ΧΤΕΝΙ ΠΟΥ ΣΤΟΙΧΙΖΕΙ ΤΑ ΠΕΝΤΕ ΣΠΛΑΧΝΑ

 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
 
Πού θα τελειώσει ο κόσμος, Πείνα, ή των απίστων οι τάφοι
Θ’ ανοιχτούν; Κράτα με εδώ, που τα μαλλιά μου ξεριζώνω.
Θα τα φάω. Λαλιά ακονίζω, γι’ άλλο λιγνό, ταχύ ξυράφι
Και σπάω τα δόντια μου – αίμα δεν άκουσα, ούτε πόνο ∙
Και τι αν στις πέτρες ρίξω το κεφάλι μου, τι σαν τα ψάρια
Απ’ τον κομμένο μου λαιμό τα σπλάχνα μου τραβήξω;
Τι κι αν λοιμός, Κοιλιά, που τα νεογνά αλέθεις με κουφάρια,
Εγώ θα μπω από μέσα μου κι απ’ έξω μου θα ορμήξω.
Δεν έχω γη, πεινώ, διψώ ∙ τον μυελό, τα πόδια μου θα φάγω
Και θα πλυθώ στον ποταμό που χάνω τον χρυσό μου –
Δεν έχω ουράνια, αλλ’ έχω γίνει μέσα από έρημο και πάγο
Ο νεοσσός μου που θα καταπιεί τον κολοσσό μου.
Με καμιά ελπίδα. Γεννήτορας διπλά του πρόγονού μου
Τι έχω γνωρίσει; Αν όχι μες απ’ τα λαγόνια τ’ αλγεινά
Π’ άκουσα θρήνο απόξενο που έμοιασε δικού μου
Ν’ ανιστορεί με άγνωστη φωνή γνωστά δεινά.
Και θαύμασα τη λόχμη των Θανάτων. Που τα ιερά τους
Κλειούν αισχρά και στου κορμιού τους την αξιολύπητη σκιά, στάλο
Ιλαρό χαρούνται ζωντανά, που ζωντανή περνάνε τη νεκρά τους:
Κι εκεί είδα αυτόν, που τώρα θέλει ασυγχώρητα προδώσω
Γιατί μ’ όσο μαρτύριο κι αν κοιτάμε ο ένας τον άλλο
Δεν είναι στο χέρι μου το χέρι μου να δώσω.
Ας μη συχώρεις, όπως εκείνος αγαπά, αγκαλιασμένος δίχως
Χέρια, δίχως σώμα –από σχοινοτενείς δεήσεις λυγιστό
Κλωνάρι–, ή όπως ο νεκρός τον ζωντανό του,
Ή όπως το χέρι του αυτός που μάταια τιμωρεί τον εαυτό του:
Τουλάχιστον εμπιστέψου, σαν μην είχες σύντροφο ούτε ξίφος,
Τ’ άλογό σου. Πεθαίνει γρήγορα, και πεθαίνει πιστό.


A.K.



Πάνω στο "Δάσος" (λάδι σε χαρτί επικολλημένο σε καμβά) (εικόνα, χρωματικά τροπ.) του Μάριου Πράσινου και το "Άλογο και κάρο" του Αλέξη Μπαρκώφ (ακουαρέλα). "Λόγος και εικόνα" (Συλλογικό), Πινακοθήκη Ν. Βογιατζόγλου / Εκδόσεις Γαβριηλίδης 2014