θα βλέπετε το θάνατο στα μάτια ενός φιδιού

Είμαι ατελής! Είμαι μηδέν! Όχι το μηδέν, αλλά μηδέν, σκέτο μηδέν δίχως πρόσημα δίχως ονόματα, μια ταυτότητα, μια καταγωγή. Δίχως μάνα, πατέρα. Μηδέν. Είμαι ανικανοποίητος, γιατί προέρχομαι από τ’ αντίθετό μου. Χλευάζω αυτό που παλεύω να δημιουργήσω, μ’ αναγουλιάσει το μέγα προσόν της ζωής. Έχω διαλέξει τους συντρόφους μου από την κάστα εκείνων που πλήττουν μπροστά στα ψόφια θαύματα των ποιημάτων, την κακομοιριά της σοφίας και την ευλογιά της αιωνιότητας, έχω διαλέξει αυτούς που δε γνοιάζονται να γίνουν αιώνιοι. Ορίζω την τραχιά τάξη μου από πέρα ως πέρα, ολάκερη η φωνή μου έχει διασπαστεί κι ενωθεί με την ομολογία της άρνησης. Είμαι αφαιρετικός, αλλά δεν μπορεί να θεαθεί το παν που με διακατέχει εμένα τον ίδιο. Λέω δράση και εννοώ τις ρίζες και τους καρπούς, δεν εναντιώνομαι σε κανέναν και τίποτα: διαταράσσω τη νομοτέλεια. Όλοι αυτοί που το χάος τους έχουν δείξει, που έχουν γελάσει και κλάψει, πεθάνει και αναπεθάνει και αφομοιωθεί από σπείρες θανάτων παρατεταγμένοι σα λυκοπρόσωπα ανδρείκελα στον παγωμένο τράχηλο του χρόνου, δεν είναι ικανοί να πιάσουν μπροστά μου ούτε μι’ αλφάβητο. Κι όμως ακόμη και μέσα απ’ αυτό που δεν εννοώ ή την ολοκληρωτική θέση, η δική μου προβάλλει πάρεση, η δική μου μεγαλουργεί ανανδρία. Κυκλώνομαι ως προς το σώμα μου, σπάζω τον λαιμό μου στα δυο και ρουφώ τα ίδια μου σκέλια, πίνω από το κέρατο του ταύρου, εγώ το φουσκωμένο σπυρί όπου μέσα κοχλάζει κατάλευκο αίμα. Μόνος μου κάνω ό, τι κάνω, από κανέναν δεν έχω πλανηθεί, ολομόναχος εδώ πέρα, τέλειος. Όμως τέλειος, μετά από όλα, από κανέναν δεν θέλω ν’ ακολουθηθώ. Πηγαίνω προς την πόση και την βρώση, επωάζοντας την πολυπλοκότητα, την απ’ άκρη σ’ άκρη κατανοητή για ‘μένα και γι’ αυτούς που ‘ναι σαν εμένα, γιατί εγώ έχω όρια και το έργο μου είναι τούτη δω η ρήξη της μήτρας. Έχω τη νέα νιότη. Φαίνεται τρελό? Κι όμως είναι απόλυτα λογικό, γιατί και η νιότη παλιώνει όπως και η βία παύει κάποτε να ευχαριστεί και η ανυπαρξία ν’ αλέθει και ν’ αλέθει. Κοιμάμαι μέσα σε λάκκους, καρατομημένος ρέω στις ελεημοσύνες. Είμαι Φανατικός. Βλέπω όλα εκείνα που απορρέουν από τις ύβρεις, ξένα προς ξένους κι επιθετικά ∙ ό, τι η τραγωδία έχει αποκαλύψει, ό, τι ο φτωχότερος άνθρωπος μπορεί να ονομάσει «ανολοκλήρωτο». Όλα αυτά τα γνώρισα, όλα αυτά που η προσμονή τους μπορεί ν’ απλωθεί σε κύκλους αιώνων, όμως η αποκάλυψή τους θα συμβεί σε μια στιγμή της στιγμής, γιατί από τη σύλληψη μέχρι την πρόσκρουση στην πατρότητα, κάθε ελιγμός είναι και διάβρωση, ατελεύτητη για κείνους που ζουν περιορισμένοι μέσα στην κτηνοβατική ατρησία της ιστορίας, ακαριαία για κείνους που τους ελευθερώνει η ανεστιότητα ∙ και κάπου εκεί το πάντοτε ανύποπτο έτερο του πραγματικού ξεγυμνώνεται, ο παραλογισμός του να ‘σαι φυσικός φέγγει για πρώτη φορά. Τότε ο άνθρωπος παύει να ξέρει και ζει αυτό που θα ‘πρεπε να ‘χει από πάντα ζήσει.
