Ας έχει ο Θάνατος τη χάρη της Βηρσαβεέ





Η ομορφιά που προσεγγίζω δεν είναι υπέρ μου
Γιατί μέσα στα άλλα εμπορεύματα της νύχτας διακινείται
Προσιτή όσο σχεδόν και η αντίστροφή της, άγια δυσμορφία

Γόνος μιας κοσμικότητας ανήκουστης εκτοπίζει όλο χάρη
Το βαθύτερο σπέρμα των προσώπων, το μορφασμό και την αίσθηση
Όταν ακόμη κι από μεγαλύτερα άλγη ολόλαμπρη εκτίθεται
Στα κουρασμένα από παρόμοια αισθήματα μάτια των άλλων

Όλο χαριτωμένο νεύμα και μειδίαμα, η ευτυχία είναι μια ρίζα παρακμής
Εφόσον τίποτε άλλο δεν έχει ισχύ αυτές τις μέρες των δεινών εκτός από τη λύπη,
Αλλά γιατί κι αυτή η οδύνη να διακρίνεται σπαταλώντας το μύρο της μορφής
Και την απόκοσμη αναδίδοντας οσμή της σήψεως να ηττάται?

Καθολικώς οι θλίψεις μου κρυμμένες κι ας εξασφαλίζουν το διηνεκές
Από τη μεγάλη ντροπή της αποκάλυψης να μη χρειαστεί ν’ απαλλαχθεί
Στο θάνατο η ψυχή μου. Την προσδοκία παρθενική χωρίς πρόσθετες έγνοιες
Ας εξαντλήσει το σώμα μου, του αυτόχειρα



α.κ.