[ΑΠΟ ΤΟΝ ΚΥΡΙΟ ΜΑΡΚΟ ΒΕΝΙΕΡ ΣΤΗ ΒΕΡΟΝΙΚΑ ΦΡΑΝΚΟ]


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Αν σ’ αγαπώ ως αγαπάω τη ζωή μου,
Άκαρδη κυρά, γιατί μια στάλα αναπαμό δε δίνεις
Στην τυραννία της αγάπης που υποφέρω;
Κι αν ζητώ χάρη κι έλεος του κάκου, γιατί δα
Έστω με θάνατο μια κι έξω δεν σκοτώνεις
Όλον τον πόνο της, που άντεξα για σένα;
Ξέρω, δεν μου ’σαι υπόχρεη να μου ανταποδώσεις
Την αφοσίωσή μου, αλλά πιο εύκολα ανταποδίδεται
Το κρίμα που ’ναι υπόχρεο σ’ ένα πιο φαύλο κρίμα.
Το βάσανό μου είναι πιο φαύλο του θανάτου
Κι απ’ το δικό σου χέρι να πεθάνω τώρα πια
Θα ’ναι όση χάρη έχω χαρεί και λαχταρήσει.
Αλλά πώς είναι δυνατόν, στο τρυφερότερο σημείο
Του κορμιού σου, στα ωραία, λευκά σου στήθη
Να υπάρχει μια καρδιά τόσο σκληρή κι ανήλεη;
Πώς είναι δυνατόν μια τόσο ευχάριστη θωριά
Να κρύβει επιθυμίες και σκέψεις τόσο άσπλαχνες
Που να περιφρονούν την ταπεινή μου αφοσίωση;
Το να χρησιμοποιείς την ομορφιά που σου ’δωσε
Ο Ουρανός για τον θάνατο, για τη συντριβή ενός
Που σ’ αγαπά – τι χειρότερο θα μπορούσες να διαπράξεις;
Άσε ό,τι απ’ τη φύση επιθυμείς ν’ απελευθερωθεί,
Άσε τον οίκτο να γίνει ισάξιος της ομορφιάς σου,
Άλλαξε πια μυαλά.
Έτσι, λαμπρή κι υπέροχη κι απ’ έξω κι από μέσα,
Θα ’σαι στ’ αλήθεια το στολίδι όλων των αιώνων
Κι όχι μονάχα ετούτου εδώ.
Πριν το χρυσάφι των μαλλιών σου γίνει ασήμι,
Πρέπει να προσέξεις καλά αυτό που χάνεται εν ριπή
Οφθαλμού, αυτό που αφήνεται στου χρόνου τα χέρια∙
Κι ακόμη κι αν τώρα είσαι στ’ άνθος της ηλικίας σου,
Τίποτα δεν φεύγει πιο σβέλτα από τα χρόνια,
Π’ όλα τ’ αφήνουν πίσω τους,
Κι ενώ εδώ στη γη τίποτε τ’ αγαθό δεν έχει διάρκεια,
Η ομορφιά γεννιέται και πεθαίνει βιαστικά σαν την αστραπή,
Σαν το τριαντάφυλλο που με τη μια ανθίζει και μαραίνεται.
Μα όποια τρέφει στα στήθη της το έλεος
Της αρετής της η φήμη τη φέρνει πάλι στη ζωή
Και τις χρυσές τις τούφες της, το ευγενικό, γαλήνιο πρόσωπό της.
Έτσι, για να γίνεις αθάνατη, μι’ αγία επί γης,
Γίνε η εχθρά, η ενάντια της κακίας,
Φίλη του ελέους γι’ αυτόν που σ’ αγαπά.
Ω και να έβλεπες την παράφορη λαχτάρα μου
Να υπηρετώ, εσέ μονάχα, όλη τη μέρα,
Και τη σκέψη μου που όλο γυρνάει σ’ εσένα∙
Ω και να έβλεπες βαθιά στα στήθη την καρδιά μου,
Ξέρω πως δεν θα μπορούσες να συγκρίνεις
Την αγάπη μου με κανενός άλλου.
Ιδού η καρδιά μου, αποκεκαλυμμένη στη χλωμή,
Θρηνητική μου όψη, η μοναχική μου περιπλάνηση
Νύχτα μέρα, με πόδι κουρασμένο, μ’ εμμονική καρδιά∙
Πρόσεξε τον συντριπτικό μου πόνο,
Πώς ξεχειλίζει κάθε στιγμή, δεμένος
Σε μι’ ατέλειωτη συρροή από γόους∙
Στρέψε το βλέμμα σου σε μένα ελεητικά
Να δεις το πώς, απ’ τα κοντά ώς τα μακριά,
Ο Έρως ο απάνθρωπος έχει διαρκώς σ’ εμέ
Το βέλος στοχευμένο∙
Τείνε το χέρι το λευκό σου, το λεπτό ν’ ανανεώσεις
Την κίνηση που θα του επιτρέψει να με χτυπήσει
Πιο βαθιά κι αυτήν την ίδια ώρα γιάτρεψέ με.
