ΑΝΤΑΡ


 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
"Ω σπίτια, πείτε μου, πού παν οι ένοικοί σας;
Και προς τα πού τραβούν οι καμηλιέρηδές τους ή σταθμεύουν;
Εχθές ο τόπος σας έδειξε τα ημερωμένα ελάφια του να παίζουν χαρωπά
Μα σήμερα αντί γι’ αυτά κράζουν θλιμμένα τα όρνια.
Ω σπίτι της Αμπλά, πού κατασκήνωσε η φαμίλια της Αμπλά,
Αφότου οι καμήλες τούς πήγαν μακριά κι εξαφανίστηκαν;
Τα περιστέρια έγρουξαν αφότου χωριστήκαν οι άνθρωποι
Και το Δέντρο της Ζωής έβγαλε μια κραυγή για τη δυστυχία του.
Η ουσία της πατρίδας είναι οι ψυχές των κατοίκων της,
Αν εκείνες φύγουν μακριά, τα κορμιά θα τις φωνάξουν ανάστατα.
Ω σύντροφε, ρώτησε τις οάσεις της Αμπλά στην ανοιχτή έρημο.
Αν ρωτήσεις, ρώτησε έξυπνα. Θα ’χουνε γλώσσα ν’ απαντήσουν;
Ω Αμπλά, η επανένωση κράτησε αρκετές όμορφες νύχτες,
Ακολουθούμενες από μέρες σκοτεινές, που έκρυβαν τα φώτα.
Ας το ’χε μπορετό το σπίτι απάντηση να δώσει!
Σε ποιο μέρος μετοίκησαν οι άνθρωποι;
Ο πουλί που αποκοιμήθηκες τη νύχτα σου θρηνώντας
Για τους συντρόφους που θρηνούσαν, αφέντης δεν ξέρεις τι πάει να πει,
Σαστίζεις. Αν ήσουν σαν εμένα, δεν θα τα ’χες καμάρι τα πλουμίδια σου
Ακόμη δεν σ’ έχουν ταρακουνήσει τα κλαδιά, αλλιώς δεν θα φτεροκοπούσες.
Δύσκολα βρίσκεις εραστή που να ’ναι ήρεμη η καρδιά του
Αφού υποφέρει απ’ αγάπη φλογερή, έχει θλιφτεί η καρδιά του.
Ω πουλί, δάνεισέ μου τα φτερά σου και θα σου δώσω τα δάκρυα μου αντάλλαγμα
Και να πεθάνω ακόμη, αυτά θα συνεχίσουνε χωρίς σταματημό να τρέχουν.
Έτσι, θα πετάξω στην Αμπλά ρωτώντας για τον τόπο της
Κι άμα το πέταγμα ήταν δυνατό, θα το ’χα αποδείξει."


 

Μτφρ. Α.Κ.