Και το όραμα σταμάτησε και η ζωή κόπασε

*


*


«Quem nao quiser sofrer que se isole...»
F. Pessoa


Πρέπει λοιπόν, όπως ο εαυτός σε προσεγγίζει από χλεύη και η ζωή γελά από το θλιβερό θέαμά σου, να μπεις ως ξεχασμένη αρρώστια, μέχρι τα κόκκαλα στην απομόνωση, να γίνεις ένα με αυτό που σου προσφέρει τον ύπατο χαμό. Η καταγωγή σου θα πάψει να κυλά, θα μαραζώσει η ταυτότητα, ακόμη και η όψη σου, που δεν είναι παρά σάρκα ορισμένη για βασιλεία βραχύχρονη, θα συζευχθεί αδελφική ύπαρξη σαν αρχαία θεά, την άλλη όψη που κρατά κανείς στοργικά φυλαγμένη πίσω από το φαινόμενο πρόσωπο, καθ’ όλην τη διάρκεια της ζωής του. Το γήρας δεν ωφελεί, αν έρχεται σε ‘σένα απροειδοποίητο, δίχως να έχεις διατάξει τη σύντομη φύση να προεργαστεί, να εξοικειωθεί προτού την παρασύρει η μαύρη έκπληξη στο φόβο της ταφής. Πριν γίνουν όλα ετούτα, μάθε, ν’ ανέχεσαι τον βίο που θα γελά. Αν τόσο βάρος σου προσθέτει ο πόνος, ας μη δοκιμάσεις μι’ αντοχή που δε διαθέτεις. Χίλιες φορές καλύτερα να επιλέξεις στο βωμό της απομόνωσης, να θυσιάσεις όλην την παρθενική σου γνώση, τις όμορφες και αποτρόπαιες εμπειρίες, τη μνήμη, κάθε ανάγκη των δύο υποστάσεων και κάθε χυδαία βουλή των αισθήσεων. Να απομονωθείς σαν το τρελό, να απομονωθείς σαν το λεπρό, να απομονωθείς σαν τη ντροπιασμένη γυναίκα ή τον άνδρα τον πατροκτόνο, ώσπου ν’ ακούσεις την ορφανή αυτοχειρία να χτυπά την πόρτα σου επαιτώντας κι όταν ανοίξεις, ν’ αντικρίσεις ένα μικρό κορίτσι τέτοιας ωραιότητας, που να θελήσεις αμέσως να περιμαζέψεις το φτωχό πλάσμα, να το ντύσεις με τ’ ακριβότερα ρούχα και να του δώσεις τα γευστικότερα εδέσματα. Εκείνη, προερχόμενη από έναν κόσμο αδίστακτης ευγένειας, θα σου ζητήσει τότε ν’ ανταποδώσει το καλό, προσφέροντάς σου μία θέση βολική στο παιδικό κρεβάτι της. Όση τρέλα κι αν έχεις καταπιεί στην απομόνωση, τέτοια προσφορά καμιάς λογικής σήψη δεν την αποκρούει. Να προτιμάς να σε περιορίζει η τύχη, όχι η ψυχή. Γι’ αυτό τις ζωντανές, λαμπρές ευκαιρίες να τις στύβεις στα χέρια σου, ώσπου να χυθεί επάνω σου όλο της το αίμα. Τα ραγισμένα πουλιά θα πιουν ό,τι απομείνει.




α.κ.