Ατενίζω τον ουρανό της γης και περνά μπροστά απ’ τα μάτια μου όλη η ηλικία του κόσμου. Τι άλλο αν όχι ευτυχής μπορεί να θεωρηθεί ο ορεσίβιος άνθρωπος, που σηκώνει τα μάτια του πέρα απ’ τη φύση όποτε τον ευχαριστεί και κοιτάζει τους ουρανούς χωρίς να θυμάται την ενοχλητική αναγκαιότητα της υλικής φύσης και των πλασμάτων κάτωθέ του? Το σπίτι μου είναι χτισμένο στο χείλος ενός μικρού λόφου. Όποτε θέλω και δίχως τίποτα να μ’ εμποδίζει, μπορώ να ξεκουράσω την όρασή μου σ’ αυτό που δεν είναι υπαρκτό κι όμως φαίνεται ολοκάθαρα. Κοιτάζω τον ουρανό όπως θα κοίταζα έναν καθρέφτη, βλέπω εκεί πέρα το πρόσωπό μου, ό, τι είμαι. Όποιος μπορεί να καταλάβει τι σημαίνει να είσαι πλάσμα της γης, δεν ταλανίζεται από καμιά έγνοια. Δεν τον ενδιαφέρει να ξεπεράσει τα όριά του, δεν τον ελκύει, ούτε τον τρομάζει η χαοτική απεραντοσύνη πίσω από τον δικό του κόσμο. Καλοδέχεται ό, τι τη γη και μόνο τη γη ορίζει, καλοδέχεται τον χρόνο και τον χώρο. Αν υπάρχει θεός, θα τον καλοδεχτεί κι εκείνον μαζί μ’ όλη του την αιωνιότητα, αν δεν υπάρχει, θα καλοδεχτεί την ανυπαρξία του, όταν πλέον οι μέρες θα έχουν πληρωθεί. Αλλά μέχρι τότε δεν θα ζήσει μέσα στον φόβο, δεν θα διερωτηθεί ποτέ και για τίποτα. Γιατί ακόμη και αν ανύπαρκτος αποδειχτεί, τι σημασία θα έχει και ποιο στ’ αλήθεια το όφελος της γνώσης? Κάποιες φορές, όταν ξυπνάμε από έναν ευχάριστο ύπνο, θυμόμαστε ακόμη μερικές εικόνες των ονείρων μας, όμως υπάρχουν κι άλλες φορές, που δεν μπορούμε να είμαστε σίγουροι ούτε καν για το αν πράγματι ονειρευτήκαμε, ενώ ποτέ, μα ποτέ δεν έχουμε συνείδηση του ίδιου του ύπνου. Αρκούμαστε στο να κλείσουμε τα μάτια μας και ξαφνικά, σαν να διαγραφόμαστε από τη ζωή για κάποιο διάστημα, ξυπνάμε και συνειδητοποιούμε ότι υπάρχει μία ροή που είμαστε αναγκασμένοι να της επιτρέψουμε να συνεχίσει. Ακριβώς το ίδιο είναι κι ο θάνατος, μία στιγμή της οποίας ο άνθρωπος δεν έχει επίγνωση και άρα δεν μπορεί ούτε να βλαφτεί, ούτε να ωφεληθεί, πόσο μάλλον αφού, σε αντίθεση με τον ύπνο, ο θάνατος δεν έχει επιστροφή και άρα ο άνθρωπος απαλλάσσεται από την υποχρέωση να συνεχίσει τους κόπους του. Η ροή παύει. Εύχομαι μόνο να μπορούσες να δεις αυτό που βλέπω εγώ τώρα. Είναι Δεκέμβρης και πλησιάζει η πέμπτη απογευματινή. Έχω στρέψει ξανά