Susumu Koshimizu |
Αυτός είναι ο άνθρωπος μέσα στη μουσική. Μέγας και θεός και
τετραπέρατος σκύλος, σφαγέας που θήλασε την ευλυγισία του μέσα από την τέχνη
της ανθοδετικής, όπου το κύλισμα είναι εγκράτεια και η μύηση ευλογία ∙ έχασα
χίλιες ημέρες για μία μόνο στιγμή όπου η ομορφιά μού χαρίστηκε. Βρήκα την
δικαιοσύνη εδώ, βρήκα την αγιοσύνη εδώ. Είδα τον ήλιο να λιώνει καθώς εγώ
εξαγνιζόμουν και θριάμβευα από χάρη και μεταμορφωνόμουν από λεπτότητα. Ω χίλιες
ημέρες όπου σκορπώντας την έλξη το άνθος χαιρέτησε τον ένδοξο θάνατο. Άκου
αυτόν τον μυστήριο κώδικα γιατί εδώ είναι η θέση σου και αποκάλυψε την επιθυμία
γιατί γι’ αυτό σου δόθηκε η υπομονή. Δεν θέλω πια έναν κόσμο χτισμένο,
βλέποντας πώς τα επιγράμματα ευδαιμονούν στην εντροπία. Εικόνα της γονιμότητάς
μου μερίμνησε για τους τελευταίους καρπούς, εγώ δεν έχω αξιώματα μήτε
καλοτυχία, όμως απέδειξα την αφοσίωσή μου στα πρωταρχικά νερά. Κεφαλή που
θεωρείς κακό οιωνό τη σταθερότητα, δώσε παιδιά. Το αποσιωπημένο τραγούδι σου
εγώ θα παραδώσω στη νίκη, εγώ, που απαρνήθηκα για ‘σένα αίμα και γη. Μίσησε για
να μολύνεις την ανάγκη! Σ’ εσάς που το πένθος μου είναι η θλίψη της τιμής, θα
υποσχεθώ τη φήμη. Αυτός που κοιμάται έχει το έλεός μου, ας τιμωρηθώ για τη
μακροζωία μου∙ θα δώσω τη φρικαλεότητα των αινιγμάτων, θάνατο που θα φανερωθεί
μέσα από το κέρας της αφθονίας και σε μια θύελλα σαν όλες τις άλλες θα δοξαστεί
για τη διπλοπροσωπία του. Μην περιμένετε από ‘μένα τις προαιρέσεις της συμπάθειας και της
φιλοξενίας, άραγε γλιτώνει κανείς από την άγρια αφέλεια, από του πλούτου την
αγωγή, άραγε κανείς προαισθάνεται την έφοδο της άνοιξης από τους κραδασμούς
στις φωτιές, τι μοίρα, να μην έχει κανείς μοίρα∙ σε ‘μένα γίνε αυτό που
απάτησες σπάζοντας τον ιστό της παρθενίας σου, πλύνε τα πόδια σου μέσα μου
καθιερώνοντας τη γλώσσα του ευεργέτη, γιατί τι θα πιστεύουμε όταν θα μας
πολεμούν μ’ αυτό το κρέας στο λαγόνι του παρόντος? Ας διαφυλάξω για ‘μένα τώρα
πια την αμυδρή δόξα και τα εγκώμια, αφού θυμάμαι τις μέρες του χειμώνα, ας
διαφυλάξω τις ομολογίες μου και τα χρονικά που πληγωμένο το λοφίο της μνήμης
μου αποτίναξε. Ξέροντας πως τα αηδόνια είναι κουφά και πως η μουσική είναι
τυφλή, έψαξα την αξιοσύνη σε λιγνά φουστάνια που το θρόισμά τους, γερακίσιο
όπως η καχυποψία ενός εκτιμητή δαχτυλιδιών, σφίγγει το γέλιο του για να μην
προδοθεί. Φύλακας της γλώσσας του στόματός μου κατανόησα το λαμπρό μου μέλλον.
Πολύ απλή ζωή όταν ακούω τον αέρα. Στο κατόπι μου οι κίνδυνοι και τ’ αυθάδικα
θεάματα. Δεν θα μπορούσα να εμπιστευτώ τους έκτροπους πιο πολύ, ούτε να επέμβω
στη δεσποτική χάρη τους∙ εκείνοι είναι ριζιμιοί, εγώ ήρθα δεύτερος σε κάθε γη
που εκείνοι είχαν ήδη αχρηστέψει εκατομμύρια χρόνια πριν γεννηθώ. Έχω εκπλαγεί
μ’ εκείνους που είπαν πολλές ιστορίες, ίσως τις ιστορίες όλων των ανδρών. Για
τι εγκλήματα κατηγορούνται και θάβονται ζωντανοί ή εκτίθενται στους τροχούς? Οι
γυναίκες πρέπει να πεθαίνουν, ή ν’ αναγκάζονται να παρακολουθούν εκείνους που
πεθαίνουν, καθώς η καρδιά εκείνου που φοβάται ορκίζομαι πως δεν είναι ενάρετη.
Γι’ αυτό ελάτε μαζί μου, εσείς που δεν σας ενδιαφέρουν οι εξεγέρσεις, nunc, et
in hora mortis nostrae.
Α.Κ.