ΜΑΥΡΟ



Στα χέρια μου της προσευχής μαύρο ροζάριο
Μαύρη στην γλώσσα μου όστια η σελήνη
Και πώς το σκοτεινό μου πένθος ν’ απαλύνει
Μαύρο, από μαύρο μελάνι, πένθιμο στιχάριο

Μαύρη της νόησής μου εσθήτα, η νυφική
Ενδυμασία στου θηλυκού το μαύρο σώμα
Που κείται από μαύρο θάνατο στο στρώμα
Που άλλοτε πλάγιαζαν λεπροί και τυφικοί

Κι όπως αρμόζει τώρα πια και πάλι μαύρη
Η νύχτα έξω απ’ το μαύρο μου κελί
Μ’ εμένα εντός του να ρεμβάζω νωχελή
Αφού ‘ναι η μοίρα μου αντί για ‘μένα λάβρη

Η μοίρα μου! Που μαύρη είναι κι αυτή,
Μοίρα θνητού που ‘ναι γραφτό του να θαφτεί



α.κ.