ςθτ'


Σάχρανα, εγώ που δεν έχω υπάρξει ορφανός, που δεν έχω υπάρξει απολεσθείς
Κι ήταν το φως μου πάντα καινό φως κι ήταν η ζωή μου πάντα ζωή καινή
Και γη μεγαλωμένη μεγαλωμένη γη, αντί για ‘μένα εγώ έχω τον λήθαργο
Απολέσει, και της εξέγερσης τη μέρα και την ανυπακοή
Πώς όλον τον θάνατό μου γονατίζω, πώς όλη την αθωότητά μου
Θε να πω, δέξου στα πόδια σου, στα χέρια σου, και στη φωνή σου δέξου
Όπου έχω πια χαθεί, κι αν ό,τι εδώ σ’ εμέ δε λέει να τελειώσει,
Χους και σταγών σπέρματος, θρόμβος αίματος κι ο βώλος της σαρκός
Πλυμένος προ της προσευχής, ιδού, λιοντάρι, εγώ είμαι το γεράκι σου
Άρπαξέ με – πάνω στου θάνατού της το στεφάνι, πένθιμο γένος
Το θάνατο μην επιθυμείτε και μη χαίρεστε μ’ αυτόν
Όπως η γη, δεν μας ανήκει η τιμωρία ∙ αν είμαι μέσα σ’ ένα τραγούδι
Ή λαχτάρα, ας φέρεις εμπρός μου κείνη τη γέννα που έχει διαρκέσει
Πέρα από μέρες δίχως αυγή, και σημάδια, που κι οι τυφλοί ακόμη
Ξύπνησαν μια φορά να τα δούνε – ας φέρεις εμπρός μου, σ’ εμένα
Που ‘μαι κουφός, μιλιά ιλαρή που καμιά αγωνία δεν άρκεσε για να την αλλάξει
Αν είμαι σκυφτός, φέρε να συντριφτώ στην αρπάγη σου
Και πάλι αδέλφωσέ με, κι ας είμαι η μήτρα που σπάει δίχως σφαγή
Στείρα, λοξή, που τρώγει με απληστία
Κι ας είναι να πέσει η μέρα που θα πεθάνω στη μέρα που έχω γεννηθεί –

Και είδα το θάνατό τους σ’ αυτόν που σκίζεται και σ’ αυτόν
Που αρνείται να με δεχτεί και είδα τον δούλο που αγαπά απ’ την κραυγή
Που βιάζεται να εξημερώσει, και τα λαναρισμένα μαλλιά
Και τ’ άπλυτα σώματα αλειμμένα με λάδι και είδα το θάνατό τους
Όλοι αυτοί που ‘χουν γίνει να ζήσουν εδώ, έρημοι όπως κανένας
Για εκείνα που δεν έχουν συλλογιστεί και για κείνα που κανείς δέχεται
Φιλικά γιατί του δίνουν απλόχερα μια ζωή που ‘χει ικανοποιηθεί από ανησυχία ∙
Και είδα το θάνατό τους στο σημάδι των ποδιών μου και δίχως όνομα
Ό,τι είναι ανθρώπινα δυνατόν, ή ό,τι συμβαίνει στα όνειρα μα δεν μπορώ
Ν’ ακούσω τις μορφές σαν ακούω τη γη να γρυλίζει τις τελευταίες των ημερών ∙
Και θέλω εκείνον που μ’ έχει να φιλήσω στα χέρια του
Ταπεινωμένος μπροστά σ’ εσένα που σου ‘δωσα το κλάμα μου
Να οι ανοιχτές παλάμες μου, κανείς δε θα δει τίποτα εκεί,
Μήτε θάνατο μήτε μαρτυρία και είμαι χαμένος μπρος στα άγια και τα ιερά ∙
Όταν έρχεται η μέρα δεν αντέχω το φως της μέρας,
Όταν έρχεται η νύχτα δεν αντέχω τη νύχτα
Μην ξέροντας αν είμαι μακράν ή εγγύς κρατώ στα χέρια το κεφάλι μου
Κι όμως είν’ άδεια. Ώρα μοναδική της προσευχής, να οι ανοιχτές παλάμες μου,
Δείπνα που επάνω τους οιμώζει η κοιλία μου
Και νιώθω πείνα.

