"..μιν σαλαλατίν μιν τινίν.."

[...]
Τρέμω, και η καρδιά μου είναι βαριά
Ω τ’ άσματά μου, μπαϊνά ‘λ ακκί βα ‘λ μπατιλλί
Σαράνα εσύ, που ξέρεις το δέρμα σου και δεν έχεις ακόμα ηττηθεί
Σπασμένο της μητρός της βίβλου το πινέλο, κοιτάζω σ’ άλλες χώρες
Κι έχω πιει μέλι διαιρετό ∙ όποτε βρίσκομαι, διπλά το λογαριάζω έχω χαθεί
Φώναξε ετούτο: σαλιμά, σαλιμά, σαλιμά.
Αυτά τα λόγια η απάντησή μας θα ‘ναι ∙ μονάχοι δώσαμε, και μονάχοι θα πάρουμε
Ό, τι ‘ναι να παρθεί. Αχ, χαμσά ασέρ χαζά ∙ τους στίχους μου τελειώνω
Μ’ όλο το Μάρτη έχω ξεσπάσει στης αδερφής μου την ταφή
Και οι επίγονοί μου ας είναι γεννημένοι – ποιος τα λιγοστά μου λόγια αυτά θα νιώσει
Ποιος πιο τυφλός, ποιος πιο τραυλός θα ψάξει στα παλιά γραφτά?
Στο πεντακάθαρό μου αίμα πλένω αυτό το μαγκωμένο δαχτυλίδι
Σημείο του γάμου που ‘πρεπε να ‘χει εγκαταλειφθεί απ’ τη νεότητα
Τώρα είν’ αργά.
Ακούω κατάπληκτος των ερπετών τη γλώσσα. Βαδίζω μόνος και διακρίνω
Φώτα δίχως τελειωμό ∙ δεν μου μιλάς αγαπημένε μου
Μόνος στον βορινό στρατώνα, μ’ άφηνες μέρες δίχως γράμμα σου
Τα μαλλιά μου δεν ακούστηκαν κάτω απ’ το μαύρο δίχτυ εκεί
Ήταν μακρύς ο δρόμος κι ‘μουν εγώ φτωχή κείνες τις μέρες. Δε μου συγχώρεσες
Βάδισα τη σειρά πασσάλων που δείχνουν την κατεύθυνση
Ανόργωτες οι κοιλάδες, τόποι σπαρμένοι με κουκιά πέρα απ’ του Αναμντνάγκ τα σύνορα
Να μη με βλέπεις, δεν έχω ακόμα λειάνει την κοιλιά μου
Φιλάρεσκη, πιο μεγαλοπρεπής απ’ τους απλοϊκούς,
Πιο πλούσια απ’ των πλοιοκτητών τα ημερολόγια
Πλήρωσα χρόνια πάνω σ’ αυτό το δεμάτι από γράμματα
Ο κύκλος κύκλωσε δεύτερη φορά, ξανά ο Απρίλης
Κι ήρθε μαζί του η θλίψη που δεν μπορώ πια ν’ ανταμώσω έναν σκοπό
Ψηλή χορδή, όπου σ’ εσένα υπαινιχθήκαμε τα χαρούμενα τραγούδια
Τίποτα πια ∙ μι’ αναθυμίαση από το λευκό του πηγαδιού
Έσωσε τον σκορπιό απ’ τη μορφή μου
Και τα νερά θολώσαν από τις ξερές ακίδες της κληματαριάς.
Θα τραγουδήσω ακόμη μια ιστορία, οι ξύλινες πλάκες την διηγούνται αυθεντική
Στο Αοκιγκαχάρα κρεμασμένος, άφησε κατά λέξη αυτό το μήνυμα:
«Ήρθα εδώ, επειδή τίποτα καλό δε συνέβη στη ζωή μου»
Κι όμως, σαν ξένο τον ανέχτηκαν τα δάκρυα
Αλλιώς πώς θα υπήρχε ακόμα αυτή η Σελήνη? 

