Ήταν τέλη Μαΐου, εννέα και κάτι το βράδυ. Καθόμουν στον κήπο
και κάπνιζα όταν η άκρη του αριστερού μου ματιού έπιασε κάτι που κινούταν στο
κεφαλόσκαλο. Ήταν ένα μαύρο ζωύφιο, περί τα δύο εκατοστά μήκος, δίχως φτερά,
που είχε γυρίσει ανάποδα και πάλευε να επιστρέψει στην αρχική του θέση. Σηκώθηκα
και άναψα το φως. Ναι, ήταν πράγματι κατάμαυρο. Αν και η λύσσα του δεν μου
επέτρεπε να το μελετήσω, θα πρέπει να είχε έξι πόδια, όπως συνηθίζεται, δυο
πισινά και τέσσερα που θα τα ‘λεγες μάλλον μπροστινά, αφού βρίσκονταν σε κάποια
απόσταση από τα πισινά του. Έμεινα να το παρατηρώ για λίγο, έτσι όμορφα που
χτυπιόταν, απελπισμένα, τραγικά, δίχως ελπίδα ∙ έβλεπα τις γεμάτες πόνο μικρές
ακίδες των ποδιών του να περιπλέκονται, τον γυαλιστερό φλοιό της κοιλιάς του να
συσπάται, το κεφαλάκι του με τα κίτρινα εξογκωμένα μάτια ν’ ανασηκώνεται μ’ όλη
τη γελοιότητα αυτού του εφιάλτη του γένους του, που καταδίκαζε σε φριχτό,
φριχτό μόνο και μόνο από την ειρωνεία του, θάνατο όσα από δαύτα έπεφταν με τη
ράχη στο χώμα και μην έχοντας την ευλογία των φτερών, δεν είχαν σχεδόν καμιά
πιθανότητα να σηκωθούν και να επιβιώσουν. Όταν πια βαρέθηκα να το κοιτάζω,
έβγαλα το παπούτσι μου για να το σκοτώσω. Το παπούτσι το πλησίαζε αργά ∙ ποτέ
δεν είχα θελήσει στ’ αλήθεια να ξεπαστρέψω αυτά τα πλάσματα, ποτέ μου δεν είχα
σταθεί μια ανάσα πριν τον φόνο ενός ζωυφίου ή ενός μικρού ζώου χωρίς να νιώσω
πως διακυβευόταν η αθωότητά μου. Όχι πως είχε και τόση σημασία – σιγά τη ζωή, στο
κάτω κάτω, ναι, σιγά τη ζωή, αν το καλοσκεφτείς, σάμπως αυτή η χαριτωμένη
κτηνωδία μου να μην ήταν πιο κοντά στη σχετική απολυτότητα και, με τα δικά μου
μάτια, στην απόλυτη σχετικότητα των ταοϊστών, απ’ όσο όλο αυτοί οι ηλίθιοι μαστουρωμένοι
μίμοι που νομίζουν πως επειδή μασουλάνε σέλινα αντί για χοιρομέρια, έχουνε
καταπιεί το όραμα που "επιπλέει στο μάτι του κόσμου"? Για ‘μένα, που δεν έχω
ζήσει μήτε την πειθαρχία του τυχαίου, μήτε την κρυφότητα του ιδανικού, ο πόνος
είναι το Ταό, ο πόνος της ανουσιότητας και η προκρούστειος δικαιοσύνη της κακοτυχίας,
των ασθενειών και του θανάτου. Μα ας αποκαλύψω τώρα, πώς αυτό το ελεεινό ζωύφιο
κατάφερε να ξυπνήσει τη σκέψη μου τόσο απόκοσμα μέσα από τον λήθαργο της όστριας.
Όταν πια ολάκερη η σκιά του παπουτσιού μου έπεσε πάνω του, παρατήρησα κάτι
υπέροχο. Μόλις το ζωύφιο ένιωσε το παπούτσι να πλησιάζει, τύλιξε τα πόδια του
γύρω απ’ το σώμα κι έμεινε ακίνητο. Απομάκρυνα το παπούτσι. Μέσα σε ένα
δευτερόλεπτο επέστρεψε στο πάλεμά του. Τότε κι εγώ έβαλα ξανά το παπούτσι επάνω
του, κρύβοντάς του το φως. Ακινησία. Κι έπειτα, ξανά η πάλη και ακινησία και
πάλη και ακινησία και πάλη και η ιστορία με το παπούτσι επαναλήφθηκε πολλές φορές,
ώσπου το χωρατό του βασανιστηρίου του έχασε την αρχική του γοητεία. Τότε του
πάτησα μια γερή και το απάλλαξα μια για πάντα. Ω κείνος ο ήχος του κελύφους που
θρυμματίζεται κάτω από τη σόλα! Δίχως αυτήν, πόσο πληκτικός θα ‘ταν ο θάνατος
των απόρων? Βέβαια, τα οστά των θηλαστικών δεν πρόκειται ν’ ακουστούνε ποτέ
τόσο υπέροχα όσο ο εύθραυστος σκελετός των ζωυφίων, τόσο τραγανός που θα
μπορούσες να τον κόψεις με τα δόντια, όπως γίνεται με τα πόδια της γαρίδας. Τα μεγαλύτερα
ζώα θα πρέπει να λιώνουν τόσο ανόητα, σα να σκίζεις με τη χούφτα σου του