τα μάτια πέρα από τον κόσμο ∙ με εξαίρεση τις ακανόνιστες κορυφές της οροσειράς στα βόρεια, τις οποίες ο ήλιος χλευάζει πέφτοντας επάνω τους σε τέλεια ευθυγράμμιση έως εκεί που τον αφήνει η στάθμη της δύσης, βλέπω μονάχα τον ουρανό, έναν ουρανό γεμάτο φως δίχως φως κι απτότητα υγρή που με κάνει να θέλω να βουτήξω τα χέρια μου μέσα της, αν και δεν υπάρχει. Δεν μπορώ ν’ αγαπήσω τη νύχτα, ούτε το σκοτάδι. Είμαι ένας άνθρωπος της ημέρας, όχι, είμαι ένας άνθρωπος του απογεύματος, όχι, είμαι ένας άνθρωπος του απογεύματος του χειμερινού. Ατενίζω τον ουρανό της γης, την πεντάμορφη καμπύλη του αναρχική, την εκστατική παραφωνία των σύννεφων, που ευθύνονται για την ψευδαίσθηση της απτότητας. Γι’ αυτά μονάχα ο άνθρωπος έχει λαλιά και μένει παράλυτος όταν η μέρα φεύγει. Ω όλες αυτές οι σκέψεις, να ήξερες μονάχα πόσα έχω σκεφτεί, αστραπιαία κι αυτά σαν το θάνατο και αμνημόνευτα, ή εξασθενημένα πολύ όταν πια, εκβιάζοντας τον εαυτό μου να θυμηθεί, προσπαθώ να τα καταγράψω. Να μι’ απεραντοσύνη που με φοβίζει και που δεν μπορώ να μην τη συλλογίζομαι, σκέφτομαι τι άραγε θα είχε δημιουργήσει ο άνθρωπος, εάν όσα περνούσαν από το νου του απρόσκλητα καταγράφονταν επιτόπου σ’ ένα κομμάτι χαρτί, δίχως ν’ απαιτούν από κείνον να διακόψει τον ειρμό του θυσιάζοντας αμετάκλητα το σπουδαιότερο μέρος των σκέψεων, ώστε να προετοιμαστεί για τη διαδικασία της καταγραφής? Βλέπεις λοιπόν πως η επίγνωση δεν είναι κάτι που το αποκτά κανείς ατιμώρητα. Γιατί η επίγνωση είναι η φυσική έκφανση της κενοδοξίας, το ένστικτο του να κοινωνείς και να εμπορεύεσαι. Σε τι ωφελεί να καταγράφουμε αυτά τα υπολείμματα της σκέψης και να μην προσφέρουμε το αξιοπρεπές τίποτα, αφού δεν μπορούμε να τα προσφέρουμε όλα? Για την ετερότητα των άλλων, θα πει κάποιος, αλλά σ’ αυτό ακριβώς έγκειται η ματαιοδοξία. In ictu oculi υπάρχει ο άνθρωπος και τίποτα δεν είναι για κανέναν, ούτε η τέχνη, ούτε το αίμα, ούτε η σκέψη, ούτε το ρόδι που σκάει, ούτε το κυφό πύρωμα του σπίρτου. Συγκρούσεις ιδιωτών είναι η κοινωνία και το κοινωνείν είναι αρχή άνισα κατανεμημένη, σ’ άλλους να δέχονται, σ’ άλλους να προσφέρουν και σ’ άλλους να προσφέρονται. Ατενίζω τον ουρανό της γης μακριά απ’ τις βλαστήμιες και τις κατάρες της ταραγμένης μου ηλικίας. Ούτε