Το
φως που μπαίνει απ’ το παράθυρο πέφτει ακριβώς επάνω στο κρεβάτι. Ούτε η δροσιά
έχει υπόσταση ούτε τ’ άστρα κι ούτε ακόμη στο κρεβάτι μου έχουνε χωριστεί οι
εποχές. Μα είμαι ξανά γεμάτος και παρθένος, γιατί έχω εντελώς συγκρατηθεί. Δεν
ασκητεύω, δεν ζω σαν τους αυτοτιμωρούμενους. Μόνο καταλαβαίνω, αν και αργά,
αυτά εδώ τα σήματα της καταγωγής μου, που είναι το ίδιο με τον προορισμό μου
και πως ως σκέψη ακόμα κι ανύπαρκτη προοπτική μέσα στο παρελθόν, είν’ ένα με το
υπόλειμμα της άλλης ανυπαρξίας μου μες στο μέλλον. Πρέπει να ‘χει κανείς τη
δύναμη να λησμονά τι ήταν ως προς αυτό που σχηματίστηκε μες στην κοιλιά τυχαίας
γυναίκας, που παίρνοντάς τον μέσα της παραιτήθηκε από ό, τι αυτός, που αρνήθηκε
να θρέψει τέτοιο σπόρο, έχει κάθε προσόν να διεκδικήσει. Ξεχνώντας το γνωρίζει,
πως δεν είναι άλλο από ερυθρός καπνός, μόνο δουλικός κι άσχημος γι’ αυτούς που
δεν αγαπάνε τη φωτιά, μόνο θεός γι’ αυτούς που αγαπάνε το θεό τους. Άγιε μου
Μάρκο, εσύ καλοδέχτηκες τους εσπερινούς της Παρθένου. Η πέτρα σου άκουσε αυτό
που έχω ακούσει εγώ, πλέον απαλλαγμένος μ’ ανακούφιση από τις έννοιες της ζωής
και του θανάτου, τις τόσο απλές μες στην πολυπλοκότητά τους. Ψαρεύοντας με
ρίζες και με αέρα, πηγαίνοντας με πρόσωπα και με κενοτάφια, προσπάθησα αλλά
ξεχάστηκα με τους περιπάτους σε μέρη κοίλα και σε αγορές. Μα τώρα πια, όλα τα
ξέρω. Σαν την τραχύτητα ή τη μαλακότητα του πετσιού μου και τις εναλλαγές του
καιρού, μπορώ να σχηματίσω μέσα μου την τροπή των αποσταγμάτων. Ξέρω τι βγάζει
και τι δεν βγάζει κάθε τι, πού καίγεται, πού παγώνει, με ποιο στο πλάι του γεννά,
με ποιο αντιδρά σαν αρσενικό σκυλί απέναντι σε άλλο αρσενικό, με ποιο μένει
απαθές με ποιο γίνεται θαύμα οικείο στα χέρια και στα μάτια. Όλα είναι απλά,
πολύ απλά κι όλα γνωστά, εντελώς γνωστά. Γι’ αυτό κανείς τους, κανείς δεν ξέρει
και γλιστράει το χρίσμα από τα χέρια τους, σαν το ψαράκι του μονοκόμματου
ετούτου ποταμού. Μα δεν χρειαζόμαστε το έλεος, δεν χρειαζόμαστε το αίμα, τίποτα
που να υπάρχει εδώ για εδώ, αφού εμείς οι ίδιοι είμαστε εκείνοι που μπορούν να
δημιουργήσουν τις εικόνες. Ή που μπορούσαν έστω, κάποτε, πριν αφοσιωθούν στον
πολύ ανθρώπινο τον τρόπο. Γιατί όλοι να έχουν πρόσωπο ζητάνε και γι’ αυτό δεν
μπορούν ν’ αποτάξουνε τη γλώσσα. Μόνο εκείνοι που τα ‘χουν αφήσει όλα πίσω τους
κι έχουνε προτιμήσει ένα ήσυχο απόγευμα στο δάσος ακούγοντας το τραγούδι των
πουλιών, έχουνε μάθει τα μυστικά του κόσμου, είτε το ξέρουν, είτε όχι, γιατί,
τουλάχιστον γι’ αρχή, δεν έχει και τόση σημασία τι συνειδητοποιεί κανείς, αφού
φυτεύεται μέσα τους η ουσία, αρκεί ν’ ακούσουνε το τραγούδι των πουλιών. Όποιος
προσπαθεί να το μιλήσει, έχει χάσει το νόημά του όσο κι αυτός που δεν γνωρίζει
τίποτα. Πρέπει πρωτύτερα να έχει καθίσει σιωπηλά, να το ‘χει ακούσει, και από
κει να μάθει πώς ορίζεται αυτός ο τρόπος της φωνής. Αυτό δεν είναι κάτι που
συμβαίνει από τη μια μέρα στην άλλη. Στο ανήκουστο πολλές στροφές υπάρχουν, στο
ανείδωτο, ακόμα πιο πολλές. Ποιος, αυτήκοος κι αυτόπτης, θα καταφέρει να χάσει
τις αισθήσεις του, φεύγοντας από την ανημποριά του προφανούς, όπου όλοι οι
άλλοι επιμένουν γιατί τους τραβάει η πίστη πως ο διπλοπρόσωπος είναι κακή
κατηγορία, αντί να καταλάβουν πως δεν υπάρχουν διπλοπρόσωποι, μα κι αν ακόμη
υπήρχανε, καταχρηστικά ως προσωνύμια μέσα στην ομιλία, είναι τίτλος τιμής, κάτι
σαν αναγνώριση της αξίας αυτών που εμπιστευτήκαν ο ένας στον άλλο, την ένωση με
τον εαυτό τους? Με πήρε ο ύπνος κάτω από ένα δεντράκι με φύλλωμα αραιό. Τα
χέρια αυτής της αραιότητας έπαιζαν τη νάβλα των αχτίνων, που τα τραγούδια της
κυλούσανε στα μαλλιά μου σαν πολύτιμα πετράδια. Έτσι τα έμαθα όλα ∙ τα πάντα
έχουν να κάνουν μ’ ένα όνειρο! Κι όμως δεν έχουν. Αυτός που ζει εκεί που θα
‘πρεπε να ζει καγκλάζει: «μισώ το πρόσωπό μου». «Και πώς σε λένε?» ρωτάνε αυτοί
που τον αναλογίζονται. «Ερλκένιγκ», απαντάει. «Σημαίνει βασιλιάς του δάσους».
Αγγελική Κορρέ