Revertimini, filiae meae, cur venitis mecum?

Θ’ αφηγηθώ κάτι υπέροχο, που μονάχοι σας δε θα το ‘χατε νιώσει. Καμιά φορά, σκέφτομαι έναν άνθρωπο να γεννιέται στη μέση κάποιας ερήμου και ν’ αφήνεται εκεί ν’ αναθραφεί μονάχος. Ας πούμε πως τα καταφέρνει, με δίχως ανθρώπους γύρω του και δίχως να ‘χει αντικρίσει το πρόσωπό του για μια φορά, δίχως να γνωρίζει καν ότι έχει πρόσωπο, καν τι ‘ναι πρόσωπο. Ας πούμε πως ξαφνικά, πέφτει στα χέρια του ένας καθρέφτης, τον σηκώνει και κοιτάζει το είδωλο. Αμφιβάλλει κανείς πως αυτό που θ’ αντικρίσει θα ‘ναι ό, τι πιο όμορφο έχει αντικρίσει ποτέ? Αμφιβάλλει κανείς πως αυτό που θ’ αντικρίσει θα το ερωτευτεί και θα τ’ αγαπήσει με το πιο άγριο πάθος και την πιο αθώα ευλάβεια? Αμφιβάλλει κανείς πως αυτό που θ’ αντικρίσει θα τ’ ορίσει θεό? Η πρόνοια της λιποταξίας είναι μεγάλη. Πείτε το, έχετε υπάρξει πονηροί. Εγώ, εγώ έχω αποπειραθεί να πληγώσω, να καταδικάσω τους κατατρεγμένους σ’ ατιμωτική ποινή. Αυτό, το δηλητήριό μου και η γνώση που με κάνει να χύνω τα δάκρυα. Ήμουν εδώ όταν όλα αυτά δεν υπήρχαν ακόμα, θα είμαι εδώ όταν όλα αυτά δεν θα υπάρχουν πια. Αγάλλομαι, αισθάνομαι μεγάλη χαρά, είμαι η κλίμαξ εξ ης ερρίπτοντο εις τον Τίβεριν τα πτώματα των καταδίκων. Και τώρα, όπως η αδεξιότητα που ωριμάζει τον Ιούνιο, θρηνητικός πρόκειται να καταπιώ τον μακρύ λαιμό μου. Μες στους αιώνες υπάρχω, σ’ όλο τον κόσμο, είμαι ο κυματισμός της φωνής που δε λογαριάζει τη μοιχεία. Διψώ ∙ κι εσείς, θα το πείτε τώρα ότι νοθογενείς έχουμε διωχτεί ακόμη κι απ’ την απώλεια ή την αλαζονεία? Άπειρος είναι κι ο δίχως πέρας, άπειρος είναι κι ο δίχως πείρα, το όνομα εκείνων που πέθαναν πρόωρα κι άδικα. Καθένας γι’ αυτό το Λιοντάρι, που κλαίει την γενναιότητα και την πίστη επάνω στις ορφανεμένες ασπίδες. Να μην τολμάτε να προφέρετε αυτά που μόνο εγώ έχω δικαίωμα να κοιτάζω, αυτή η αυθάδεια θε να μειώσει τη γονιμότητά σας! Κανείς δεν ξέρει πως αποχή σημαίνει εποχή κατά λέξη, κανείς δεν ξέρει ότι απέχουμε από το τέλος όσο απέχουμε από την αρχή κι όλα μπροστά στα μάτια μας θα συμβούνε, μα τίποτα δε θα ‘χει συμβεί. Αυτή είναι η δική μου εσχατολογία. Ιδού, το Λιοντάρι της Λουκέρνης, στη φωλιά του από ραγισμένη πέτρα, λευκό κάτω από τις γκρίζες φλέβες του χρόνου και την πατίνα του νερού. Λιμνασμένο αυτό κι ο καταρράκτης της πρασινάδας και τα ερυθρωπά λουλούδια στην παιδική ηλικία τους όπου κατοπτρίστηκαν όλα. Στη σκιά των δέντρων ακούγεται η πέτρα γαλάζια, το γυμνό μέλος της είναι πιο λευκό από το λευκό, το φως τρέμει πάνω σ’ αυτό το Λιοντάρι, σαν από αποκάλυψη θεϊκή. Βλέπω την ανυπόφορη μεγαλειότητά του υγρομετρική σ’ αυτήν την οπαλισμένη ύλη κι ‘ναι νωρίς το πρωί για τα πάντα μα όχι εδώ, εδώ είναι η στάσιμη ώρα του κόσμου. Μην παραφέρεστε, μην αρνείστε της συνταύτισης το βάρος,  αυτή η βρωμιά που βάζω στο στόμα μου επαρκεί.



Αγγελική Κορρέ