είμαι, ούτε έχω. Αγαπώ αυτόν τον κρεολό Βροτέα όσο ακριβώς την αίσθηση του χρέους, ούτε πιθαμή λιγότερο ή περισσότερο, και διαισθάνομαι για πρώτη, πρώτη φορά τί δημιούργησε τα πάντα. Δεν μπορώ να υπάρξω έξω από την τάξη. Εσύ γλυκιά μου, όταν ο άνθρωπος λέει μητέρα, να, να, προσπάθησα να πω τα πράγματα όπως είναι ώστε να μην με κατηγορήσουν πως τα ‘φερα έτσι ώστε κανείς να μη τα αισθάνεται, αλλά δεν μπόρεσα να λησμονήσω εντελώς την τρέλα. Ορίστε, δίνω τα σύμβολά μου, είναι όλα τους παστρικά, ορίστε, δίνω την αυτόματη λέξη της μέθης. Δίνω τη λέξη του οπίου, ω το όπιο ψεύδεται! Опия. Λουλούδι του Οπίου, οπάλινο σύμβολο, από χαραγματιές και χυμούς που στάζουν στο ξίφος των πράξεων χρωματισμένοι σα δέρμα ή σαν άρωμα αφόρετο για δεκαετίες, για σένα είμαστε το άλας της γης και το ψωμί των αγγέλων. Στον ίσκιο του στέμματός σου παραδώσαμε την ηλικία μας, ζήσαμε καθ’ ύπνο κι ο ονειρευτήκαμε με τα μάτια ανοιχτά την ακινησία και την περατότητα. Τι μαλακή που είναι η σάρκα του φρούτου σου κι ο ψιλόλιγνος κορμός σου γέρνοντας σαν το ξερακιανό χέρι, ο ήλιος στεγνώνει τις ρύσεις σου και η ωραία ψυχή μου βλέπει τα πνεύματα. Θα μπορούσαμε να ‘μαστε για πρώτη φορά, θα μπορούσαμε να ‘μαστε οπουδήποτε, στην ελαστική αρετή ή τις μισερές εξόδους ή τις οσμές των ιδιαίτερών μας των ποτισμένων από χρυσά αφιερώματα. Για ‘σένα αυτόν τον κόσμο περάσαμε, διδαχτήκαμε κωματώδεις τη μετρική και τους χειρισμούς των πινέλων και των ψαλιδιών. Κανείς σας ποτέ δεν θα μπορέσει να καταλάβει. Έχω εκπέσει. Έχω πεθάνει. Είδα στα σύννεφα τα άλογα των πολέμων και βουνά με φυτρωμένα στη ράχη τους τα δάχτυλα του Θεού, αρίθμησα μέσα σε μια φαντασίωση τα χτίσματα του παρελθόντος, βρήκα πως ήμουν πολύ πολύ νέος ∙ και μυρίστηκα κάτω από τα λεπτά στρώματα και τα ευγενικά γαλανά πέπλα που έκρυβαν την καλοτυχία μου, όλων των σωμάτων τις ταυτότητες, όλων των εθνών και των πολιτισμών και όλης της θάλασσας. Κιγκλίδες των λάμψεων προκαλώντας τροπές της τιμής, εδώ που αποδεχτήκαμε την αγαπητική μας ιδιότητα, ήπιαμε και κρεμαστήκαμε και ήπιαμε ξανά, ένα βήμα πιο κοντά σ’ όλη μας τη γέννα. Για τ’ όπιο αξίζει ένα εγκώμιο ή μια μουσική όταν όλα παύουν και μας περιμένει το πρωινό. Τι νόημα θα ‘χε εάν κανείς δεν παραδινόταν? Τίποτα