Ω η Ομορφιά, μακράν καλύτερη καθεμιάς άλλης,
Απ’ όπου η ψυχή, ευχαριστημένη από την ίδια
Την ταπεινότητά της, γίνεται ένα
Με τον παράδεισο εδώ, επί γης!
Ω ο Έρωτας, μέσα απ’ αυτά τα υπέροχα τα μάτια
Με πληγώνει, με τέτοια γλύκα που το πλήγωμα
Που προορίζει για με μονάχα με τέρπει,
Με χαροποιεί και πιο πολύ ολοένα.
Αυτά τα μάτια πράγματι κάνουν τον ήλιο να ζηλεύει
Κι ο Φοίβος ακόμη χαζεύει μ’ ευχαρίστηση
Τις χάρες που επάνω σου αφθονούν∙
Γι’ αυτές ο Απόλλων απ’ τη λαχτάρα καίγεται, οιμώζει
Και μέσα από τη δύναμη ετούτων των αβρών ματιών
Μ’ αγαθοσύνη τη γνώση του εντός σου εμφυσάει
Και, έτσι όπως αφειδώς σου την εμπνέει,
Τραγούδι γίνεται η καθάρια η φωνή σου
Για τις ωραίες σκέψεις που κάνεις μες στον νου.
Πιάσε, λοιπόν, χαρτί, μολύβι,
Γράψε τις ρίμες σου τις φίνες, τις καλές
Που γδύνουν απ’ τη δόξα τους τούς πιο μεγάλους ποιητές.
Ω λατρεμένο χέρι, που με τέχνη υψηλή εκφράζεις
Τόσο σπουδαίες ιδέες και περιχαρώς
Χαράζεις τη μορφή της στην καρδιά μου!
Ακολουθώντας τα βήματα της αρχαίας τόλμης,
Προοδεύει, τόσο αγνή κι ευγενική, ξυπνώντας
Την αρετή όπου κοιμάται πιο βαθιά∙
Όχι μονάχα αναζωογονεί τη μεγαλόπρεπη ποιητική
Από τη φημισμένη ποίηση του παρελθόντος,
Που μέχρι τώρα δεν της βρίσκεται ούτε όμοια ούτε ισάξια,
Αλλά, για τους ταλανισμένους λογισμούς, το χέρι αυτό
Βοηθά τόσο στο βάσανο της αγάπης,
Που εδώ βρίσκει καταφύγιο κι ανακούφιση.
Χέρι του ζώντος του χιονιού, λευκό κι αγνό,
Που γλυκά φλέγεις κι αφανίζεις την καρδιά μου,
Μέσα απ’ το υπερβατικό θαύμα του έρωτα,
Κι εσείς θεϊκά και πασίχαρα μάτια,
Που ’στε για μένα κάψα και δροσιά, όλα σε ένα,
Και κάνετε όλες τις άλλες τις ματιές να μοιάζουν
Τίποτα παρ’ απλός καπνός και σκιά,
Γιατί μου αρνείστε την ορμήνια σας;
Γιατί, αλλιώς, σε κάποια έκλαμψη ελέους,
Δεν έρχεστε, αλίμονο, να με λυτρώσετε;
Δεν ζητώ να λυθούνε τα δεσμά που αυτό
Τ’ ωραίο χέρι ύφανε γύρω απ’ την καρδιά μου,
Ούτε καν να χαλαρωθούν.
Δεν ζητώ η ωραία, ευγενική ματιά να θεραπεύσει
Το πλήγμα που μου κατάφερε στα στήθη
Με την πανούργα, θελκτική του έρωτα την τέχνη.
Απ’ αυτά τα χέρια, από τα ίδια αυτά τα μπράτσα
Μ’ αβροφροσύνη ζητώ ν’ αγκαλιαστώ,
Και τα δεσμά μου πιο σφιχτά να μου τα κάνουν.
Αυτό το τρυφερό, χαριτωμένο βλέμμα λαχταρώ
Για την ευχαρίστησή μου να φροντίσει, κι όχι
Να στερήσει τ’ ωραίο σου πρόσωπο και στόμα από μένα.
Ω, τι ευτυχία, τι ευλογία, τι παράδεισος
Ποτέ να μην στερούμαι την απόλαυση, ω κυρά,
Των απαράμιλλων χαρών σου∙
Κυρά μιας ομορφιάς αληθινής, μοναδικής,
Προοδεύοντας με καλούς σκοπούς και στόχους
Με τη σοφία της ωριμότητας στην πρώιμή σου νιότη!
Ω, τι γλύκα τα γυμνά σου μέλη να κοιτάζω
Που τώρα με αδικία τόση στέκονται άσπλαχνα, σκληρά,
Μα πάλι γλυκύτερα σαν απλώνουν στη γύρα σου νωθρά!
Θ’ άγγιζα το αστραφτερό χρυσάφι των βοστρύχων σου
Τραβώντας απαλά αυτόν τον μειλίχιο θησαυρό
Για να εκδικηθώ την προσβολή σου.