καρπουζιού τη σάρκα. Να δείτε, λοιπόν, ποιος είναι ο χρόνος των φαινομένων. Ένα
σωρό πράγματα γεννιούνται μέσα μας κι όλα μας φέρνουν την ίδια αγωνία ∙ φαύλη ή
αγαθή, καμιά δημιουργία δεν έρχεται αταύτιστη με την μανία της καταστροφής,
καμιά αποκάλυψη, ακόμα κι αν οδηγεί στη ζωή, δεν ξυπνά δίχως το φρόνημα του
θανάτου. Ούτε η ευτυχία της άγνοιας ούτε τα συμφέροντα ευθύνονται για τούτη την
τραγωδία, και το γεγονός αυτό είναι από μόνο του η τραγωδία, ότι στην
πραγματικότητα δεν υπάρχει κανείς να σηκώσει το βάρος της γένεσης. Η ειρήνη
είναι τούτος ο πόλεμος, η ζωή είναι τούτοι οι θάνατοι, το απόλυτο φως είναι
αυτό το απόλυτο σκότος που κρατά τους πάντες, υγιείς και σακατεμένους, τυφλούς
και φέρνει γυμνούς και ντυμένους στην ίδια εικόνα κι ό, τι έρχεται από το είναι
φέρνει ντροπή κι ό, τι οδηγεί στο είναι θα το κάνει με πόνο. Γιατί το καθαρό,
στον εκφυλισμό μονάχα φαίνεται να υπάρχει μέσα στην ύπαρξή του. Εγώ, μονάχα εγώ
στάθηκα ικανός ν’ ακολουθήσω τον ρου των αναγκών μου. Όχι περισσότερο αρνητής
απ’ όσο ολωσδιόλου Ασεβής. Είμαι ο δίχως είδωλα ∙ κι αν έρθει σε ‘μένα έστω και
μια δοξασία που να μπορεί να περιλάβει τους δίχως είδωλα και να εγγυηθεί πως
υπάρχει κάτι σ’ αυτόν τον κόσμο που να ωφελεί με δαύτους, τότε κι εγώ θα θέσω
αυτήν την ίδια ως είδωλό μου. Ως τότε παραμένω έξω απ’ όλα. Έχω την κυριότητα
των ηδονών μου, την κυριότητα των αρετών και των εγκλημάτων μου, την κυριότητα
της ίδιας της ομορφιάς, όταν η ομορφιά είναι δική μου, η δική μου, γιατί ούτε
υπάρχει πουθενά ομορφιά ούτε υπήρξε, μα ό, τι ευχαριστεί, ξέχωρο από το δημόσιο
όνομά του, είναι αγαθό για ‘μένα κι ούτε με νοιάζει ποιος το προτιμά και ποιος
τ’ αποστρέφεται, ποιος το ‘χει για ελευθερία ποιος για δουλεία, ποιος το ‘χει
αποκηρυγμένο, ποιος το ‘χει τετριμμένο, ποιος το ‘χει ιερό ή αδιάφορο. Σκλάβος,
σκλάβος είναι μονάχα όποιος επιμένει στις σκέψεις, στα λόγια και στις αράδες
και καταραμένος όποιος, έχοντας τύχει χαρούμενη ζωή από τη σύλληψή του, τρυγάει
νωρίς την αγιότητά της και κατακερματίζεται σ’ αντιστάσεις δίχως ουσία. Έχουν
πει, έχουν γράψει, έχουν πράξει πολλά. Και τι με νοιάζει? Μήπως δεν είναι δικά
μου όλα? Και τι πιο θλιβερό, μέσα σ’ αυτόν τον κόσμο, από το να συνειδητοποιείς
πως η κρίση, ακόμη και των σοφότερων ανθρώπων κάθε γενιάς, δεν είναι παρά ο
συγκερασμός των ειδώλων τους! Και τι θα σας έβλαφτε, να μην πιστεύατε ποτέ
κανέναν? Ο άνθρωπος δεν φτιάχτηκε μήτε για να πιστεύει, μήτε για ν’ αγαπά ∙ κι
όσοι το κάνουν, ας μη μας κατηγορούν πως αντιδρούμε από φόβο, ενόχληση ή
αδυναμία. Δεν θα μπορούσαμε να φοβηθούμε κάτι που γεννιέται από τον φόβο, ούτε
να ενοχληθούμε από κάτι ρηχό κι εφήμερο ούτε να νιώσουμε αδύναμοι για το
κατεξοχήν στήριγμα των αδυνάμων κι ας θέλουν να πιστεύουν ότι οι αδύναμοι αφήνουν
τις πιο βαριές διαθήκες. Μόνο οι όμορφοι αδύναμοι λαγχάνουν τιμών. Όταν ήμουν
εφτά χρονών, έπιασα μια πεταλούδα. Ψόφησε στα χέρια μου, ενόσω της έχτιζα
σπίτι. Μετέτρεψα το σπίτι της σ’ ανοιχτό τάφο και την έβαλα εκεί, να ξαπλώσει με
τα σγουρά πόδια της και το υπόλευκο των φτερών της –όπως κάθε κοινής πεταλούδας
των βουνών– φθαρμένο σα σάπιο πέταλο
γιασεμιού. Μ’ έπιασαν κλάματα. Εκεί, όπου της υπερβολής η πλαστότητα μας κάνει
κομμάτια. Ω δίψα του γάλακτος, ω πείνα κοκάλων!
Είμαι εδώ για να γεννήσω μπάσταρδους.
Αγγελική Κορρέ