omoerotico in the park of Versailles

Στη Σουραμπάγια της Σουμάτρα συγκατάνευσα να βρω την κόλασή μου. Η άσφαλτος είναι μουσκεμένη από την υγρασία του μήνα των βροχών, οι φοίνικες θροΐζουν, η πλαδαρή μυρωδιά των ζώων μαζί μ’ όλη αυτή τη στυφότητα της συννεφιάς ακονίζει το μέταλλο που θα τη συντρίψει. Οι κεραυνοί ακούγονται πηχτοί σα το πάτημα των σταφυλιών, πέφτουν επάνω στους ξασμένους κάρφους κι απορροφώνται απ’ τη λάσπη, η στιγμή που γεννιούνται και δεν υπήρξαν ποτέ. Τα τζάμια του δωματίου μου τρίζουν ∙ είναι γερό, και πράγματα σαν την ξεφτισμένη μπογιά του ξύλου ή τον κολεό των κοριών κάτω από τις φλοίδες του πατώματος δεν μ’ ενοχλούν, αλλά δίνουν στην κατάσταση μια στρεβλή ομορφιά. Όλα είναι όπως θα έπρεπε να είναι. Μολαταύτα, κόλλησα ψύλλους. Εδώ και δυο μέρες ξύνομαι με μανία, απ’ τις φύτρες του μετώπου ως τον σβέρκο και τα φρύδια μου ακόμη θέλουνε ξύσιμο. Βγάζω ξερά κομμάτια λίπους που κολλούν κάτω απ’ τα νύχια μου μαζί με σταγόνες αίματος. Μυρίζουν μωρό. Κάπου το απομεσήμερο έρχεται το κοριτσάκι με το φαγητό μου. Μου φέρνει στρογγυλούς δίσκους με πέρδικες, αγριοπουλάδες και μοσχάτο κρασί. Της είπα για τους ψύλλους μου, προσφέρθηκε να μου κόψει τα μαλλιά για να μην έχω τουλάχιστον τόσο βάρος. Κάθισα στην άκρη του κρεβατιού, εκείνη πήρε ένα ψαλίδι κι άρχισε να μου κόβει τις τούφες όπως να ‘ναι. Μ’ έφτιαξε ωραίο. Έτσι με τ’ αλλοπρόσαλλα μήκη και το αίμα απ’ τα κατά λάθος χαράγματα του ψαλιδιού, έμοιαζα με κατάδικο σταλμένο στην καύση. Κι εκείνο, τι ωραίο κορίτσι. Δώδεκα χρονών, δεκατριών, κάπου τόσο, με ίσια μαύρα μαλλιά που έπεφταν μέχρι τη μέση της και δυο φρύδια παχιά που ενώνονταν αμυδρά μ’ ένα αχνό χνούδι πάνω από τη μύτη. Φορούσε συνήθως ένα λευκό φουστανάκι που την κάλυπτε ολόκληρη μέχρι το λαιμό, όπου τέλειωνε σ’ ένα κιτρινωπό μεταξένιο λεπτούργημα δεμένο μ’ ένα κουμπί σα μαργαριτάρι. Μα τι δύστυχος, παρά τις ευγενικές φροντίδες της έχω ακόμα τους ψύλλους. Μπαίνω να πλυθώ στη πέτρινη γούρνα, μου φέρνει λεκάνες με βρασμένο νερό κι εγώ βρέχομαι με την κούπα. Λούζομαι και νιώθω τους ψύλλους να περπατάνε στην πλάτη μου. Μα η ομορφιά παραμένει. Μόλις τελειώνω ντύνομαι και κατεβαίνω για βόλτα με το γαϊδούρι. Δεν μένω μέσα στην πόλη αλλά προς τα σύνορα, όπου υπάρχουν μονάχα γρασίδια, νερά, κουνούπια κι άγρια ζώα που προτιμώ να μη συναντήσω. Προχθές τηλεφώνησα στην Αθήνα από το θάλαμο του ταχυδρομείου. Είπα πως έφεραν έναν καρχαρία στην αγορά και η μάνα μου με προέτρεψε να πάω να χαζέψω. Πότε θα ξαναδείς καρχαρία? Μου είπε. Ελπίζω ποτέ. Εν