Καθώς ξαπλώνεις αποκαμωμένη στα μαξιλάρια,
Τι γλύκα επάνω σου να πέφτω! Κι έτσι να χαλάω
Κάθε σου αντίσταση και κάθε υπεκφυγή!
Ο άντρας που δεν σε βρίσκει ξένη στο έλεος,
Σε βλέπει σαν μιαν Αφροδίτη, για τις χάρες στο κρεβάτι
Και τις τόσες απολαύσεις, που σ’ εσένα ανακαλύπτονται,
Και που όπως όταν στήνεις τους δουλεμένους στίχους σου,
Με την τέχνη και τον λόγο των εννέα Μουσών,
Των αδερφών σου, δεν αποκαλύπτονται σε κανενός τα μάτια.
Έτσι, ανάμεσα στις όμορφες ξεχωρίζεις για τις γνώσεις σου
Και για την ομορφιά σου ανάμεσα στις γνωστικές
Κι εξίσου στην κάθε ράτσα διαπρέπεις στα δικά της.
Κι ενώ για το καθένα ξέχωρο απ’ αυτά κερδίσεις θαυμασμό,
Η δόξα και των δυο δική σου θα ’ταν πάντα,
Μονάχα αν δε σ’ αμαύρωνε την ομορφιά η απανθρωπιά σου.
Αλλά αν ο νους σου καρποφορεί με τέτοιο μεγαλείο,
Γιατί ετούτη η ομορφιά –ισάξιος θησαυρός–
Πηγαίνει στράφι απ’ τη σκληρή καρδιά σου;
Προώθησε τη δουλειά σου, κράτα την παντού μαζί,
Κι όσο θα κερδίζει απ’ αυτό η μαεστρία σου,
Μην αφήνεις την ομορφιά σου να μου φέρνει δάκρυα.
Είθε να σε συγκινήσει όλη αυτή η θλίψη μέσα
Σε όλον αυτόν τον έρωτα, έτσι ώστε,
Για ν’ ανακουφίσεις το βαρύ πένθος της καρδιάς μου,
Να με συναγωνιστείς σ’ αγώνα που ν’ αξίζει όλη τη δόξα.
Αν η μούσα σου νικήσει τον χρόνο,
Με κόλπα που τόσο λοιπόν ν’ αξίζουνε τη δόξα,
Πόνο ατέρμονο ας μην προκαλέσει η ομορφιά σου.
Πράγματι ο Φοίβος θα έπρεπε να είναι ευχαριστημένος
Από τη νοημοσύνη σου∙ επίτρεψε όμως στην Αφροδίτη
Να μην βρεθεί λιγότερο ευχαριστημένη από την ομορφιά σου.
Πρέπει ν’ αρχίσεις να χρησιμοποιείς σωστά όλα τα δώρα
Που σου χάρισε εκείνη, όπως κάνεις ήδη με τα δώρα του Απόλλωνα.
Έτσι το όνομά σου θα γίνει αιώνιο εξίσου μέσα απ’ τα δώρα
Της Αφροδίτης, όχι μονάχα μέσα απ’ το μελάνι,
Και θα καθυστερήσεις τον χρόνο, θα τον αποδυναμώσεις.
Εξ ονόματός της σου λέω το εξής:
Μην εγκαταλείψεις την Κύπριδα για να τρέξεις πίσω από τον Δήλιο
Ούτε να προσπαθήσεις να υπερασπιστείς τον εαυτό σου απέναντί της.
Γιατί ακόμη κι ο ίδιος ο Φοίβος γονατίζει εμπρός της
Δίχως να μπορεί να κάνει αλλιώς, αφού στο τέλος
Παίρνει κι αυτός μια ηδονή απ’ την υπηρεσία.
Έτσι λοιπόν θα ’πρεπε να ’σουνα κι εσύ,
Να διδαχτείς απ’ το παράδειγμα ετούτου του θεού,
Από τέτοιες ιδέες και σκέψεις να εμπνευστείς.
Στόλισε την ομορφιά σου μ’ ελεητική καρδιά,
Ώστε, καθώς πρέπει, να συνοδεύεται πάντοτε από την αρετή
Μακριά από τ’ άσπλαχνα, τ’ άγρια πάθη.
Άσε να ενωθούν ετούτα εδώ τα δυο τα χέρια εντός σου
Με το έλεός τους να σε κάνουν, όπως θα έπρεπε, να συμπονέσεις
Τον άντρα αυτόν που κλαίει τον έρωτά σου όλη την ώρα.
Αυτός ο άντρας είμαι εγώ∙ αυτός, που σε ζυγώνει ταπεινά
Ελπίζοντας να εξευμενίσει με χάδια κι ικεσίες
Αυτήν σου την απάθεια, την περιφρόνησή σου.
Μη, για του Θεού το όνομα, μη μ’ αρνηθείς το έλεός σου,
Δίκαιη κυρά, αλλά σ’ αυτόν τον πόλεμο τον τρομερό
Δώσε να έχω κι άλλη απ’ την ευγενική βοήθειά σου –
Κι ισάξιό σου τίποτα δεν θα βρεθεί ξανά σ’ αυτήν τη γη.

 

Μτφρ. Α.Κ.