψούσα. Τα μαύρα πόδια της μύγας είχαν κολλήσει επάνω στο πεθαμένο υγρό και κατάλαβα πως δεν μπορούσε να φύγει, αν και πάσχιζε μανιωδώς, κυριευμένη από φόβο. Με μία γρήγορη κίνηση, έπιασα το ποτήρι και έκλεισα τη μύγα μέσα στο στόμα μου. Στην αρχή εκνευρίστηκα γιατί η μύγα άρχισε να πετάει μέσα του και να με γαργαλά. Πλημμύρισα το στόμα μου με σάλιο και λίγο από το γλυκόξινο κίτρινο φλέμα που γεννούσε η αρρώστια και η κακή κάνναβη. Πάει η μύγα, λίγο πνιγμένη, λίγο ζαλισμένη, κόπασε, εξασθένησε. Τότε άρχισα να μασάω. Δάγκωνα το λιλιπούτειο, στρογγυλό, τριχωτό σωματάκι της και τα ωραία, ανάλαφρα φτερά κι ένιωθα τα ποδαράκια να σφηνώνονται ανάμεσα στα δόντια μου και να ξύνουν τους γομφίους μου, οι οποίοι ταλαιπωρούνταν από τη φαγούρα της πείνας. Είπαμε, υπάρχει τρέλα, αλλά όχι και τόση, ώστε να ισχυριστώ ότι μου άρεσε η μύγα. Ήμουν λίγο ναρκωμένη και δεν καταλάβαινα και πολλά, αλλά σίγουρα η μύγα δεν είχε ωραία γεύση. Είχε πλάκα όμως, γιατί γεύτηκα τη γοητεία του διαφορετικού. Είχα βαρεθεί να τρώω σάρκες ζώων. Ναι, δυστυχώς κανένας άνθρωπος δε με είχε αφήσει να φάω τη σάρκα του, αλλά και να μ’ άφηνε, η διαφορά δε θα ήταν μεγάλη. Όλοι τους είναι ζώα και μάλιστα τα πιο βρώμικα. Ευτυχώς που δε μ’ αφήνουν να γίνω κανίβαλος. Ήδη σιχαίνομαι. Τέλος πάντων, ας επιστρέψω στη μύγα. Κατάπια ότι ήταν να καταπιώ και μετά καθάρισα τη γλώσσα και τα ούλα μου απ’ ότι είχε μείνει με μία γουλιά χλιαρό νερό. Κατάπια και τη γουλιά και μετά πήρα την αντιβίωσή μου. Δύο βδομάδες άρρωστη, δύο βδομάδες να παίρνω φάρμακα και δεν είχα δει την παραμικρή πρόοδο. Κι όμως, το επόμενο πρωί, μετά τη σφαγή της μύγας, ένιωθα πιο υγιής από ποτέ. Εκτός αυτού, ένιωθα ευτυχισμένη. Άμα είσαι δυστυχισμένος, τρώγε μύγες. Κοίτα, μύγα, μην το παίρνεις προσωπικά. Τουλάχιστον εγώ είμαι ανώτερο ον, ανώτερο ακόμη κι από τ’ ανώτερα, σίγουρα είναι καλύτερα να σε φάω εγώ παρά κανένας βδελυρός βάτραχος ή κάποιο ξεπουπουλιασμένο πουλί, σαν τις καρακάξες που τρώνε ψοφίμια. Έτσι κι αλλιώς, θα συναντηθούμε ξανά στο Βασίλειο των Ουρανών, όταν οι ψυχές μας θα ‘ναι ελεύθερες πια και θα στεκόμαστε με δικαιοσύνη και ισότητα η μία απέναντι από την άλλη. Γι’ αυτό σου λέω, αγαπητή μύγα, μη μου κρατάς κακία. Αν θες να μου αποδείξεις πως με συγχωρείς, στείλε μου απόψε μία φίλη σου, να περάσουμε καλά οι δυο μας κλεισμένες μέσα στην κάμαρά μου. Θα τη φάω και θα ‘χεις παρέα. Μέχρι τότε, αναπαύσου εν ειρήνη. Έχε γεια μακάρια, δακρυοθραύστα μύγα. Ωπα, μισό λεπτό. Δεν κατάλαβα, γιατί να μ’ ενδιαφέρει η πνευματική κατάληξη της μύγας? Λες και δεν έχω δικά μου προβλήματα... να πας στην κόλαση, σιχαμερό ζωύφιο! Εγώ σ’ έσωσα, δε σου έκανα κακό. Σε γλίτωσα από την αποσύνθεση. Ξέρεις τι θα γίνω εγώ όταν πεθάνω? Μια σάπια καφετιά