(speed limit -00)

















Δεν πάει ο ήλιος, δεν πάει η ώρα
Τα μάγουλά του είναι χαρακωμένα και τα δόντια του χρυσά
Κι αν είναι τρελός αρκεί να του τραβήξουν το αίμα
Κι αν είναι ανεπιθύμητος αρκεί να του κόψουν το κεφάλι?
Δώστε του αίμα αφού ζητάει κι άλλο φαγητό
Εκατομμύρια πρόσωπα έχουν βυζάξει το πρόσωπο για ‘μένα
Να το μεγάλωμά μου μέσα σ’ έναν χαμένο ορισμό και σ’ έναν ορισμό
Ανύπαρκτο – φτάνει να είναι το έλεος έξω από τον λησμονημένο,
Ο πόνος έξω από την κύηση? Υμνώ ξανά τον παραλογισμό της ευγονίας
Και κάθε σκοτωμό. Δεν θ’ αναμετρηθούμε παρά με μια σπιθαμή
Δεν θα κοιμηθούμε παρά με μιαν άνηβη σύζυγο
Και δεν θα βρούμε το δέος παρά στ’ ανέφικτο που ‘ναι στ’ αλήθεια
Δημόσιο κι εφικτό, ηχηρό σαν μία είδηση δίχως γεγονός
Ή ένα τερατούργημα που βαπτίζεται ηρώο. Ποιοι εξομολογήθηκαν
Αξίες πάνω στην ευκαιρία της φωτιάς?
Εύκολο να ‘ναι κανείς σπουδαίος μ’ ένα στίχο αποδεκτό
Ή μ’ ένα εβραίικο αίμα.
Μόλο που καθαρίζει τα σπυριά του με μαχαίρι δεν μολύνθηκε ποτέ
Κι ούτε το πύρωσε, ούτε το είχε απολυμάνει
Κάθεται μόνο στο φως μ’ έναν καθρέφτη και κόβει τις κρούστες των πληγών
Έτσι κι αλλιώς εκεί δεν είχαμε εργαλεία
Μήτε κρατιέται το μανίκι του μπροστά στο αίμα και γι’ αυτό
Δεν γίνεται να τον κατηγορήσεις ∙ το πρόσωπό του δεν το σημάδεψε ποτέ
Ούτε το σώμα του, γιατί ‘θελε να πάει στον θεό του καθαρός
Κι ας ξέραμε όλοι ότι δεν είχε σημασία.
Σε δύο κόσμους που κανείς δεν είχε δει
Να ‘ταν τα λόγια πιο σαφή από το λόγο? Ο στίχος από τον αδερφό?
Φυραμένη η αντάμωση ποιος να πάρει μια γνώμη για τον δρόμο
Έχει αμαρτία αυτός που έχασε το δρόμο? Αν ήταν νέος
Θα ‘σφαζε ταύρους τέτοια εποχή στη Νταραά και οι γυναίκες
Με το μαλακό τρίχωμα των μασχαλών θ’ άφηναν πίσω τους
Για κείνον άρωμα ζευγαρώματος με κάθε αίμα και με κάθε παρθενιά.
Έτσι πηγαίνετε, σφάξτε και πιείτε και λουστείτε του δούλου το δέρμα
Σκίστε τα δρέπανα, φανερώστε τους κηφήνες
Κεφάλι το κεφάλι, οδυρμός τον οδυρμό
Σκίστε τα δρέπανα και τα κεφάλια των παιδιών σας
Ένα δέντρο ματώνει την ημέρα της Ασούρα
Στις πλάτες μου έχω χαράξει τα σύμβολα κι οι σάρκες μου κυλάνε θριαμβικά
Να ‘ναι αυτή η τελευταία τιμή του απεγνωσμένου
Να ‘ναι τα στόματα ναοί του ωμού ψαριού?
Σκοτώστε σαν να μην είχατε άλλη μέρα
Δικάστε – το όπλο είναι η απάντηση για όλα
Απ’ τη Μολέρος του Εμιλιάνο ως την Πεσκάρα του Γκαμπριέλε
Από την μοίρα των μπάσταρδων ως τον τοκισμό
Βάρβαροι κόντρα σε βάρβαρους, κρύοι λαοί και κρύα η γη τους
Και να τα σάλια από τον θαυμασμό και να οι σπατάλες μου σε γλώσσες ανοιχτές
Π’ όλοι του κόσμου οι βάρβαροι δεν πρόφτασαν να τις αποδείξουν
Μην είναι πατζινακίτης ο νεκρός? Ούτε για τους δικούς μας
Δεν έχουμε άδεια ώρα – γυναίκα να ‘χει? Αν όχι μάνα. Ας τον φορτωθούν αυτές
Σάμπως τι θα ‘καναν αν πέθαινε στη θάλασσα? Δε θέλει να ‘χεις σώμα
Όταν είναι για νεκρό. Αρκεί ν’ αρπάξει ο δειλός την αμνηστία του πένθους
Κι αβέρτα πίσω αγόρια κι άνδρες στις θηλές.
Θαυμάστε, λόγια, πώς κοιμούνται στη μητρόπολη
Σας γνέφουν τώρα από έναν πρόστυχο εσμό
Μην αρνηθείτε να χορέψετε μαζί τους
Κι η τύχη σας θα ‘ναι χρυσή στον κόσμο των τεχνών.



Αγγελική Κορρέ