ΜΑΕΣΤΑ (XXXI)





Λυπήσου με, Παναγία της νύχτας και Παναγία εωθινή και Παναγία αγίνωτη
Ούτε άσπρη, ούτε μαύρη, λυπήσουμε με και την πλάτη μου λυπήσου
Σέρνομαι σε χνάρια βαριά κι αποσύρομαι στων σκυλιών τις γωνίες
Μέσα απ’ το στόμα μου πίνω το στόμα των γυναικών
Λυπήσουμε στα χορτασμένα λαιμά και στ’ ακαταπόνητο αίσθημα της πείνας
Του κεφαλιού μου καρπός τα πελέκια κι οι κόκκινοι που μυρίζουνε χυμοί
Στων λεαινών το γιορτάσι χαραγμένα πανιά, μ’ ούριο αίμα
Ακούγομαι πίσω από την πορεία μου όπως τα λιγοστά μαλλιά της πίσω
Από τ’ αυτιά, που αφήνουνε μια φορά ανοιχτό το πρόσωπό της
Και κοιτάζω τα μάτια της και κοιτάζω ένα γαλάζιο στόμα ευλογητό
Του Ραντνέβο πατέρα τι ‘χες διδάξει
Αν θα ‘πρεπε να πέθαινα, ας ήταν τώρα εδώ, κάθε φορά
Κι ας μη θυμότανε κανείς τα ονόματά μου.
Έρχονται τ’ αγριόσκυλα στο λόφο και τα γριβάδια στο μυχό του ποταμού
Και με το προβατίσιο ξύγκι και με τα δηλητήρια σ’ ένα κομμάτι μοσχαριού
Δε θέλω ταπεινότητα, θέλω ντροπή, ξέσπασμα λυσσασμένο στου Ενώμ
Την κοιλάδα και στου Ιωσάφατ την κοιλάδα και στην κοιλάδα του θανάτου
Και στην ευχή του νέου ποιητή να ‘τανε να πεθάνουν οι αδερφές του
Ψόφιες, λιωμένες σαν τα κουφάρια κάθε ημέρας τρύγου κι επιστροφής του κοπαδιού
Μέρα λευκή τα τρανταγμένα χείλη, ο εμπρηστής του δυνατού
Και του αδύνατου κάθε φορά που επαληθεύεται μία μοίρα
Μέρα λευκή για τους θορύβους των φτωχών και την ομορφιά της αισχρολογίας
Εδώ είναι θαμμένοι όλοι αυτοί που ο οίκτος δε μου πήγαινε αναίτια να φιλώ
Προστατευμένοι γιατί ‘ναι ανέγγιχτοι από ‘μένα
Και τα χνώτα τους είναι θολά όπως η χωματένια οσμή των μεγάλων σκηνών
Με τα σφιγμένα τους κοντάρια και με τα χέρια των γηραιότερων ανδρών
Που για τους πεθαμένους τους δεν αρχινάνε φέρετρα ή φωτιές
Μα σαβανώματα ιερά και κομματιάσματα που ευφραίνουν τους γύπες
Λαίμαργα τρώγοντας ακόμη και τα κόκαλα.
Είμαι ανάμεσα στα φρονήματα των ανδρών είμαι ανάμεσα στις γυναίκες
Όπου δε χτίζονται ράμφη ανθρωπινά, πλοκάμια ερώτων
Είμαι θερμότερος απ’ τον ήλιο της τελευταίας βασιλείας μου
Πιο κουρασμένος από τα σκήπτρα, τον γρανίτη, το χρυσό
Δώστε μου τις κραυγές, τις σκανδαλώδεις ηδονές της εκκλησίας
Κι όλη την αθλιότητα κι όλη τη φήμη.
Λυπήσουμε Παναγία με σκέλια θνητά και με ύπανδρη κόρη
Ανοίγω τα χέρια μου ανοίγω το άθικτο εφηβαίο του καιρού
Μύρισε εστία η κίβδηλη φυγή μου
Κι άμα νηστεύω κι άμα είμαι εγώ
Μία χαρά που δεν αξίζει σ’ άνθρωπο ιδωμένο
Είμαι τουλάχιστον ειλικρινής για να παραδεχτώ, πως δεν πιστεύω
Κι ό,τι υπάρχει, υπάρχει εδώ και μόνο εδώ.

