[Τεοφίλ Γκοτιέ]


Τεοφίλ Γκοτιέ
Σχόλιο για τον πίνακα:
Ο ψαράς παρουσιάζει το δαχτυλίδι στον Δόγη Γκραντένιγκο
(1534-1535, λάδι σε καμβά, Πινακοθήκη της Ακαδημίας, Βενετία)
Πάρις Μπορντόνε (1500-1571)

 

Αυτός ο πίνακας, που απεικονίζει έναν γονδολιέρη να επιστρέφει το δαχτυλίδι του Αγίου Μάρκου στον Δόγη, αναφέρεται σε έναν θρύλο, ένα επεισόδιο το οποίο και ο Τζορτζόνε, όπως βλέπουμε, έχει ζωγραφίσει με περίπου παρόμοιο τρόπο. Μέσες άκρες, αυτή είναι η ιστορία: Μια νύχτα, ενόσω ο γονδολιέρης κοιμόταν στη γόνδολά του, περιμένοντας να πιάσει δουλειά στο κανάλι του Αγίου Γεωργίου Ματζιόρε, τρεις μυστήριοι ξένοι πήδηξαν μέσα στη γόνδολα και του ζήτησαν να τους πάει στο Λίντο. Ένας απ’ τους τρεις φαινόταν, όσο επέτρεπε το σκοτάδι, να έχει το γένι ενός Αποστόλου και παρουσιαστικό αξιωματούχου της Εκκλησίας. Οι άλλοι δύο, μ’ έναν ήχο σαν από πανοπλία να έρχεται κάτω από την κάπα τους, φαίνονταν να ’ναι ιππότες. Ο γονδολιέρης έβαλε πλώρη για το Λίντο και έπιασε το κουπί. Μα η λίμνη, τόσο γαλήνια κατά την αναχώρησή τους, άρχισε ν’ ανταριάζει παράξενα: τα κύματα στραφτάλιζαν σ’ ένα δυσοίωνο φως, στοιχειά αναδύονταν από τα νερά και περικύκλωναν απειλητικά τη γόνδολα, κατατρομάζοντας τον γονδολιέρη, ενώ φριχτά κακά πνεύματα και δαίμονες μισοί άνθρωποι μισοί ψάρια κολυμπούσαν από το Λίντο προς τη Βενετία, κάνοντας τα κύματα να πετούν σπίθες και ξεσηκώνοντας καταιγίδα σωστή με τα σφυρίγματα και το σατανικό γέλιο τους στην αντάρα. Αλλά η εμφάνιση των λαμπερών σπαθιών των δυο ιπποτών και το προτεταμένο χέρι του άγιου ανθρώπου τους έκαναν να οπισθοχωρήσουν και να εξαϋλωθούν μέσα σ’ εκρήξεις από θειάφι.
            Η μάχη κράτησε πολύ∙ νέοι δαίμονες αντικαθιστούσαν τους προηγούμενους. Κι όμως, η νίκη ήταν σίγουρη για εκείνους πάνω στη γόνδολα, που ’χαν γυρίσει πίσω στη στεριά, στην Πιατσέτα του Αγίου Μάρκου. Ο γονδολιέρης δεν ήξερε καλά καλά τι να σκεφτεί για το παράξενο αυτό γεγονός, ώσπου, σαν ήτανε να χωρίσουν, ο γηραιότερος από τους τρεις, με το φωτοστέφανό του πια να λάμπει, του είπε: «Είμαι ο Άγιος Μάρκος, προστάτης της Βενετίας. Απόψε έμαθα πως τα δαιμόνια συνάχτηκαν στο Λίντο, στο εβραϊκό κοιμητήριο, έχοντας αποφασίσει να σηκώσουν καταιγίδα τρομερή για να καταστρέψουν την αγαπημένη μου πόλη, με το πρόσχημα ότι εκεί έχουν διαπραχτεί πολλές αμαρτίες, που δίνουν στους δαίμονες εξουσία επάνω στους κατοίκους. Αλλά εφόσον η Βενετία είναι καλή καθολική, και εξομολογηθεί τις αμαρτίες της στον όμορφο εκείνο καθεδρικό που έφτιαξε για μένα, εγώ θα την προστατέψω από αυτήν την απειλή, την οποία εκείνη ούτε που υποψιαζόταν, με τη βοήθεια αυτών των δυο γενναίων, του Αγίου Γεωργίου και του Αγίου Θεοδώρου, αφού δανειστώ τη βάρκα σου. Τώρα, αφού ο κόπος σου αξίζει μια επιβράβευση, κι αφού ταλαιπωρήθηκες πολύ τούτη τη νύχτα, πάρε το δαχτυλίδι μου∙ πήγαινέ το στον Δόγη, πες του τι είδες. Κι αυτός θα γεμίσει τον σκούφο σου χρυσάφι».
