Η ΧΡΥΣΗ ΧΗΝΑ

Στη βρωμιά πέστε και μη λυπάστε τη φρίκη. Στη βρωμιά που 'ναι σαν οίκτος του σατανά και σαν αίμα παρθενικό. Πρόσωπα ισχνά μέσα στη βρωμιά, τα λένε, φαντάσματα, ή φεγγαρόμορφα,ή σφιγμένα από το χτικιό κι από την κοινοτυπία του καθενός που πιστεύει πως τα πρόσωπα η βρωμιά τα εξουθενώνει. Κανένα πρόσωπο δεν δείχνει πιο καθαρό, παρ'όταν το μαλάζει ο βούρκος κι όλοι οι μύες αμέσως ξυπνούν, ζωντανεύουν,διαστέλλονται σαν τα δηλητηριώδη κρόσσια μιας νέας απλωσιάς μυκήτων πάνω στην πλάτη του μεγάλου μύκητα, σ' αυτά τα ωχρά μανιτάρια που ξεφυτρώνουν στα πιο χαμένα κι άγνωστα δέντρα. Στη βρωμιά, στη βρωμιά, δόξα στη βρωμιά και σ' όποιον την αγαπάει σαν ένα κομμάτι της ψυχής του. Βρίσε μέσα στα πιο καλλωπισμένα αυτιά, άσε τα ίχνη του ποδιού σου πάνω στους φρεσκοπλυμένους τοίχους, φτύσε στο νερό του διαβάτη, ξέρασε πάνω στο σερβίτσιο το καλό. Στόλισε μάνα και πατέρα με τα πιο ευφάνταστα επίθετα, χτύπα τ' αδέρφια σου, αν έχεις δίκιο, τους σιωπηλούς κανείς δεν αγαπά. Μέσα από την βρωμιά, το κάθε όνειρο και η κάθε ελπίδα μοιάζουν πιο βαρετά απ' όσο στην καθωσπρέπει ζωή. Εκεί είναι όλα ελεύθερα, απ' τα γέλια,από τους διονυσιασμούς, από τα πανηγύρια, ως τους θρήνους, τα αιώνια κλάματα,τις παραδόσεις των κηδειών. Πρίγκιπες σε χώρες ξένες, οπού τα γαλανά μάτια περνιούνται για κακοτυχία φοβερή, ή δουλικά αλειμμένα κατράμι, που πίνουν από ειδικό νερό, το άξιο του υπηρέτη, χώρια απ' τον κύριο. Ισοπαλία θηριώδης,μαγεμένη, σχισμή θηλυκιά πάνω στο άστρο του φόβου, στην αφορμή της ατονίας, στο άσπρο σύκο αυτού που φλυαρεί κι αυτού που καταριέται. Να ο πικρός χυμός της κοπριάς, να ο εκκλησιαζόμενος. Η βρωμιά, η αέναη, η θεσπέσια βρωμιά δεν σηκώνει βρωμιά τόσο άχαρη, όσο είναι αυτή του κοινού αστού. Μεθυσμένος γιατί το είδε,πατέρας γιατί το είδε, ποιητής γιατί το είδε, σκύλος γιατί το είδε, δημόσιος υπάλληλος γιατί το είδε, επαναστάτης γιατί το είδε, θεός γιατί το είδε, νεκρός γιατί το είδε, μιλιούνια αυτοί με τα πολλά μάτια και κλειδώσεις φορτωμένες σπασμούς απ' το βάρος των δεματιών και πρησμένες φλέβες και μπουχτισμένα σωθικά. Ένας αληθινός δεν υπάρχει, παρά μόνον ο πολύ νέος ή ο πολύ γέρος και,πιο πάνω από κάθε αυθεντία, αυτός που δεν μελέτησε ποτέ. Ύμνοι αξίζουν σ'εκείνον που δεν μελέτησε ποτέ κι έζησε βουβός ώσπου τα χρόνια του έχτισαν μία νέα τέχνη, που όμοιά της δεν είχε ποτέ φανεί κι ούτε ακουστεί και η ίδια θα χανόταν μαζί με τον άνθρωπό της, για να παραμείνει αληθινή. Στη βρωμιά, στη βρωμιά την υπέροχη, την εκπληκτική. Σε κάθε τι, όλο το άρωμα κι όλη η γεύση παραφυλάει σ' αυτό που ακόμη κι ο αχόρταγος πετά, στο κατακάθι και στο κατακάθι του κατακαθιού. Η βρωμιά υποκινεί όλη την καθαρότητα κι εξευγενίζει τη φήμη.