Πίνε νερό, πίνε νερό άτυχος δίχως δισταγμό μπηγμένος στην κλήθρα σου
Όπου το χώμα δεν είναι ποτέ αρεστό κι η γη φωναχτή σαν την έχθρα
Όπως το βρέφος που κλωσάει στο κλάμα την εξέγερση
Και σε γυναίκα αγριωπή κρεμάει το πρόσωπό του.
Δεν έχουμε άλλο πέρα από κείνο που δεν έχουμε · κι αυτό ήταν πάντα
Δεν έχουμε θα πει με άσηπτα φανάρια αναζητούμε
Και ήλιος φθάνει και ήλιος φθίνει και ήλιος…
Πίνε νερό, απ’ του Βαλντγκίρμες τ’ ανύπαρκτο για τώρα, αγιασματάρι
Ω η Μεγάλη Γερμανία για πάντα χαμένη στου βασιλιά τ’ αφρόντιστα
Μαλλιά και στου πένθους τα γένια, νεκρή η Μεγάλη Γερμανία
Καθώς πεθαίνει μια νύφη καρπερή, πριν δώσει γιους
Καθώς πεθαίνει ένας άνδρας στο Βαλντγκίρμες
Της βάρβαρης ο γιος και της Ρωμαίας ο γιος.

Ο διευθυντής του ωδείου, από το γένος του Λευί
Είχε γυναίκα μ’ ετοιμόρροπα μαλλιά, σα φαγωμένα απ’ την κουσκούτα
Κι η ροδισμένη της κοιλιά φαρδιά και το αριστερό της πόδι
Αιμάτινο, από μι’ αρρώστια γέρων, μετρώντας χρόνο ως να κοπεί
Κι όμως ποτέ δε φάνηκε κομμένο. Μάτι δεκάχορδο της γυναίκας του Λευί
Το φόβο μου μετρά και μου προσφέρει θέλημα παιδιάστικο
Όπως την κλίμακα του ντο, κι άλλα παράλογα
Γιατί ‘μουν παιδί εφτά χρονών και δε θα έπαιρνα από προσταγές πειθαρχημένων.
Και να, είχα απ’ όλους ευλόγημα μοιραίο
Γύρω μου Εβραίους, Γάλλους, Έλληνες και Ιταλούς (με γέννημα γερμανικό)
Γύρω μου μάνες και νονές, σκληρές δασκάλες
Κι έλεγα πως απ’ όλους περισσότερο μισώ
Γυναίκες με ακίνδυνα βλαστάρια.

Ό,τι είναι άσκοπο είναι αμείλικτο, αμείλικτο το κάθε τι, το άσκοπο
Το πληκτικό, η θλίψη και η μονοτονία
Αμείλικτο κι αυτό που δεν μπορώ, αμείλικτο κι αυτό που το υπομένω
Αμείλικτο. Τα χρόνια μου είναι λύσσα, στο θάνατο ανυπέρβλητη χαρά
Είναι τρέλα, δρέπανα σπονδειακά και στάρια κι αμπελόκλαδα
Κι αγκαθωτή σα λόγχη θυμαριά, όσο πιο άγρια τόσο πιο αγνή κι ελαφριά
Πίνε νερό απ’ τα στύγια κατώφλια του καμάτου
Ω Παναγία μ’ άφθονες βέβηλες μέρες στα εξώπροικα
Και η διαύγεια μου, ω δεν ήταν το χρίσμα το τόσο ποθητό, δεν ήταν αγιοσύνη
Δεν ήταν ώρα όπου θα έλεγα: μ’ αξίζει τώρα να ησυχάσω
Δεν ήταν νύχτα κατανυκτική, ούτε ημέρα αιμάτων
Μα να μην ήταν κι άραγε ένα όνειρο τα χρόνια
Μια στάλα ιδρώτα σ’ ύπνο δύσκολο, σε πυρετό αγωνίας
Στο πλάνεμα από ένα κίνδυνο ανούσιο και πλαστό?
Καταλαβαίνω τώρα, στ’ αλήθεια όπως ποτέ μου δεν κατάλαβα
Το θέλω το ύπουλο, το βλαβερό και την κακοβουλία
Ως πάντα κάθε επίγειο θεό
Τον έστελνε στη δόξα ο προδότης.