            Λέγοντας αυτά, ο Άγιος ξαναπήρε τη θέση του στην κορυφή του Καθεδρικού, ο Άγιος Θεόδωρος πήδηξε στον κίονά του, όπου ο κροκόδειλός του μούγκριζε μελαγχολικά, κι ο Άγιος Γεώργιος κρύφτηκε στην κόγχη του, στην πρόσοψη του Παλατιού των Δόγηδων.
            Ο γονδολιέρης, ξαφνιασμένος καθώς ήταν –και είχε πολλούς λόγους γι’ αυτό–, θα πίστευε μάλλον ότι ονειρευόταν, έχοντας πιει το βράδυ αρκετά ποτηράκια σαμιώτικο κρασί, αν το μεγάλο και βαρύ, φορτωμένο με πολύτιμους λίθους χρυσό δαχτυλίδι που κρατούσε στο χέρι του δεν είχε διαλύσει κάθε αμφιβολία για την αλήθεια των γεγονότων που είχαν λάβει χώρα κατά τη διάρκεια της νύχτας.
            Έτσι, πήγε να βρει τον Δόγη, που προέδρευε στη Σύγκλητο, και, γονατίζοντας μπροστά του με σεβασμό, διηγήθηκε τα γεγονότα της μάχης μεταξύ των δαιμόνων και των πολιούχων Αγίων της Βενετίας. Αρχικά, η ιστορία φάνηκε σ’ όλους εξωφρενική∙ όμως η επιστροφή του δαχτυλιδιού, που ανήκε σίγουρα στον Άγιο Μάρκο, και αφού η απουσία του από το θησαυροφυλάκιο της Εκκλησίας είχε αναφερθεί, απέδειξε το αληθές των λόγων του γονδολιέρη. Αυτό το δαχτυλίδι, διπλοκλειδωμένο στο φρουρούμενο θησαυροφυλάκιο, τα μάνταλα του οποίου δεν έδειχναν κανένα σημάδι παραβίασης, θα μπορούσε να είχε βγει από κει μόνο με υπερφυσική δύναμη. Γέμισαν λοιπόν τον σκούφο του γονδολιέρη με χρυσάφι και γιόρτασαν με μια ευχαριστήριο ακολουθία για τα δεινά απ’ τα οποία είχαν γλιτώσει. Αυτό δεν απέτρεψε τους κατοίκους της Βενετίας να συνεχίσουν τον έκλυτο βίο, ξοδεύοντας τις νύχτες τους στα τυχερά παιχνίδια, στο φαγητό και στις ηδονές, στα μασκαρέματα, στις ίντριγκες, και στην αναμονή για τη μεγάλη κραιπάλη του καρναβαλιού τους, που κρατούσε έξι μήνες τον χρόνο. Οι Βενετοί υπολόγιζαν πως η προστασία του Αγίου Μάρκου θα τους έστελνε στον Παράδεισο, και δεν ενδιαφέρονταν άλλο για τη σωτηρία τους. Έτσι τον έβλεπαν τον Άγιο Μάρκο: του έχτισαν μια μεγάλη εκκλησία για τη βοήθειά του, κι ο Άγιος έπρεπε να τους είναι υπόχρεος.
            Το στιγμιότυπο το οποίο διάλεξε ο Πάρις Μπορντόνε είναι εκείνο όπου ο γονδολιέρης γονατίζει μπροστά στον Δόγη. Η σκηνή είναι πολύ παραστατική∙ βλέπεις κατ’ αναλογία τα καφετιά ή γκρίζα κεφάλια των γερουσιαστών κι εκείνο της άρχουσας φιγούρας. Περίεργοι θεατές στέκονται στα σκαλοπάτια, σχηματίζοντας εύθυμα, πολύχρωμα πηγαδάκια∙ η ενετική ενδυμασία παρουσιάζεται εδώ σ’ όλο της το μεγαλείο. Εδώ, όπως και σ’ όλους τους πίνακες αυτής της Σχολής, δίνεται ιδιαίτερο βάρος στην αρχιτεκτονική. Τη σκηνή πλαισιώνουν εξαίσια προστώα με τεχνοτροπία παλλαδίου, που ζωντανεύουν από ανθρώπους που πηγαινοέρχονται. Κυρίαρχο σ’ αυτόν τον πίνακα είναι ένα χαρακτηριστικό εξαιρετικά σπάνιο στις ιταλικές Σχολές, που χρησιμοποιείται σχεδόν κατ’ αποκλειστικότητα στην απεικόνιση θρησκευτικών ή μυθολογικών θεμάτων, της παρουσίασης ενός διάσημου θρύλου, μιας σκηνής ηθογραφικής, ή αλλιώς, ενός ρομαντικού θέματος όπως αυτό που θα είχαν διαλέξει ο Ντελακρουά ή ο Λουί Μπουλανζέ, για να το παρουσιάσουν σύμφωνα ο καθένας με το ιδιαίτερο ταλέντο του, αποδίδοντας στο έργο τη δική του ταυτότητα και μια μοναδική ομορφιά.
 
 
μτφρ. α.κ.