DE GEBOORTE VAN DOOD : ZELF-CASTRATIE MET BLOTE HANDEN





Φοβήθηκα γιατί ήμουν μόνος · και μια ευλογία από αυτόν που έδωσε κοκαΐνη στο θεό, μ’ έσωσε από τ’ απόστημα που ονομάζεται ελπίδα. Έπαψα ν’ ασχολούμαι με κάθε τι ανθρώπινο. Πήρα στα χέρια μου το ηνίο της φυλακής: έφτιαξα οικογένεια. Τώρα ένας παλιός γνώριμος με φωνάζει απ’ το πηγάδι. Δεν εγκαταλείπω το ήθος ούτε τη χώρα μου. Ξέρω να πολεμώ το πρέπον με τον εξευτελισμό του, γιατί ο καθένας, ακόμα κι ο βλάκας, μπορεί να το καταλάβει, πως δε δίνω τίποτα για όσο υπηρετώ την ανθρωπιά. Το μεταφυσικό και το παράλογο είναι το δεξί και το αριστερό μου χέρι. Μαλάζω μια κουρασμένη πλάτη, ζυμώνω ένα ψωμί. Επιλέγω την τρέλα και φτάνω χίλια σκαλοπάτια πιο πάνω από τη λογική. Ξέρω. Και μπορείτε να μου πάρετε τα πάντα, τα πάντα, αλλά όχι την γνώση.

***

Κι όμως δεν πιστεύω στις ιδέες, δεν πιστεύω στο μεταδόσιμο αίμα των ιδεών, και στην παρασυναγωγή των ιδεαλιστών, οι οποίοι αποτελούν το ακίνητο στολίδι της κοινωνίας. Καθηλωμένοι στον αυτοσκοπό του έργου, οι ιδεαλιστές δεν παράγουν παρά μονάχα την κόρα, που είναι η θέληση του στοχασμού, απ’ όπου μπορεί να ξεκινάνε όλα, χωρίς όμως να υπόσχονται την τελείωση του στοχασμού, την ουσία του, την απάντηση ενός ερωτήματος ή τη λύση ενός προβλήματος. Η παιδεία είναι η ηλακάτη του έργου. Δεν αρκεί να γνωρίζεις πώς θα τη χρησιμοποιήσεις, πρέπει να ξέρεις και γιατί θες να τη χρησιμοποιήσεις, καθώς επίσης και να οραματιστείς και να υλοποιήσεις το σχέδιο του υφαντού. Οι λέξεις είναι η ασιτία του λόγου. Η ιδέα είναι ένα λουκούλλειο γεύμα. Γι’ αυτό υποστηρίζω την πράξη, που στεφανώνεται από λέξεις και κινείται με ιδέες, και τον βουβό άνθρωπο, που είναι ο φωρατής της.

***

Ζούμε σε εποχές όπου η τέχνη είναι θαμμένη βαθιά, ως τις ρίζες των βουνών. Όμως οι μέρες μας είναι μετρημένες για το ακατάπαυστο της τέχνης. Λόγω αυτού, συν του ότι ο μεγαλύτερος φόβος του ανθρώπου θα παραμένει, εις τους αιώνας των αιώνων, ο θάνατος, προσπαθούμε να χωρέσουμε εντός των στενών πλαισίων της ζωής μας την απεραντοσύνη του πνεύματος. Άραγε όμως τι περιλαμβάνει ο δυσνόητος τούτος όρος στον οποίο μοχθούμε ολημερίς κι ολονυχτίς να επιβάλλουμε το όριο της ανούσιας καθημερινότητάς μας? Θα σταθώ στο κυριότερο ίσως θύμα της ανθρώπινης τάσης μας να εκμαυλίζουμε όσα μας δόθηκαν άρτια κι αμόλυντα από Θείο Χέρι. Τι άμοιρη ύπαρξη η λογοτεχνία, και δη η ποίηση. Διότι εκείνη φέρει το κατακρεουργημένο κορμί εκ των διαφόρων σωμάτων που γέννησε η Τέχνη . Η ποίηση αναδύθηκε αυτοκράτειρα για τα μάτια του επαίτη, ενώ φτωχός επαίτης για τα μάτια αυτοκρατόρων. Γιατί αλήθεια, πολλοί βασιλείς των ημερών μας, θωρούν τη ποίηση ως ζητιάνο που πρέπει να υποθάλψουν, πολλοί ποιμένες ως αμνό που πρέπει να ποιμάνουν· όλοι τους αγνοώντας το γεγονός. ότι η ποίηση είναι ο Ιησούς των γραφών. Περιδιαβαίνει φτωχική και ρακένδυτη χωρίς ίχνος πλούτου και δεν αποζητά επευφημίες μετά βαΐων και κλάδων, μα αντιθέτως δε διστάζει να σκύψει ταπεινά και να ράνει με μύρο τα πέλματα των μαθητών της. Μύριοι όμως όσοι θεώρησαν υλική τη βασιλεία της ποίησης, μύριοι όσοι την υπηρέτησαν μόνο και μόνο από συμφέρον, ή συνήθεια. Όμως άλλο είναι το ποιόν της · όπως ο Ιησούς Χριστός, αν υπήρξε, ήρθε, ουσιαστικά, για να καταλύσει το συντηρητισμό και ν' αντικαταστήσει το μαστίγιο με την επιβράβευση και το χαλινάρι με τη συνείδηση, να εξυψώσει τον ασκητισμό, αλλά να καταδικάσει τον εξευτελισμό και τον αυτοβασανισμό, έτσι και η ποίηση ήρθε για την επανάσταση, δίνοντας την απόλυτη ελευθερία, αλλά χωρίς ν' αγγίζει την αποκτήνωση, υπηρετώντας το ήθος, αλλά πολεμώντας τον πουριτανισμό, πατάσσοντας κάθε δεισιδαιμονία και επικροτώντας κάθε πίστη. Όπως για το Χριστό είπαν πως ήταν "φάγος και οινοπότης", έτσι για την ποίηση μερικοί θεωρούν πως είναι για γιορτές και πανηγύρια... όμως τα πράγματα δεν είναι καθόλου έτσι. Η ποίηση απλά καταδέχεται τους πάντες και τα πάντα, χωρίς διακρίσεις, χωρίς στερεότυπα... έχει μι' αγκαλιά για τον ελιτιστή και τον μποεμιστή, το ρεαλιστή και τον υπερρεαλιστή, αλλά και -πέρα από τους δικούς της κόλπους-, για τον φτωχό και τον πλούσιο, για τον περισπούδαστο γέρο ή τον έφηβο του γυμνασίου, για τον άνδρα και την γυναίκα, για τον οποιονδήποτε, ακόμη και γι' αυτόν που δεν ξέρει να διαβάζει, ακόμη και γι' αυτόν που δεν κατάλαβε ποτέ τι πάει να πει ψυχή.