Να μην είσαι αχάριστος γιατί θα πεθάνεις τυφλός
Κι η όραση δε θα σε χρειαστεί · μπορεί να πεθάνει μόνη.
Έχω χορτάσει! Η αγάπη είναι δική μου η σάρκα είναι δική μου οι καιροί
Και τα σημεία κι ο άνδρας και η γυναίκα, όλα δικά μου όλοι δικοί μου
Στο ζευγάρωμα των φιδιών και στη σοφή γύμνια
Ποια άλλη από ‘μένα ψυχή πιο μαλακή, τα λεία μου πόδια φορά δε διαθέτουν
Κι όπου πατώ απροσάρμοστα πατώ
Και η γηραιότερη η γη, πολύ πλατιά για ‘μένα, που ανδρώνει της κολακείας
Την αχλή, ήλιος κόντρα στον ήλιο, καθρέφτισμα σε λάσπη μουσική.
Άβολα με πονάνε τ’ άκρα απ’ τον καιρό
Ευνοϊκές δεν είναι οι μέρες κι ούτε ένας μέθυσος θα έδινε ποτέ
Χωρίς αντάλλαγμα στον άλλο καθαρό ποτήρι
Μα τα δικά μου είναι πλυμένα τα μαλλιά και το παστό ψάρι στα δόντια μου
Πυξίδα · σαν αναμνήσεις που παριστάνουν φλόγες είναι οι φωνές και οι φλόγες
Σαν αναμνήσεις που παριστάνουνε φωνές.

Πέσε στ’ απομεινάρια των ειδωλολατρών μα σώπαινε, δεν είναι να δοξάζεις
Αυτές τις ώρες το ουρλιαχτό, ή το τιτίβισμα
Με τους ανθρώπους να μη λες ποτέ
Πιότερο απ’ αυτό που ήδη οδυνηρά θα ‘χουν αντέξει
Αν είστε πεθαμένοι, θα ‘μαι για ‘σας το κλάμα και η γιορτή
Αν είστε ζωντανοί, δώστε μου χρόνο, κι ως να ‘ρθω
Θα ‘χετε πια πεθάνει.
Αλλάζει η ώρα μου, αλλάζει το νερό, λυπήσου με καμιάς αλήθειας Παναγία
Δε θέλω να μάθω δε θέλω αυτό που δεν είχα διαλέξει τότε τώρα να πενθώ
Αλλιώς δε θα ‘βρει να κρυφτεί η αδυναμία μου
Κι αν κάτι ήταν να πω, άνανδρα τώρα ανούσιο και ξένο
Με σύμβολο όμοιο, που ο μικρός μου νους δεν βάζει
Απόμερο μέσα στη δίνη του μισογεμάτου βαρελιού
Κι από κρασιού παμπάλαιου οσμές και νοτισμένου ξύλου,
Έγινε γνώση που δε τη φτάνει το ηλιόφως κράζοντας
Πα να ψοφήσετε όλοι πια, και συ και συ και συ και συ
Στο σφυγμό της φωτιάς στου νεογέννητου γυαλιού τις φλέβες ρίχνοντας
Όνομα πάνω στ’ αθέλητο και στο κοιλάρφανο και στης τρελής
Το παιδί που δεν τ’ αναγνωρίζει κι ούτε από γέννα ένιωσε
Μα κι ούτε αυτό αναγνωρίζει εκείνην κι ούτε στ’ αλήθεια κανένα
Βρέφος έχει υπόψη του γονείς, παρά μονάχα ώρα για μαστό κι ώρα
Ν’ αλαφρωθούν τα σωθικά του · σα το σκυλί ο άνθρωπος
Σαν είναι νέος, εύκολα ποιος τον πρωταγκάλιασε ξεχνά

