28:06:42:12




Μα μόνο πόνο, μα μόνο ανάγκη, ποιος έχει πιαστεί στην κτηνωδία
Ν’ αναπολείς αυτόν που δεν αγάπησες
Κι η έλλειψή του να μην είναι αντάξια
Ούτε του θανάτου ενός ακριβού ανθρώπου
Γνωρίζω τα νοτισμένα χέρια της αχαριστίας
Άρρωστα από την επιδίωξη της ηδονής
Τίποτε άλλο δεν ήταν κι όμως μας ερημώνει ό,τι δεν επιθυμήσαμε
Σαν οι καρποί όλων των θαλασσών δεν έφτασαν να μας κατασχίσουν
Η βροχή μάς λύτρωσε από κάθε υπόνοια
Και ακόμα και η κόλαση έχει ημερεύσει στα σωθικά μας

Ακριβέ της αγανάκτησης και κάθε αισθήματος μαρασμού
Πώς είναι η ώρα στο βαθύ κλάμα των ορέων δίχως εμένα
Πώς είναι η χλωρή κραυγή του χειμώνα στα βάρβαρα εγερτήρια
Αφού λογοφέραμε σε πάλες πλεγμένων αστραγάλων
Και μι’ αδυναμία δεν ανέτειλε για ‘μας μπροστά στη θλίψη του άλλου
Ό, τι γνωρίσαμε λησμόνησε να υπάρχει
Και τα βράδια οι κάμαρές μας σπάζουν οστά

Στην περίφρακτη γη των ημερών με τ’ ανυπόμονα σφαγάδια
Το κρέας είναι σκληρό κι οι φλέβες στα λεπτά πόδια του μονάχου
Τρέμουν όπως οι τίγρεις στον παγωμένο ποταμό,
Έχοντας υπάρξει όπου κανείς δεν τις αναζήτησε

Τώρα πίνουμε γάλα γλυκό, η μέθοδος της φυλακής έχει φράξει
Όλες τις φλέβες μας, το βήμα το πιο μικρό μάς είναι πολύτιμο
Πέταξε πίσω από τα μάτια, ακριβέ, πέταξε!
Ένα τρυγόνι δε φέρνει το θάνατο στις ποτισμένες μ’ αρρώστιες άλλων
Κουβέρτες του στρατώνα
Το τελευταίο πρωί για σινιάλο θα ανεμίσουν σεντόνια βορινά
Ξέρω τον κόσμο, η ώρα του έχει έρθει
Το νεκρό σώμα της τύχης μας δε θα το θυμόμαστε παρά
Σα μια λακκούβα στ’ ανυποψίαστο χορτάρι



Άντζυ Κ.




Στο φανταστικό μου φίλο….