16 Απριλίου 2009


*****

Ο στοχασμός είναι η Ακελδαμά της εξατομίκευσης. Προδοσία, ωρίμαση, φθορά και αγιότητα πάνε αντάμα. Δεν έχεις τίποτα και δεν βρίσκεις τίποτα, αν δε θέλεις να βρεις αυτό που θα βρεις κι αν, όταν το βρεις, δεν ξέρεις τι να το κάνεις. Το δεύτερο μάς δεματιάζει σαν ξερόχορτα με μεγαλύτερη συχνότητα. Σπανίως να βρεις άνθρωπο να μη θέλει! Όλοι κάτι θέλουν, όλοι κάτι επιθυμούν, όλοι κάτι ζητούν, καλό ή κακό, ουσιώδες ή ανούσιο, μικρό ή μεγάλο. Όμως το πρόβλημα είναι πάντα η χρήση του επιθυμητού. Και τι να τους κάνουμε τους στοχασμούς, και τι να την κάνουμε τη φιλοσοφία, και τι να την κάνουμε τη λογοτεχνία? Μα εξυψώνει το πνεύμα! Έτσι θα μας πουν, όμως κάνουν πάρα πολύ μεγάλο λάθος. Τίποτα δεν ωφελεί το πνεύμα περισσότερο από τη σπιρτάδα του μυαλού. Εν ολίγοις, αν είσαι ξύπνιος, δε σου χρειάζεται η φιλοσοφία για να πας μπροστά. Τα βιβλία μπορούν να σε βοηθήσουν μόνο στο να διαχωρίσεις την εξυπνάδα από την πονηριά, αυτό μάλιστα, είναι ένα προτέρημα των βιβλίων. Κατά τα άλλα, εάν δεν έχεις πάθος μέσα σου, τίποτα δεν μπορεί να σε βοηθήσει. Ο νους του ανθρώπου είναι αφρούρητος · είναι ζωώδης, φυσικός πατέρας του εγωισμού, ξέρει ν’ αρπάζει την ευκαιρία ενδιαφερόμενος πρωτίστως για το καύκαλο που τον κουβαλάει, όπως μια έγκυος γυναίκα βάζει πάνω απ’ όλους το έμβρυο που έχει μέσα της και το έμβρυο αναγνωρίζει τη μητέρα ως μοναδικό θεό του. Όμορες η φιλοσοφία και η τεμπελιά, για τους εύγλωττους και για τους εύστροφους, αλλά και για τους ανίκανους να σηκώσουν ένα σφυρί και να χειριστούν ένα αλέτρι. Σε κάθε περίπτωση χρειαζόμαστε σοφία. Σε καμία περίπτωση δε χρειαζόμαστε την ματαιοδοξία των σοφών.