Και τους ανθρώπους αυτούς –τόσο αρνημένοι που δεν γίνεται
Να μη τους κοιτάς – ποιος τους συμφιλίωσε
Άπαξ και φας δε σ’ ενδιαφέρει η θέα
Τόσο άρρωστος από ποτό, αργά μια νύχτα μασώντας σα νεκρός
Ένα κομμάτι κρέας παγωμένο κι ιδού η ανάσταση
Ικετεύοντας και ικετεύοντας και πάλι ικετεύοντας
Του πολέμου το χρόνο και της άμμου το λευκό λύκο
Και το Σύριο φίλο με τα γαλάζια μάτια, τον ορθόδοξο ιερέα
Με δίχως αγαπημένη πια, αφού δε της ταίριαζε, έλεγε, να γίνει
Παπαδιά, τώρα π’ ούτε τρεις μήνες δεν πρόλαβε να χαρεί την εφηβεία της
Χάνονται, χάνονται φρούρια στο Βαλντγκίρμες, χάνονται γιοι
Αυτοί που τους σώπασαν ας με θυμούνται από δω και πέρα
Χα! (κι όχι δεν είναι γέλιο αλλά πνοή φλεγματική που ζέχνει
Από την καστανή μου γλώσσα κι από τα κούφια δόντια μου
Και την ασπρίζει ο χειμώνας σαν τοίχο μ’ ασβέστη καυτό)
Η ανάγκη είναι ένας θάνατος που τρελαίνει τους περαστικούς
Κι η εμπειρία ένα τίποτα, που από αισθητική τρελαίνει
Ό,τι κι αν ήρθε, ό,τι κι αν είναι, όσο κι αν κρατά
Τρελαίνει.
Κακή εποχή, πολύ κακή εποχή αυτή
Όπου ακούς παντού για πόλεμο, εκτός
Απ’ τα δικά σου μέρη.

Λυπήσου με, λυπήσου με Παναγία νεαρή
Άνθρωποι σφαλιστοί στο νεκρικό τους στασίδι, π’ από τους όρκους τους
Δεν βρίσκεις καλό, έρχονται κάθε τόσο ζητώντας ένα μίλημα
Πίνοντας με το κεφάλι εμπρός την ηδονή της σταφυλής
Κι αλήθεια γι’ αυτούς τίποτα δεν είναι αλήθεια
Ελάχιστα μόνο αναγνωρίζουν: στο νότο επιστρέφει η φυματίωση
Κι άκουσα κάπου για έναν άνθρωπο λεπρό. Ελονοσία και ψώρα, το ψωμί και το τυρί
Τύφος το αλάτι, το σπάνιο γάλα η σύφιλη, κριθή η δυσεντερία.
Μάθατε επιτέλους να διασχίζετε ποτάμι
Μάθατε του Ερμιναμεράζ το πατρικό?
Πολύ παλιά, κανείς δεν είχε χρόνο για ιστορίες
Μα ‘λεγαν την πυτιά της προσευχής και τον βλαστό του γάμου
Μα ‘λεγαν τα χέρια τους χλωρά κι όλο ανοιχτά και όλο επιθυμώντας
Κι είχαν, λίγο πολύ, όλοι τους κάποια ευγνωμοσύνη.

Αλλά πού τώρα? Ταίριαξε η ορμή του κεφαλιού με το πηλίκιο
Και με το φανάρι η πίστη · των τάφων τα στολίδια έπεσαν φθηνά
Ζωώδεις οι νεκροί ζήτησαν κι άλλες τριετίες
Κι άμα δεν έχεις παραστεί σε εκταφή, άνθρωπο δεν αντίκρισες ποτέ σου
Σάπιο σαν όργωμα στο τοξωτό φρύδι της νύχτας
Μαύρο σα νύχτα δίχως τελειωμό.
Από το τίποτα κι αν έφτιαξα το νέο,
Κόκκινο κύπελλο για δεύτερη φορά δεν πρόκειται ν’ αγγίξω, υποσχέθηκα
Αλλά περνά ο καιρός κι απ’ όταν όλα μοιάσανε βαμμένα το ίδιο
Είπα, στο διάολο ας πάει, κι ήπια ξανά.

