(ζαζά Κατρίν RIP..κρίμα)

Πανηγυρικοί μέσα στις φωτιές ή τις μεγάλες καταιγίδες, την αυγή όπου τίποτα δεν είναι πιο ήρεμα σκοτεινό. Πλησιάζει τον θάνατο κάτω από το φεγγάρι, ξέροντας πως του χρειάστηκαν λίγα πράγματα. Πολλά, πολλά κεφάλια, ίσως να έχει τα γενέθλιά του, δίχως να είναι πλέον αδύναμος, αλλά και δίχως να κρατάει γερά το στέρεο αλάτι των ματιών του και το φόβο του για το αγκάλιασμα της νύχτας ή του μεσημεριού, αφήνοντας την ανακάλυψή του στους περασμένους νόμους. Ό,τι του έδωσαν αυτές οι νύχτες ή αυτά τα μεσημέρια, ποτέ δεν θα το χάσει και ποτέ δεν θα μετανιώσει, αυτή είναι η πορεία της μεταμόρφωσής του, το ενδομήτριο σημάδι της ανατολής, όπου όλα τα κομμάτια του σώματος είναι ένα. Δεν λέω τίποτα και είμαι περήφανος γι’ αυτό. Μου αρέσει να τους κοιτάζω όταν πεθαίνουν, έχοντας αποτρελαθεί, γιατί είδαν κάτι που δεν τους χαροποίησε, ούτε τους λύτρωσε. Τίποτα δεν είναι τιμωρία, δεν υπάρχει τιμωρία. Όταν φοβάται ο άνθρωπος συμβιβάζεται με τις πιο ταπεινές του ανάγκες, λησμονεί τις δυστροπίες του, καλοδέχεται τ’ απλούστερο που μπορεί ν’ αποτελειώσει τη μνήμη του και ν’ αντικαταστήσει το σκουλήκι των αγωνιών του με την ευφορία αυτών των μικρών, ευσεβών απολαύσεων. Πρωτίστως πρέπει να δεχτείς τον πατέρα σου! Ίσως οι συνομιλίες των ανθρώπων, έτσι όπως ακούγονται σαν ένα ανδρόγυνο βουητό τη στιγμή που παύεις να κρατάς την προσοχή σου στη μια κι αφοσιώνεσαι σ’ όλες, να μπορούν να συνθλίψουν τους φόβους κάτω από μια κενότητα ίση με εκατό βράχους. Όταν ακούω τους ανθρώπους να μιλούν όλοι μαζί, δεν υπάρχει τίποτα μέσα μου. Καμιά φορά ξεχνώ πως κάποιος έχει πεθάνει, όταν έχω κινήσει ήδη για να τον επισκεφτώ κι εκεί, πριν ανέβω τα χοντρά, σοβατισμένα σκαλιά της ετοιμόρροπης μονοκατοικίας του, χαιρετώντας τη γριά διακόνισσα και το δεμένο, βρωμιάρικο σκυλί που τρώνε και οι δυο από ένα τάσι με ψωμί και γάλα στην κάτω αυλή, συνειδητοποιώ πως τίποτα δεν πρόκειται να βρω στο πάνω σπίτι. Στο πάνω σπίτι έμενε η άλλη γριά, εκείνη που έχει πεθάνει, φτωχή συγγενής. Ζούσε σε ένα σπίτι σαπισμένο ως τα θεμέλια, ακόμη και οι τριανταφυλλιές της βρωμούσαν, ενώ μέσα στην κρεβατοκάμαρά της δεν μπορούσες να σταθείς από τη μυρωδιά των ούρων στον καθετήρα της και των σάλιων που έρρεαν κίτρινα και πηχτά επάνω στη μαύρη πλεχτή κουβέρτα που είχε για ρούχο. Θεέ μου, τόσο παχιά, καθηλωμένη στο αναπηρικό της καροτσάκι, έπρεπε ν’ αναισθητοποιηθεί και να κουβαληθεί πάνω σε λινάτσα με τα χέρια πέντε αντρών, αν ήθελες να τη σηκώσεις για να την πλύνεις λιγάκι ή να της αλλάξεις κανένα εσώρουχο. Κακιά γυναίκα, απ’ ό,τι άκουγα και είναι πράγματι εξακριβωμένο πως είχε κάνει πολλά σφάλματα, αλλά πάντα τη λυπόμουν λιγάκι εκείνη τη γριά, ειδικά τη μέρα που πέθανε και που δεν χύθηκε γι’ αυτήν ούτε ένα δάκρυ, εκτός από εκείνα των υστερικών ανιψιών που περίμεναν κανένα φιλετάκι από την περιουσία, γιατί μάλλον δεν ήξεραν πως ό,τι είχε και δεν είχε η γριά, είχε φαγωθεί από την κόρη της και τον εγγονό της χρόνια τώρα. Τη θάψαμε σ’ ένα τάφο δεύτερης κατηγορίας, χαμηλά, δυο βήματα πάνω από τους τάφους των απόρων. Χτες, σήμερα, αύριο. Για εκείνους το σημείο δεν έχει βάρος. Σίγουρα όμως τους πέρασε από το μυαλό να υποταχθούν σε μια υπέροχη αγαθοεργία ή ν’ αντισταθούν στην αρετή, σαν από κείνους που είτε εξαγριώνονται βλέποντας τον καιρό τους να λιγοστεύει, είτε σκύβουν ώσπου η μύτη τους να κάνει μια γούβα στο πάτωμα, πιέζοντας τους εαυτούς τους ν’ απαρνηθούν όλες τις τελετουργίες της ανθρωπιάς, τις επονομαζόμενες αμαρτίες. Ξέρω κάτι παραπάνω. Το κεφάλι τους δεν έχει τη λεία επίστρωση του φαλακρού, μα ούτε και τα πλούσια μαλλιά ενός εφήβου, είναι μισοφτιαγμένο, με μερικές λιπαρές τρίχες εδώ κι εκεί κι ένα κατάξερο δέρμα καλυμμένο από κομμάτια πιτυρίδας χοντρά σαν τους σπόρους του λιναριού. Οι καλοθρεμμένες ψείρες του, οι σκασμένες από το αίμα, δεν είναι μικρότερες από τα τσιμπούρια, που το δάγκωμά τους σκάβει στη σάρκα τεράστιες δεξαμενές, όπου κοχλάζει κατάμαυρο αίμα. Στις 24 Μαρτίου, την μεγάλη ημέρα, οι θεές διψάνε τόσο πολύ! Καλό ψόφο κωλόσκυλα. Καταστραφείτε τώρα μαζί μ’ όλες τις εξαπατήσεις σας. Ενώπιον του θριάμβου της τρέλας, ξεσηκώνομαι σαν τους αυτοτιμωρούμενους και κόβω τον γυναικείο λίθο της ηδονής, που πρήζεται και σπαρταρά ανάμεσα στα κοκκινισμένα φύλλα.



Αγγελική Κορρέ