μάζα γεμάτη κόπρανα σκουληκιών. Θα με τρώνε οι μακρινοί σου συγγενείς, απαίσια μύγα! Θα σαπίζω, θα λιώνω, τα έντερα μου θα σκορπίζονται στον πάτο της κάσας, τα μάτια μου θα χυθούν μέσα στο στόμα, το συκώτι μου θα ρέει πάνω στα κόκκαλα, θα χάσω τα χείλη μου και τα περισσότερα από τα δόντια μου θα πέσουν. Τα μαλλιά μου θ’ αραιώνουν σταδιακά ώσπου να μείνω ένα φαλακρό κεφάλι, μισό κρανίο μισή κίτρινη μάζα λίπους και δέρματος. Η μύτη μου θα φαγωθεί, τα μάγουλά μου, η σάρκα του λαιμού και της κοιλιάς, των ποδιών μου, των χεριών μου. Θα σαπίσω, θα χυθώ στο χώμα και θα μείνει μονάχα ο σκελετός μου με τα ραγισμένα, βρώμικα κόκκαλα. Το βρωμοσκουλήκι που θα φάει τη γλώσσα μου θα μου στερήσει τη μικρή πολυτέλεια της κραυγής. Κατάλαβες τώρα, μύγα? Καλά να πάθεις, κι εσύ και όσοι άλλοι έφαγα και θα φάω. Από αύριο, θ’ αφανίσω το είδος σου. Χαχαχαχαχαχα. Σ’ αρέσει Θεέ? Ωραία δεν περνάμε? Εντάξει, συγνώμη, δεν ξαναπιάνω στο στόμα μου τ’ όνομά Σου. Πολλά σκουλήκια κάποτε θα περάσουν από αυτό, όσο κι αν τ’ αγιάσεις εσύ, αυτά θα το φτύσουν. Πάντως ισχύει ότι μ’ έκανε ευτυχισμένη η μύγα. Καλή μου φρίκη, που απλώνεις το πέπλο σου πάνω στο βραδινό μου παραλήρημα, κόπιασε στην κομματιασμένη μου αγκαλιά. Οι πληγές μου με τσούζουν, είμαι στην κόλαση, βοήθεια, που λένε. Δεν αντέχω άλλο να μιλάω για μύγες, θα χτυπήσω στο κεφάλι μου στην άκρη του κρεβατιού μέχρι να βγει καμιά καλή ιδέα μαζί με τον εγκέφαλο. Το κρανίο μου είναι δικό μου, άμα θέλω το σπάω πάνω στο κρανίο του Χριστού, σε περίπτωση δηλαδή που βρεθεί ποτέ. Τα μάτια μου αναδεύονται τώρα που σου μιλάω, μύγα, βλέπω πίσω από τα πάντα και ταυτόχρονα στα πλάγια, εκτός από μπροστά. Δεν είμαι άλογο, μόνο ανορθόδοξα ξέρω να βλέπω, γι’ αυτό και ποτέ δεν πάω μπροστά. Όχι τόσο κυριολεκτικά όσο μεταφορικά. Τυχαίο? Κάποτε πρέπει να τελειώσω γιατί δεν αντέχω τις μύγες. Σκάσε κι εσύ μωρή, τα τύμπανα θα μου σπάσεις. Θα ήθελα να χαστουκίσω τον εαυτό μου, μπας και ηρεμήσει, αλλά είναι μυγιάγγιχτος και θα τον πιάσουν πάλι οι νευρώσεις του. Εδώ ένα αεράκι σηκώνεται και κλείνει τα μάτια από φόβο, λες και έρχεται καμιά πέτρα κατά πάνω του. Τι αντανακλαστικά κι αυτά. Λοιπόν, ας αλλάξουμε θέμα. Μη μου λες εμένα ότι είσαι δυστυχισμένος, μη μου λες εμένα ότι είσαι δυστυχισμένος, είπα!!! Τελευταία νιώθω ένα παγωμένο ρεύμα στα πόδια μου, αν και όλα τα παράθυρα και οι πόρτες είναι κλειστά. Ακόμη κι όταν είμαι στο κρεβάτι μου με τρεις κουβέρτες σκεπασμένη, το ίδιο νιώθω. Υποψιάζομαι πως κάτι που δεν μπορώ να δω αγκαλιάζει τα πόδια μου. Όσο δεν το βλέπω δε μ’ ενδιαφέρει ιδιαίτερα. Αλλά επειδή είμαι σίγουρη ότι θα πάθω ανακοπή έτσι και το δω ποτέ, προτιμώ να παραμείνει αόρατο. Γι’ αυτό αγαπάω τόσο πολύ το Θεό, γιατί δεν μπορώ να Τον δω.
*

*
α.κ.