Βρήκαμε πόδια δυο. Οι φόνοι αυτοί, δυο λασπωμένα πέταλα στο ξύλινο σανδάλι
Το χιόνι στο Αϊζουβακαμάτσου έχει αρχή
Και τέλος. Μα εγώ μονάχα την αγαπημένη θα κοιτάζω
Να! Βγάζω αίμα όπως το κορίτσι μου βγάζει από τα μαλλιά του ένα φτερό
Λυπάσαι εσύ? Λυπάμαι εγώ, διπλά, τριπλά και άλλο ακόμη
Μη την αγαπημένη μου λυπήσεις άλυσσο του Αϊζού γιατί κι εσύ όπως κι εγώ
Στο φως της λιώνεις
Άφησέ με τουλάχιστον να την έχω αποζητήσει
Αθάνατη είναι για ‘μένα αυτή – αθάνατος είμαι εγώ για ‘κείνη
Πληρώνει τη ζωή μου, πληρώνω τη δική της
Είναι η ωραία αυγή ∙ μη με ξεχνάς σ’ αυτόν τον κόσμο αγαπημένη
Θάνατος σ’ όλα, εγώ για αιώνα πάνω σ’ αιώνα για όλα αρκώ
Εγώ θα μείνω, εγώ θα υπάρξω, εγώ, εγώ.
Γνωρίζω όλα αυτά που έχουν συμβεί. Γνώριμος είναι κι ο θάνατος ακόμη
Γιατί έχω πια την τόλμη ν’ αρκεστώ στο να σωπαίνω
Πιο νέος απ’ τον νέο, πιο αποτελειωμένος απ’ τον παλιότερο νεκρό
Γνώριμος είναι κι ο θάνατος εδώ, όπου γεννά καθείς μονάχα ό, τι γνωρίζει.
Θα κλείσω αυτούς τους δρόμους της χαράς, νέος πολύ είμαι ακόμη
Στις μαύρες ρίζες κείτομαι της ζαφοράς, δίχως κανένα φόβο
Προσπαθώ, αλλά δεν είμαι αρκετός και πάνω εδώ αρχίζει να φθίνει η έλλειψή μου
Δεν ξέρω αν επιστρέφω ή αν για πρώτη φορά τον τόπο ετούτο συναντώ
Μ’ αγριεμένος νιώθω ότι εξάντλησα τα χρόνια
Αγριεμένος από χορτασμό, που την πνοή μου έχει λυγίσει η ελευθερία
Βαρύς απ’ το χαμένο βάρος μου, κοιτάζω προς τον οπωρώνα με τις κερασιές
Τα πάντα δέχομαι, είμαι σκλάβος, κι αυτό αγαπώ
Δώσε γέννα στο σώμα μου
Κι όσο η ψυχή μου εμπρός σ’ αυτήν τη γέννα σπάει
Τόσο ρωτιέμαι αν αναζήτησα εραστή. Μα εγώ πιστός
Κι άμα οι πέντε γιοι μου στη Σεβάστεια έχουν θαφτεί
Εγώ ακόμη σε πολέμους μακρινούς τους μελετάω. Την έγνοια μου κανείς δεν έχει
Τις νίκες μου κανείς δεν έχει – Σαράνα, αλίμονο, να μείνεις ταπεινή
Και η Σαράνα μ’ άκουσε – στ’ άρωμα του ψωμιού κρύβονται οι γιοι.
Όχι, το θάνατο δε βρήκα ακόμη.



Αγγελική Κορρέ



υ.γ.
Τα αραβικά του κειμένου είναι από το Κοράνιο, τα εβραϊκά είναι βιβλικά, από την Π.Δ. (Αββακούμ)
Το "Σαράνα" είναι κροατική λέξη, σημαίνει "κηδεία".
Το "ήρθα εδώ, επειδή τίποτα καλό δε συνέβη στη ζωή μου" είναι αληθινή επιγραφή, σε ταμπέλα
 που κρέμεται από δέντρο στο δάσος Αοκιγκαχάρα στην Ιαπωνία, το οποίο ονομάζεται και δάσος των αυτοχείρων
επειδή πάρα πολλοί άνθρωποι έχουν αυτοκτονήσει εκεί - πηγαίνοντας μάλιστα σ' αυτό το δάσος ακριβώς γι' αυτόν
το σκοπό.