δεν έχει παραληφθεί, τα έχουμε όλα, οι άγριοι και οι μιαροί, οι μεθυσμένοι. Πριν από εμάς κανείς, μετά από εμάς κανείς, ο καθένας θέλει να γίνει μια εποχή, με γεια του με χαρά του, εμείς δεν είμαστε εδώ να κρίνουμε τους νεκρούς, μήτε τους ζώντες, κι ούτε έχουμε και πολλή δύναμη ενώπιον των πάντων. Θέλετε να φτιάξετε, φτιάξτε, θέλετε να γίνετε, γίντε. Εγώ είμαι πολύ κουρασμένος, έχω εξαντλήσει τις ταχύτητες. Ζω όπως ζω, θα πεθάνω όπως θα πεθάνω. Γιατί να με νοιάζει? Προέρχομαι από κει που η λαλιά χάνεται κι όλοι προέρχονται από κει. Γλυκές μου μοίρες, η κοιλιά μου είναι ανοιχτή, έχω ληστέψει την ανομοιότητα και το πένθος, είναι για ‘μένα πλέον η έρημος. Όμως εδώ βρίσκεται η δικαίωση, σ’ αυτήν ακριβώς την ώρα της καταστροφής μες στη μεσημεριάτικη γιορτή, σε δούλους ανώνυμους ανάμεσα που κάθονται αντικριστά και διατάζουν τους εαυτούς τους και σπαράζουν τους εαυτούς τους ∙ εδώ με κάποιο τέχνασμα μπορεί να ερεθίσει κανείς την ελπίδα, πέφτοντας σε λήθαργο, κάνοντας εμετό, ή πιάνοντας το είδωλό του στις πλάκες των καπνών που πέφτουν βαριά η μία πάνω στην άλλη καταλαβαίνοντας πως δεν υπάρχει επιστροφή. Προτιμώ αυτά τα πάθη, από τους εφιάλτες ως το σάπισμα των δοντιών και το θάνατο, προτιμώ αυτά που μου στερούν κάθε καλό. Αλλιώς δεν ενδιαφέρομαι για τίποτα, πλήττω. Ελάτε να με δείτε, με τη γάγγραινα στα δάχτυλα των ποδιών μου, με το πράσινο στόμα μου, με τις φλύκταινες στα χείλη του αιώνιου μουνιού, τ’ ασύμμετρα και ξεφλουδισμένα νύχια μου, τα πηχτά απ’ το σμήγμα φρύδια μου. Ελάτε να με δείτε, ώστε να συμπεράνετε από μόνοι σας, πως είμαι ο πιο ευτυχισμένος άνθρωπος στον κόσμο, ω όπιο.  Γιατί τα χέρια μου είναι φυλακισμένα και ιδρωμένα τα πέλματά μου ∙ κάτι ξενικό μ’ αποπλάνησε. Θέλω να βγω έξω, μα έχω απ’ όλα απομακρυνθεί, γυμνωμένος κι ανίατος. Τι άλλο θα μπορούσα? Ο ήλιος των λέξεων ανατέλλει και ανατέλλει. Δείτε τι έχω, δείτε τι μ’ ευγνωμονεί. Ποιος κατέβηκε στον Άδη? Κι ο Χριστός και ο Ορφέας και ο Ηρακλής και ο Οδυσσέας. Το ξέρω πως σας ανήκουν τα πάντα, γι’ αυτό έχω πληγωθεί, ω Ευρυδίκη, ούτε Σιμονέττα Βεσπούτσι, ούτε Λουτσία ντέι Μάνιολι ∙ εσύ γλυκιά μου, Αικατερίνη. Όταν ο άνθρωπος λέει μητέρα όταν ο άνθρωπος λέει μητέρα ατενίζω τον ουρανό της γης.




Αγγελική Κορρέ