πάση περιπτώσει, στην αγορά θα πήγαινα έτσι κι αλλιώς. Ξυπνά τα πνευμόνια μου αυτή η ψαρίλα, αυτή η σαπίλα των αποξηραμένων κρεάτων από λαθραίο κυνήγι, τα παστά ερπετά, τα ζυμάρια, τα πολυκαιρισμένα φρούτα, οι σειρές με βρώσιμα σκουλήκια στοιχισμένα σε σπείρες πάνω στους ψάθινους δίσκους. Αγοράζω κυρίως ποτά για να μη πεθάνω απ’ τη δίψα. Δεν κάνω το λάθος να πιω το ντόπιο νερό. Ιαπωνία, Ιράν, Ινδία, Ταϋλάνδη, όποτε δοκίμασα τα νερά τους με πήγε αίμα για μια βδομάδα. Ευτυχώς που έχω μάθει να μην πίνω νερό. Έχω ίσως χρόνια να το πιω σκέτο. Πίνω κρασιά, πίνω ροφήματα, πίνω αυτά τα τουριστικά μπιμπελό από αλκοόλ και σαύρες που πουλάνε σ’ αυτά τα μέρη, αλλά πάντως όχι νερό. Στις μουσουλμανικές χώρες λένε πως απαγορεύονται τα ποτά, λοιπόν, ψιλοπαπάρια, έχω κάνει τα καλύτερα μεθύσια σε μουσουλμανικές χώρες, στο Χαρτούμ είχα ξαπλώσει μπρούμυτα σε μία σεζλόνγκ αρχίζοντας ένα ξερατό που ‘σκαψε λακκούβα στην άμμο. Νομίζουν πως ο κοσμάκης εκεί βολεύεται με το αράκι. Ούτε καν. Τέτοιοι λαογραφικοί θρύλοι είναι ένα ψέμα, γι’ αυτούς που δεν έχουνε πουληθεί στα καταγώγια για μια διπλή ηδονή. Μπορεί κανείς να ρισκάρει το κεφάλι του για κάτι τέτοια, όχι δηλαδή ο λευκός αλλά κι ο λευκός ας πούμε άμα πηγαίνει γυρεύοντας, αλλά αξίζει τον κόπο, οτιδήποτε μπορεί να σ’ οδηγήσει στο θάνατο αξίζει τον κόπο. Υπάρχει καλύτερο από έναν αποκεφαλισμό αιχμαλώτων με πριόνια? Ή μήπως υπάρχει στον κόσμο υψηλότερη ομορφιά, από τον μορφασμό του δεμένου σε μια καρέκλα ενόσω του κόβουν τα δάχτυλα των χεριών ένα ένα κι έπειτα το κεφάλι μ’ ένα απλό μαχαίρι? Ο αποκεφαλισμός από μαχαίρι είναι δύσκολος. Δεν πεθαίνεις παρά μονάχα όταν η λεπίδα έχει ήδη κόψει περισσότερο απ’ τον μισό λαιμό, διαδικασία που χρειάζεται περισσότερο από ένα λεπτό, εξαιρετικά μικρό χρονικό διάστημα για κάποιους, όμως για έναν αποκεφαλισμένο που παραμένει ζωντανός, ο χρόνος αυτός είναι διπλάσιος από του θεού το άχρονο. Μα όπως και να ‘χει, ποτέ δεν κλαίνε οι καταδικασμένοι σ’ αποκεφαλισμό. Αν η εκτέλεση είναι μαζική, ίσως να δεις τον δεύτερο να σφίγγει τα μάτια όταν πέφτουν επάνω του οι πίδακες αίματος του πρώτου που εκτελείται κι αυτό είναι το μόνο λύγισμα που μπορεί να υπάρξει. Όλα διαρκούν τόσο λίγο. Σε κάθε στιγμή πόνου, σε κάθε στιγμή άγχους, θυμού, θλίψης ή αγωνίας σκέφτομαι την επόμενη μέρα. Τι θα είναι όλα αυτά, όταν θ’ ανατέλλει η επόμενη μέρα? Όλα τόσο παροδικά, που νιώθω αυτόν τον κόσμο πνιγμένο στην ευτυχία.
 
 
 
 
Αγγελική Κορρέ
 
Sumatra, 13
 
hey ya fleas, in case you read this: you nasty little faggots.