για τον γ/μ

 

Ξυπνάω και κοιμάμαι σαν άντρας
ακούω όσα λόγια λέγονται με χαμηλωμένη φωνή,
βλέπω ό,τι κάνει νεαρούς να φορούν ρούχα πένθους,
ξέρω το ποτισμένο στόμα της μητέρας μου, τη λίγη ζωή των αδερφών μου
είναι αίμα μου, μα όχι σάρκα μου

Τα παιδιά των αδερφών μου δε θα ‘ναι παιδιά μου
και τα εγγόνια τους δε θα είναι εγγόνια μου –
ποιος συλλογίζεται τάχα χωρίς κλάματα πως έκανε απογόνους
δίχως ο ίδιος να ‘χει γεννήσει –
να η συνέχεια του αίματός μου, να των σκελιών μου το σκίμα:
είναι άλλων.

Πόνος υπάρχει σ’ εμένα που δεν απαλαίνει η προσευχή
τα μάτια μου ξέχασαν να βλέπουν, τ’ αυτιά μου αρνούνται ν’ ακούν
η γλώσσα μου δένεται πάνω σ’ εκείνο που λέει, το πόδι μου υποφέρει να πατά
Σάχρανα, δε θα ‘χουμε εμείς απομείνει σ’ έναν τόπο νεκρών
δε θα ‘ναι το έθνος μας τα σημεία από μάρμαρο που ερεθίζουν τη μνήμη
η φυλή μας οι χίλιες οπές από τραβηγμένα αγκάθια σε χίλια προετοιμασμένα ρόδα
πού είναι το σπίτι σου; Έχω χάσει το δρόμο κάθε σπιτιού
και οι ντόπιοι αναρωτιούνται από πού να ‘φτασα, εγώ, ο δικός τους,
θυμούνται ένα όνομα που ξέρουν – να, λοιπόν, αυτός είναι ένας θρήνος που αναπαύει
κοιμάμαι πάνω σ’ αυτήν την τρίχινη στρωμνή
τούτο το σπέρμα αρκεί, σα σιδερένια ζώνη γύρω από τα γυμνά μεριά του.
Φοβάμαι τον αναγκασμένο θάνατο.
φοβάμαι την ανεξαίρετη ιστορία.

 
 

Αγγελική Κορρέ