Απεγνωσμένες άκουσα τις καμπάνες στο Βαλντγκίρμες
Η Νέα Ρώμη βρέχεται κάτισχνη του Ρήνου τις όχθες δεν υπάρχει
Πείρα κι ούτε επίγνωση, η κόλαση έγινε κι αυτή ιδιωτική
Κι οι πύλες των κήπων της μένουν κλειδωμένες, πρωί βράδυ
Ανοίγοντας μόνο για επισκέπτες εκλεκτούς αλλά οι μήνες στενεύουν
Απ’ το Νοέμβρη ως το Φλεβάρη βρέχει αδιάκοπα και πέφτει πάγος βουβός
Πράγμα κακό γι’ αυτόν που παίρνει τους περιπάτους του γυμνός
Πρέποντας τώρα στη συνέχεια ασυνόδευτος

Ποιοι πού πεθάνανε και πώς να μετρηθούνε
Πόσο τρωγόπινε ο θεός στη μεσοβασιλεία του?
Δέντρα αιωνόβια ίσια στη μορφή και στον γαλακτερό καρπό και
Στων πουλιών το γεννητάρι και στου νεοσσού τον κλωγμό
Της μάνας μου ο πατέρας, ταξιδεμένος σε πέντε κόσμους σαν αυτούς με τα καράβια
Έγινε μακαρίτης πια κι οι μακαρίτες δεν το συνηθίζουν
Να εξηγούνε όνειρα μ’ ήχους πουλιών
Της νύχτας ώρα κι εωθινή κι αγίνωτη
Πόσο να πιάνουν τα προσχήματα του πένθους
Πόσο οι ριπές των αρρωστιών για τους λησμονημένους?
Δεν είναι κρυφό μα κι ούτε αναντίρρητο
Ποιος είναι των πάντων ο πατέρας, αυτό μάλιστα
Για ο θεός είναι υπαρκτός κι ανήκει σ’ άλλους.
Ξέρω πολύ καλά προς πού τραβάει ο κλήρος
Κι η ατυχία ακόμη, ευνοεί.
Κατάπια θαύματα στη δίψα της δουλειάς, δίκλινο της δουλειάς μου το σκεπάρνι
Πώς να σ’ αρκέσει ο ένας, πώς να στρωθείς στο μορφασμό του πια παλιού
Κάποτε οι ήρωες θα φυτευτούν σε μήτρες αγελάδων
Και με τους ώμους θα σύρουν πατρώα ατσάλια προς το μάτι της φωτιάς

Λυπήσου με, Παναγία της νύχτας και Παναγία εωθινή και Παναγία αγίνωτη
Ούτε άσπρη, ούτε μαύρη, λυπήσουμε με και την πλάτη μου λυπήσου
Χωρίς σπουδή έφεγγε μι’ απλωσιά ζωντανών στην παγωμένη ανάκτηση του χρόνου
Βάρβαροι οι Γερμανοί, αλλά αντάμα αναθρέφονται οι άρχοντες και οι σκλάβοι τους
Κι αντάμα κοιμούνται στ’ άφρακτο στρέμμα των κοπαδιών
Κι ‘ν’ η προβιά ο λευκός ουρανός τους, καθώς ντύνονται ελαφρά για τη μάχη
Πλάι στον ασημάδευτο μηρό των δαμάλων τους με τις άγριες οπλές
Γι’ αυτό μιλώ κι αυτό θ’ αφήσω πίσω μου
Τα τομάρια των βοδιών είν’ τόσο όμορφα πίσω απ’ το τζάμι της βιτρίνας
Λες και χορεύουν κρεμασμένα στο τσιγκέλι τους, κάθε που η πόρτα ανοίγει
Κι άνεμος μπαίνει και το κουδούνισμα της εκλεκτής πελατείας αντηχεί
Έχουν να φάνε, μα σ’ άλλους η πείνα βράζει κάτω από το θώρακα
Και στα πνευμόνια ανάμεσα χτυπιέται η πέτσινη πλάτη του τυμπάνου
Να σε ποθούν χωρίς να τους ποθείς δεν έχει αξία
Μήτε τ’ αντίστροφο ∙ βρείτε μας λοιπόν στο ξάφνιασμα του γυμνού
Και στη μουσική των ορνέων
Ποιος είναι αυτός στου κελαριού την πόρτα? Να ‘ναι του Σελαχεντίν ο γιος
Κι αν όχι ποιος και ποιο ‘ναι τ’ όνομά του?
Κάποιος φωνάζει μέσα από τα σώματα κάποιον τον άφησε αγάλακτο η μνήμη
Κωβιός τ’ όνομά του σαν ένα με την πέτρα και τη ναυαγισμένη άμμο
Ποιο κάρβουνο θα το δεχτεί και ποιον θα ευφράνει?
Τα τελευταία χρήματα αφύλαχτα κάτω απ’ των ραφτικών το ξύλινο καλάθι
Εδώ λοιπόν κατέληξε ο γενναίος συρφετός!
Κι απ’ το πισώπλατο τραύμα κι απ’ το τυχαίο το τραύμα κι απ’ το καθένα το τραύμα
Πιο άδοξο λέω αυτό που επουλώθηκε.