Ντροπή γι' αυτόν που κρατάει τα έθιμα ή μεριμνά για προμήθειες σε καιρό πολέμου. Άλλοι είναι άπληστοι, άλλοι αδίστακτοι, άλλοι ανύπαρκτοι, άλλοι επιπόλαιοι, άλλοι εύποροι, άλλοι από τζάκια, άλλοι της δυάρας, άλλοι της πεντάρας, άλλοι της δεκάρας. Άλλοι είναι αυτοί που είναι κι ο θάνατός τους ξεπερνά τη δεκάρα, άλλοι έχουν θάνατο που δεν τους φτάνει να ξεπεράσουν ούτε τη μάνα τους κι άλλοι έχουν απλά θανάτους, θανάτους. Εγώ έχω το σπίτι μου, ένα κουνέλι, κι ένα μικρό αγόρι, πολύ μικρό, με μαύρα μαλλιά και γκριζογάλανα μάτια, τόσο που θ' άξιζε να μπω φυλακή και να μην υποκριθώ πως δεν το ήξερα ότι ήταν ανήλικος. Στο λάκκο με τα φίδια, όλα τα αινίγματα των ουρανών ανοιγοκλείνουν γεμάτα σαγήνη και λαγνεία, σαν τα βλέφαρα της παρθένας, αλλά εγώ ξέρω πως σε τρία πράγματα υπάρχει ζωή, στο να καις, να χτυπάς, να χαρακώνεις. Και η βία μου δεν είναι βία, είναι ρίζα τολμηρή, μια σπιρουνιά στο πλευρό του ψωραλόγου που αμέσως ξεβράζει από το μηδέν χίλιες ζωές. Είναι ο φόβος που κάνει την πρωκτοραφή του πιο ευσεβούς αγίου να κοχλάζει από ευχαρίστηση. Μ' αυτό που με πειράζει εμένα είναι το πάγωμα, το βαθύ πάγωμα, δίχως αγάπη μα κι ούτε μοναξιά,δίχως χαρά μα κι ούτε λύπη, απαθής μπροστά στις ωραίες καταστάσεις, απόμακρος μπροστά στους ευπρόσδεκτους ανθρώπους, απαθής κι απόμακρος και στην πιο αβάσταχτη τραγωδία και στον πιο μισητό άνθρωπο. Είναι το κενό που όλο φωνάζει πως κάτι σου λείπει, όταν τίποτα, πλέον, δεν σου λείπει. Είναι το ίδιο το κενό που σου λείπει και το ίδιο το πάγωμα που ξεγεννά τη ζεστασιά, η έλλειψη που αστράφτει κι ο καθαρός πόνος που τραγουδά. Πίσω μου, κάθε επίτευξη, κάθε θρίαμβος, κάθε στόχος, κάθε όνειρο, κάθε ελπίδα. Πίσω μου, πίσω μου σαν τον σατανά. Πίσω μου το κακό, η αμαρτία, η νίκη και η βλακεία. Θέλω την ήττα και το ήθος, απ' τα κατάβαθα ως τ' άκρα των υψών. Έχω καθίσει και τα 'χω πιει με τους πιο τρελούς και με τους πιο ξένους, αλλά η αληθινή βρωμιά, η θεϊκή βρωμιά,είναι έξω από κάθε ποίηση, από κάθε συνήθεια ή ανάγκη, κόντρα στον νου, στην καρδιά και στον πνεύμονα. Νηστεία και αυτοτιμωρία, χωρίς θεό, εξευτελισμός δίχως τιμωρία, δίχως όρια ελευθερία, θάνατος πάνω στον θάνατο, κανιβαλισμός πάνω στον κανιβαλισμό κι αγάπη πάνω στην αγάπη. Δεν υπάρχει καμιά ελπίδα, μα κι όπου υπήρξε, έγινε το σάβανο του πολιτισμού. Σκατά κι απόσκατα και να μου η αιώνια ζωή. Τα ρέστα Χριστέ μου.


Αγγελική Κορρέ