Ούγκο φον Χόφμανσταλ - Για το μνημόσυνο του Άρνολντ Μπέκλιν


Arnold Böcklin - Η Ελευθερία, 1891
























Μουσική, πάψε! Τώρα είναι δική μου η σκηνή,
Και θα θρηνήσω – δικαίωμά μου!
Ενώ σ’ εμένα, εντός μου, ρέει ακόμα της νιότης ο χυμός,
Αυτός που τώρα τ’ άγαλμά του μόνο με κοιτάζει
Ήταν για μένα φίλος καρδιακός.
Έτσι, έχω καθήκον να κάνω τούτο το καλό,
Γιατί ’ναι η θλίψη μου πολλή,
Και σαν τον κύκνο, το πλάσμα αυτό που πλέει τόσο μακάρια,
Και τσιμπά το φαγητό που πέφτει απ’ τα λευκά χέρια των Ναϊάδων,
Έτσι κι εγώ, σε ώρες δύσκολες, έσκυψα στα δικά του χέρια
Την ψυχή μου να ταΐσω: μ’ όνειρο βαθύ.
Μήπως να ομορφύνω μ’ άνθη και κλαδιά το άγαλμά σου;
Γιατί κι εσύ ομόρφυνες για μένα την εικόνα του κόσμου,
Έκανες πι’ όμορφη την ομορφιά των φορτωμένων κλάδων
Με τόση δόξα, που μεθυσμένος έπεσα στη γη
Και με κατέλαβε αυτός ο θρίαμβος της Φύσης
Καθώς περίλαμπρη βγάζει την εσθήτα της.
Άκου με, φίλε! Δε θε να στείλω εγώ μαντατοφόρους
Να διαδώσουν τ’ όνομά σου στους τέσσερις ανέμους,
Λες κι απεβίωσε κανένας βασιλιάς.
Ο βασιλιάς αφήνει το βασίλειό του στους διαδόχους
Και στην ταφόπετρα του ονόματός του την ηχώ.
Εσύ όμως ήσουν ένας μάγος, ένας μεγάλος μάγος,
Ό,τι ’σουν ορατό έχει χαθεί, αλλά εσύ ’σαι δω ακόμα –
Κι εγώ ούτε ξέρω τι ακριβώς από εσέ και πού,
Με τη μυστήρια, την ακόμα αυτή ζώσα δύναμή του
Τα σκοτεινά τα μάτια του σπρώχνει έξω απ’ της νύχτας
Την πλημμύρα, ή τεντώνει το τριχωτό το αυτί
Που αφουγκράζεται πίσω απ’ τους κισσούς.
Γι’ αυτό λοιπόν δεν μπορώ να το πιστέψω
Πως είναι δυνατόν να βρεθώ μόνος οπουδήποτε,
Όπου υπάρχουν δέντρα είτε λουλούδια, είτε ακόμα
Κι αυτοί οι βράχοι σιωπηλοί, είτε τ’ αχνά σύννεφα
Στα ουράνια: πόσο εύκολα ένα κάτι, τ’ οτιδήποτε,
Μ’ όψη πιο διάφανη απ’ του Άριελ, μπορεί να μου φύγει
Μέσα από τα χέρια! Ναι, τυχαίνει να ξέρω πως υπήρχε ανάμεσα
Σ’ εσένα και στα πλάσματα της πλάσης ένα μυστήριο δέσιμο,
Και να ’τα τώρα, η Άνοιξη γελάει εις βάρος σου,
Όπως γελάει κάποια γυναίκα το πρωί
Εις βάρος του άντρα που του δόθηκε τη νύχτα.
Σε θρηνώ∙ το στόμα μου φουσκώνει από λόγια χαρμόσυνα,
Εκστατικά: δεν είναι πρέπον να σταθώ
Άλλο εδώ πέρα.
Θα χτυπήσω τρεις φορές τη ράβδο μου στο χώμα
Κι ετούτο το παράπηγμα μ’ όλο μορφές ονείρων θα γεμίσω.
Αυτοί που τόσο καταβάλλω με τη θλίψη μου
Τρεκλίζοντας θα φύγουν – γιατί, όποιος τα δει όλα αυτά,
Έχει πολύ να κλάψει και να νιώσει
Πόσο μεγάλος είναι ο πόνος των ανθρώπινων πραγμάτων.
Τούτη λοιπόν εδώ η ιστορία
Είναι το είδωλο αυτής της μαύρης ώρας που περνάτε,
Ώστε να μάθετε απ’ τα χείλη τα πικρά
Του καλλιτέχνη εκείνου πόση ’ταν η πένθιμη αξία.


Από τον υπό έκδοση τόμο "Ούγκο φον Χόφμανσταλ - Ιππότης, Θάνατος, Διάβολος"
Μετάφραση - σημειώσεις - επίμετρο: Α.Κ.
εκδ. Γαβριηλίδης 2016