Τώρα δεν έχουμε άλλη φλόγα ∙ να ξέσπασαν οι μύες στα μέταλλα,
Το αίμα στον ώριμο καρπό, κανείς δεν ήξερε κι ούτ’ άντεξε να μάθει
Άνδρας, γυναίκα ή θεός · μήπως ένα καρβέλι ψωμί
Μήπως μια στρώση σκόνης? Από πολλές περιπλανήσεις ένα κατάλαβα, πως είμαι εγώ
Και πως για όσο θα ‘μαι εγώ, θα ‘ναι σαν πουθενά δεν πήγα.
Δε μένω άπραγος μα κι ούτε αποζητώ
Κάτι π’ απλά συμβαίνει τρέλανε τον άνθρωπο
Ποιος θα μ’ έχει ακουστά στην αιωνιότητα, πατέρας ή θεός, μήπως αγέννητος
Μήπως εσύ? Έλα του Προίτου κόρη τρελή στην Πελοπόννησο ή Ειλείθυια
Και χλεύασε ή γέννα, μα μην αγνοήσεις αυτό που σου μιλώ.
Του Σελαχεντίν ο γιος
Νύχτα και μέρα πάει όπως του τραγουδιού ο τυφλός
Κιντιόρουμ κούντους κέτζε
Όλα μελετημένα. Της ημισελήνου η αλεπού, του πιάνου ο γρύπας
Σ’ αυτούς που τους πεθαίνουν οι καημοί πώς θα μιλήσουμε?
Πάει κι ο γιος του Χαϊτόρ! – καλύτερα γιατί
Όλοι οι τέτοιοι είναι αναποφάσιστοι και θα μας χαλούσαν όλες άμα μαθαίναν’
Για χρυσαφικά – πίσω στη Βουλγαρία, η Βουλγαρία ήτανε πάντοτε εκεί
Βροχή και πέτρα, πέτρα και βροχή, δρόμος στην πέτρα δρόμος από πέτρα
Με τις σπασμένες παντόφλες πώς να τον περπατήσεις
Κι έφτασε τώρα ο λαιμός, κάτι απ’ το κρύο κάτι από τα φτηνιάρικα καπνά
Να μην αφήνει παρά δυο λέξεις παιδικές, «πονάω» «πεινάω» κι ως εκεί.
Αυτή η γενιά δεν είναι μαθημένη στην ασχήμια, μα κι απ’ την άλλη δεν την πολεμά
Καθένας βρίσκει εδώ ό,τι τ’ αρέσει ∙ και τ’ όνομά του ακούγεται πολύ στους δρόμους.
Ξερό σταφύλι το βουλγαρικό, τα χείλια μου πρησμένα δύσκολα αντέχουν τέτοια υφή
Μακάρι να ‘ξερα κι εγώ, κάποτε, τότε,
Πως οι νεκροί δε θέλουν ελεημοσύνες, αλλά και όταν πρέπει να ‘σαι εκεί, πρέπει και πρέπει

