Μια μέρα,
έχοντας μ’ όρεξη ξυπνήσει, λιανή λιανή
Όπως ήταν, μια
μαϊμού τομάρι τίγρης είπε να ντυθεί.Λερή η τίγρη, του λόγου της επίσης μι’ αηδία
Κάθε δικαίωμα είχε κι αυτή στην κτηνωδία.
Γρύλισε μια και ούρλιαξε: Της ζούγκλας αρχηγός
Είμαι εγώ, είμαι ο μαύρος ρήγας της νυχτός!
Στα θάμνα μες ελλόχευε, σαν τους ληστές του δάσους,
Κλεψιές και φόνους έπραττε, τις πράξεις κάθε θράσους
Χαλούσε τους περάτηδες, το δάσος να μαγάρει
Λες κι όλα αυτά που έκανε τα ’κανε το τομάρι.
Εκεί στη γης των μακελειών, μες σε μια τρώγλη ζούσε
Κι όποιος θωρούσε το πετσί, για τίγρη την περνούσε.
Μέσα από κείθε φώναζε, μ’ απαίσιο βρυχηθμό:
Είν’ η σπηλιά μου κόκαλα γεμάτη – δέστε δω!
Μπροστά μου όλ’ αλαφιάζονται, λακίζουνε με φόρα
Εμ, τρέμουν. Η τίγρης είμαι! Μ’ είδατε; Για προσκυνάτε τώρα!
Τα ζώα αλαργέψαν∙ μα το λιοντάρι την άρπαξ’ απ’ τη χείρα
Και τη δορά τής έσκισε, σαν να ’σκιζε πεσκίρα
Έτσι τον «ρήγα» γύμνωσε, και χωρίς μα και μου,
Είπε μονάχα: Βρε, εσύ είσαι απλώς μια μαϊμού!
μτφρ. α.κ.
Un jour,
maigre et sentant un royal appétit,
Un singe d'une
peau de tigre se vêtit. Le tigre avait été méchant ; lui, fut atroce.
Il avait endossé le droit d'être féroce.
Il se mit à grincer des dents, criant : Je suis
Le vainqueur des halliers, le roi sombre des nuits !
Il s'embusqua, brigand des bois, dans les épines
Il entassa l'horreur, le meurtre, les rapines,
Egorgea les passants, dévasta la forêt,
Fit tout ce qu'avait fait la peau qui le couvrait.
Il vivait dans un antre, entouré de carnage.
Chacun, voyant la peau, croyait au personnage.
Il s'écriait, poussant d'affreux rugissements :
Regardez, ma caverne est pleine d'ossements ;
Devant moi tout recule et frémit, tout émigre,
Tout tremble ; admirez-moi, voyez, je suis un tigre !
Les bêtes l'admiraient, et fuyaient à grands pas.
Un belluaire vint, le saisit dans ses bras,
Déchira cette peau comme on déchire un linge,
Mit à nu ce vainqueur, et dit : Tu n'es qu'un singe !