Κι εκείνοι που πρέπει να πεθάνουνε θα πεθάνουνε τώρα
Το ατσάλι που τους γυρνά ας είναι ματωμένο σαν τα φίμωτρα των αλόγων
Κι ας είναι αυτός που τους γεννά κι αυτός που του θέλουν να λάβει το θάνατο
Ένας, κι ας βρούνε σαν τους φονιάδες των ξένων χαμό από δίστομο μαχαίρι –
Θα μείνω άγρυπνος, όρθιος θα αντέχω τη νύχτα, όρθιο θα με βρίσκει η αυγή
Όρθιο η μέρα – εγώ που γέλασα σε πομπή θανάτου και με αλάτι έχω πλυθεί
Χαρίζω το ψωμί μου ∙ έχω αρκετά τιμωρηθεί.

[...]

 

Αυτό ‘ναι το πολύκλαυτο κατώφλι ∙ γνωρίζω μάρμαρο και αέρα –
Τυφλό απ’ τη θάλασσα να μ’ έσερναν, των βήματών μου τη μετριά δε θα ‘χα χάσει

Λέαινα, σπάσε την προσευχή μου με την αλαζονεία σου, δε με νοιάζει
Με το σπαθί μου χτένισε τα μαλλιά σου, άσε με άοπλο μπροστά
Σ’ όλους μου τους εχθρούς. Δε με νοιάζει.
Έχω χαθεί σε μιαν έρημο που η ανοιγμένη της νύχτα δεν έχει άστρα
Σε λαγκάδι γεμάτο αγριόσκυλα παράτησα τ’ άλογό μου κι έσυρα
Καμένα τα πόδια μου ως τη σπηλιά ∙ φώναξα, μα ως κι η ηχώ μου μ’ απαρνήθηκε.
Κάρφωσα πέταλα στ’ άκρα μου, ζώστηκα το νεκρόκαρό μου και μάζεψα
Ξένους και γνωστούς – μα ως και τα δάκρυά μου μ’ απαρνήθηκαν
Τι είχε βρεθεί σε μένα από την ώρα της σύλληψής μου που δε σου δόθηκε
Κι ανάμεινε πέρα από χίλιες γυναίκες ως να φανείς εσύ, λατρεμένη
Σφίγγοντας στο αίμα σου την ίδια μου την παρθενία
Και με παρέλαβες ανέγγιχτο, όπως ήμουν, και δεν ήξερα
Αν ήθελα να πεθάνω από ντροπή ή περηφάνια –
Και σέρβιρα τα μάτια μου και είπα: φάτε, και χόρτασα
Έναν ολόκληρο λαό.
Εσύ, αγαπημένη μου, γίνε η κοιλιά μου
Γίνε η γλώσσα μου, γίνε τα μάτια μου
Φέρε τον τοκετό σου στη γέννα μου
Μη μου την αφήσεις να πέσει ξερή, κούφια στην άβυσσο
Κι άμα με θες, κατέβα σαν τη φωτιά να με κατακάψεις
Ελεημοσύνη μου, δόξα μου, προσευχή μου, δάκρυ μου που παγώνεις τα βλέφαρα,
Σεκινάχ μου, δέξου να κλαίω μπροστά σου, να κλαίω μαζί σου,
Βρες της οργής σου τη μέρα, της θλίψης τη μέρα, της αρρώστιας τη μέρα
Και στέψε με – είμαι ανάξιος, ρούχο πιασμένο σε στείρα κλωνιά
Ποιον να καταραστώ που οι δρόμοι δε σκίζονται ως το τέρμα της γης
Κάτω απ’ το βήμα σου καθώς κατεβαίνεις απ’ το κρεβάτι?
Δεν έχω θεό, δεν έχω βασιλιά, άγνωστη μου ‘ναι η γλώσσα που μιλώ
Άγνωστα των παιδιών μου τα πρόσωπα
Όταν έρχεσαι εσύ, η χρισμένη μου.

Είμαι ο φώσφορος των κρανίων που λιμνάζει στους τάφους
Κήτος κουφό, μιλιά σκιστή σε αίμα εφηβικό και τρία κεφάλια
Ζήλεια, που δυο ειδών ανθρώπους δεν αγγίζεις –τον άγιο και τον δούλο–,
Ας είχα εσένα, γιατί ‘ναι αβάσταχτο να ξέρεις πως δεν αξίζεις ούτε απιστία.

[...]

 

Αγγελική Κορρέ