«Άκου, γιαγιά, άμα δεν έχεις για την εκταφή, εμείς θα τα πληρώσουμε τα μάρμαρα
Σού πάει η καρδιά να τονε βάλεις εκεί μέσα, στα τσίγκινα κουτιά?
Ένας σεισμός να γίνει και παρ’ τα κάτω όλα τα κόκαλα
Κι άντε μετά να βρεις ποια είναι του δικού σου. Στα μάρμαρα, όσο και να ‘χει.
Κι άμα γίνει κανένας πόλεμος και σηκωθούμε να φύγουμε,
Να περάσεις από το νεκροταφείο να τα πάρεις. Σιγά δα
Και το βάρος, κόκαλα είναι. Κι άμα δε βαστάτε, θα τα κουβαλήσω εγώ.
Ιησού Χριστέ πια εσύ κι η μάνα μου. Απορώ και πώς το σκέφτεστε
Ότι ο θάνατος είναι για τους φειδωλούς».

Τώρα που ‘ναι νωρίς τώρα κι όχι τη μέρα που θα φύγουνε οι σκηνές
Πόσο γρήγορα περνούνε οι ώρες και τα χρόνια
Στο Χανζού ∙ χίλιοι θεοί που δε μας έφτασαν κι εδώ ο θάνατος ως να καταλαγιάσει
Δεν παίρνει από λόγια και στα σύνορα σμίξανε εμβλήματα ισχυρά
Βλέπω τον δράκο και βλέπω τον φοίνικα και βλέπω τη χελώνα
Και ο μονόκερως φέρνει το γράμμα του βασιλιά στην παλλακίδα
Στα σφαγεία πάει κανείς να βρει παρηγοριά, και στις γυναίκες πάει για ψάρια
«Και τα λουλούδια αφήνουν λίγο απ’ τ’ άρωμά τους στο χέρι αυτό που τα τιμά»
Υγρό το μέτωπο της ώρας του πιθήκου – πού να ‘ναι ο τόπος?
Λύσσα σού βγαίνουνε τα ψάρια απ’ τ’ ανοιχτά, μα κι από το γλυκό νερό
Είναι άνοστα. Άμα τα βρεις θέλει ν’ ανοίξεις την κοιλιά
Και να γεμίσεις τα σπλάχνα τους αλάτι. Έτσι τα ψήνεις και τα τρως
Πρόβλημα άμα είσαι και φτωχός και δεν το έχεις εύκολο το αλάτι
Καλά δεν τα λέω αφέντη Σουν?
Αλλά βροχή δεν πιάνει στις ερήμους. Όλα μιλημένα
Ποιος μας το λέει πως θα κοιμηθούμε στα καθαρά? Πέρα για λίγο πέρα για λίγο
Δίχως φωνή κι ούτε ανταπόκριση
Φέρε μου τώρα πάλι να προσευχηθώ
Κι άσε με να το ξέρω ό,τι δεν έχω

