Μή ὀμόσαι ὅλως

































[...]
Ψωμί προχθεσινό στις λυγισμένες βέργες, απαρηγόρητη πατρίδα
Ζεστές πετσέτες γύρω απ’ την κοιλιά, φέρνουνε κρύο πυρετό τα έμμηνά μου
Να! Έξι τ’ απόγευμα σημαίνει η καμπάνα ∙ συννεφιά
Απ’ το παραθυράκι λίγο φως, είναι του σπουργιτιού σπαρτάρισμα στο ισκιωμένο πεύκο
Ο θάνατος φυλά χρυσή κλεψύδρα για τους βασιλείς.
Να τιμάτε τους φίλους, ούτ’ ένας το λάκκο του δε θα σκάψει, ούτ’ ένας τα τραγούδια του
Ούτ’ ένας, ούτ’ ένας δεν θα ‘ρθει, μόνος κανείς την προδοσία του δε θα νιώσει,
Δε θα θυμάται, μη τι ‘μαστε αύριο, ή σήμερα, μη τι ‘χαμε υπάρξει χτες
Ο αφέντης μου έχει πεθάνει χρόνια τώρα, βλαστήμια πια να τον ανακαλώ
Μα πώς να τ’ αποκρύψω ότι κι εγώ σα κείνον ένιωσα ένας ξένος?
Το σπίτι μου σ’ αυτά τα χέρια πρέπει να βλέπει απλήγωτες ημέρες
Έξοχη θλίψη, βλέπω το είδωλο όμοιου πόνου μέσα σε όλα τα νερά
Μα κι αν μου συγχωρέσουν τις βλαστήμιες, κι αν μου επιτραπεί να φτάσω
Στον αφέντη μου, τάχα να μη μ’ αναλογεί ό, τι σ’ έν’ άνθος?
Καμπάνα δε χτυπάει καμιά, μόνο τ’ απόγευμα μ’ έρημο ήχο τα ευεργετήματά της
Αντίπαλοι σε κάθε χρόνο χωριστήκαμε εδώ ∙ μόνος μου κι εγώ εδώ πέρα περπατάω,
Έχοντας χάσει ό, τι είχα βρει σαν ήμουν νέος
Ό, τι κληρονομείται ξένο, ό, τι κληροδοτείται ξένο
Ω μνήμη μου, ένα ξένο ήμουν παιδί, ω ηλικία μου ό, τι μας δίνεται από αίμα –
Κατάρες που θα ξανακουστούνε όταν σμίξουμε – τις πλάτες μου έχει λιώσει
Θέλω να μάθω τι ‘ναι δίχως πόλεμο μήτε θρησκεία ∙ τούτα τα σιγανά κεφάλια
Θε να πιω, τούτα τα φίδια θε να ταΐσω ζυμωμένο μέλι
Ό, τι κανείς απ’ τη ζήλεια του κερδίζει το μοιρολογάει κρυφά
Γλυκοί σαν αγέννητοι, αδιάβλητοι σα πεθαμένοι, τι διαβασμένα εκλείγματα
Και λεπρές μαγείες δίχως απειλή, τι οι ελπίδες, οι στερεμένοι χείμαρροι των βαπτισμάτων
Ψάρι μου, κριάρι μου, δούλε μου φορτωμένε νερό που ξαπλωμένος λαχτάρησα
Μα δε θα δεχτώ να μου κρατήσεις το σαγόνι,
Κοίτα μπρος σε τούτα τ’ αστέρια και τις ώρες: είμαι νεκρός
Και ανυπότακτος δίχως γαλήνεμα σαν αυτούς μου μένουν αδίκαστοι από νέκρα
Κινώ τη γη που μ’ ανήκει, κινώ τον αφαλό που μ’ ανήκει, σχίζομαι μέσα σε χίλιες
Κατηγόριες, ουρλιάζω μέσα σε χίλια χαρμόσυνα γραφτά
Ταπεινός ή ταπεινωμένος στο θρήνο αυτόν σ’ αυτά τα λόγια αγάπης δίχως απόκριση
Της ζωής μέσα μου σκοτωμένο δέος, δώσε τουλάχιστον ένα τέλος ταπεινό.
[...]


Αγγελική Κορρέ

05-06 / 2010