Πού ’ναι η τόλμη σου, αγαπημένη χώρα,
που αδιαφορείς για τον ζυγό σου τον οικτρό
και στον κόρφο σου φυλάς τη διχασμένη μώρα
στα πάθη σπάταλη, τσιγκούνα στο καλό;
Εσύ, κάποια
που έμαθε χωρίς να το σκεφτεί
Από τους
ξένους τι μπορεί ο εμφύλιος να κάνει,Θα ’πρεπε να ’χεις διώξει κάθε αμαυρή ψυχή
Που συνωμοτεί, υποταγμένη για να σε πεθάνει.
Απ’ τα κομμένα
μέλη σου φτιάξε το ένα Σώμα –
Το ένα ας
είναι όρθιο, των άλλων όλων νόμος –Τότε θα πω πως άξια κι ανδρεία είσαι ακόμα.
Φοβάμαι όμως
–αυτό βλέπω– πως οδεύει
Να γίνει
αιώνιο πένθος η ζωή σου, σκέτος πόνος:Εκεί όπου ο πόλεμος μονάχα βασιλεύει.
Μτφρ. Α.Κ.