Συνεχώς η πόρτα χτυπάει συνεχώς η πόρτα χτυπάει, γιατί να τους μιλάς?
Ας μην αξιωθεί κανένας να ‘ναι αγαπητός στους συγγενείς, αλλά
Άσχημος άνεμος σηκώνεται κι αδέξια κηλιδώνει με κοκκινόχωμα η βροχή
Του Σελαχεντίν το υψικάμινο κεφάλι
Και πάει ο θεός του και πάει απ’ το θεό ο Σελαχεντίν
Και δεν γνωρίζει αν πρέπει να τον ψάξει στην Βηθλεέμ ή στη Ναζαρέτ
Και δεν γνωρίζει ποιος, αν τραγουδά, ρίχνει της Ιερουσαλήμ τα τείχη
Να τος λοιπόν ξανά πηγαίνει με τα χέρια του ανοιχτά
Χρυσά τα καλοσχηματισμένα στήθη του, χρυσοί οι λοβοί του
Πηγαίνει καίγοντας με τα χέρια του ανοιχτά και δε νιώθει τον πόνο
Κανείς δεν ξέρει αν αύριο θα βρει ξανά τέτοια φωτιά
Το πρόσωπό του να θαυμάσει ∙ και καίει τώρα εφημερίδες και δοκάρια
Το πρόσωπό του να θαυμάσει ∙ στις τρεις τη νύχτα ακούει μια κλαγγή
Ήρθε η ώρα να προστατεύσει το Πράσινο Σμαράγδι
Ό,τι αιθέρια κινείται, δίχως μέταλλα και δίχως σκυθρωπότητα, πώς τον παρηγορεί
Πώς τον παρηγορεί μες στην ασχήμια του, σαν τα σαρκώδη στήθη
Της υπερώριμης παρέας για τη νύχτα και τα οκνηρά χείλη των πιο νέων
Κοριτσιών! Δεν τραγουδάνε πια, αυτό που όλα τα ποιήματα το λένε
Κάθε στρατιώτης στην Κίνα το βρήκε από τίγρη
Αλλά κανείς δεν είχε να πει πολλά για τα ποιήματα κι ούτε για τους θεούς
Πήγαινε μόνο κι ήξερε πως κάπου κάπου ξαποσταίνεις για μεθύσι
Κι άλλες μέρες χωρίς σταματημό σκίζεις στα δύο τους πελώριους ιστούς
Που απλώνονται στο δρόμο κι αυτός ο βίαιος χαλασμός
Είναι το μόνο ανθρώπινο που μένει.

Πάει τώρα πια, η άνοιξη είναι ένα δείπνο ελαφρύ σκόρπιο εκεί έξω
Οι Παναγίες κατεβαίνουνε η μια μετά την άλλη
Κι όσο φλυαρούν βλέπεις τις αφρόντιστες όψεις και τα κίτρινά τους δόντια
Είναι αυτή εμφάνιση για περιζήτητα κορίτσια?
Τα χορικά μανίκια τους πασαλείφονται στα πιάτα καθώς απρόσεκτα εξηγούν
Τα γεγονότα που η φωνή τους μοναχά δεν τα υπομένει
Άνοιξη, άνοιξη κατρακύλησε σαν του καθένα το κεφάλι στο Παρίσι
Στον τελευταίο τους δρόμο την ομίχλη ερμηνεύοντας
Που ανόρεχτα θάμπωνε τα πολύτιμα πετράδια.
Τα χωριατάλογά τους με τις χοντρές οπλές δεν το κουνούσαν χωρίς βάρδουλο
Σε πρόσωπο αναψοκοκκινισμένο και γαλακτερό δεν έφτανε η φτυσιά του κατεργάρη
Ποια άγρια ώρα ποια παράλογη σαϊτιά
Ποιοι αγράμματοι παλουκωμένοι και βαρελιασμένοι στις πλατείες
Ποιοι με κομμένα χέρια? Αυτοί δεν ξέρουν άλλο από ψωμί
Κι αυτοί που τους κατηγορήσαν για κλοπή, πώς να το ξέραν?
Άμα δεν είσαι κλέφτης δεν την κατέχεις την κλοπή
Μήτε το φόνο άμα δεν έκανες φονιάς, κι έτσι πηγαίνει
Ό,τι κάθε άνθρωπος βαριά φυλάει μέσα του, παντού απ’ έξω ολόγυρα το βλέπει
Κι η καρακάξα αν την ακούς πολύ κοντά, μοιάζει με γέρο αδόντιαστο π’ ουρλιάζει
Σάμπως έχει και τίποτα ο δύσμοιρος να πει?
Όλοι κάτι το λένε κι όλων ο λόγος πάει ελαφρός σαν πιάσουν τα σαράντα
Γι’ αυτό κι όταν ζητάς όνομα ποιητή, πρέπει να δεις με ποιον κάνει ζευγάρι
Αλλιώς αργά ή γρήγορα κι εσύ θα καταλάβεις
Τα ‘λεγε, δεν τα ‘λεγε? Ο στραβομύτης Γερμανός!
«Was weben die dort um den Rabenstein»?
Αχ Παναγία μου, καλύτερα, καλύτερα τα ξύδια και τ’ αυγά, της πλάτης το ρακί κι οι καβαλίνες
Παρά σαν τώρα που ακούω μονάχα θυμιατά.





Αγγελική Κορρέ