***

Τα πηγαίνω περίφημα με τους βαθυστόχαστους που δε λένε τίποτα, όσο και με τους μεμψίμοιρους ή τους υπερβολικά εγωπαθείς για να νοιαστούν. Πρέπει να μιλάς γι’ αυτά που δε σ’ ενδιαφέρουν να τα υιοθετήσεις και να μη ντρέπεσαι γι’ αυτό. Όταν ένας σκεπτόμενος άνθρωπος αρχίζει να κάνει τις σκέψεις του πράξεις, δημιουργείται το σοβαρό πρόβλημα που λέγεται, δεν ξέρω πώς λέγεται, αλλά το κάνω · κι αυτό που δεν καταλαβαίνω ή απειλεί την εξεζητημένη καλαισθησία μου, είναι αυτό που φοβάμαι, όπως συμβαίνει με τους ανθρώπους, γιατί στην πραγματικότητα γι’ αυτό δε συμπαθώ τους ανθρώπους, ούτε τους θέλω γύρω μου, κι όταν τους βλέπω ή τους ακούω με πιάνει η ημικρανία μου. Έχω ένα τεράστιο σάρκωμα στον εγκέφαλό μου, που δεν μπορούν να το καταπολεμήσουν τα χημικά, αλλά ούτε και η πανάγια μου πρόθεση να συμφιλιωθώ μαζί του. Είναι ένα σάρκωμα που δημιουργεί τις ψευδαισθήσεις και τα οράματα, που σε διατάζει να βρεις νόημα εκεί που δεν υπάρχει κι εκεί που δε χρειάζεται να υπάρχει. Κρίμα σ’ αυτούς που θ’ ακούσουν τα λόγια μου! Είμαι ακόμα πολύ νέος κι ενθουσιώδης για να μη δίνω δεκάρα για τις θρησκείες, για να περάσω έστω και μια φορά από το εναλλακτικό στάδιο του γάμου ή τις μητρικές νευρώσεις, για να περιφρονήσω τα εκτυφλωτικά μάρμαρα και να πλυθώ σε μια τσίγκινη λεκάνη με νερό. Μου αρέσουν πολύ οι δολοφόνοι, με ηδονίζουν οι δολοφόνοι, αλλά είμαι τόσο ανεκδιήγητα γαντζωμένος στον ομφάλιο λώρο του φόβου μου, που δεν πρόκειται να σκοτώσω προτού διανύσω μερικές ακόμα δεκαετίες ζωής. Δεκατέσσερα χρόνια με χωρίζουν από την κρίσιμη ηλικία του Ιησού Χριστού, ο οποίος, όπως καταλαβαίνω, σημαίνει για ‘μένα πολλά πράγματα, όπως ένα ψωμί με αλλαντικά και ρευστή σοκολάτα, κάτι που θα μου άρεσε να τρώω, ακόμη κι αν δεν ήμουν το μικρό γουρουνάκι, το μεγαλύτερο από τα τρία. Όταν πιέζω τον εαυτό μου να προχωρήσει στο υπέρ του πραγματικού, καταλήγω στην ασυναρτησία. Είναι η λανθασμένη εντύπωση που έχω για την ομορφιά και ο σαρκικός ανδρισμός που δεν κληρονόμησα. Η Γη της Προόδου, η Γη της Επαγγελίας, η γη που ρέει σπέρμα και γάλα, η γη των αργόσχολων, είναι το φυσικό μου σπίτι. Το να είστε εκκεντρικοί είναι πολύ σημαντικό. Το να μην είστε τίποτα είναι σημαντικότερο. Είναι η ελευθερία του να μη δέχεστε και να μην αρνείστε κανέναν, ούτε τον ίδιο σας τον εαυτό, να κοιτάτε με βλέμμα τρελό και γυαλιστερό το μοντέρνο όσο και το παρωχημένο, ν’ αλείφεστε με τα περιττώματα της τέχνης και να λούζεστε με το χρυσάφι της, αναγνωρίζοντας τις μητέρες και τους πατέρες σας σ’ αυτούς που δεν έχουν καμιά σχέση με τις τέχνες. Η υπερβολική σκέψη είναι ένα ρίσκο, που αποδεδειγμένα και αναπόδεικτα δεν βγαίνει σε καλό. Ο έρωτας είναι η κατάξερη πρώτη φέτα του μισοκομμένου ψωμιού μου, η φιλοσοφία είναι το έκζεμα στο δέρμα της πλαδαρής κοιλιάς μου, οι καλές τέχνες είναι οι κολλημένες από το πύον βλεφαρίδες στα μάτια μου, η θλίψη είναι ένα μαυρισμένο νύχι, η υστεροφημία ένα φλέμα με γλυκόξινη γεύση. Σταματώ να φορώ τα πανηγυριώτικα κοσμήματα της προσπάθειας κι επιλέγω να καταπιώ ό,τι μου ‘ρθει. Ήρθαμε για να καταρρίψουμε και για να κάψουμε! Αλλά μην έχετε την εντύπωση ότι θ’ ακουστούμε μακρύτερα από αυτήν την καρέκλα μου που κάθομαι και τρίζει. Δε θα μας απασχολήσει ο θάνατος γιατί είναι θέμα πολύ πεζό, ούτε και η ίδια η ζωή, για ό,τι γράφεται και δεν γράφεται είναι για κείνη. Ούτε και στους ανθρώπους πρόκειται ν’ αναλώσουμε το χρόνο μας, γιατί οι άνθρωποι βιάζονται και σκέφτονται πολύ, ενέργειες που για ‘μας πρέπει να είναι απαγορευμένες, όχι επειδή μας απειλούν, αλλά επειδή μας κάνουν να πλήττουμε.



Άντζυ Κ.